Τι κάνει δύο ανθρώπους να μην θέλουν να είναι μαζί
Ο άξονας αναφοράς ...παραμένει ίδιος: να βρω στον άλλον τον ιδανικό καθρέφτη που θα μου αποδώσει την εικόνα του εαυτού μου όπως τη θέλω. Το πως θέλω να με δω το πρωί στον καθρέφτη και στο βλέμμα του άλλου. Ο άλλος καλείται να είναι ένας καθρέφτης για να βρω την εικόνα μου όπως την επιθυμώ, όπως νομίζω ότι είναι ή θα ήθελα να είναι ή ήταν.
Θα έχουμε προσέξει ότι τα ζευγάρια είναι περισσότερο ερωτευμένα στην αρχή της σχέσης γιατί τότε είναι που λείπει η πραγματικότητα, γιατί τότε είναι που ο άλλος είναι φτιαγμένος από τις φαντασιώσεις που έχω γι’ αυτόν. Είναι όπως τον θέλω – είμαι όπως με θέλω.
Όμως, η πραγματικότητα θα διεισδύσει σταδιακά στη σχέση. Ο άλλος δεν θα είναι πια αυτός που ήταν στην αρχή της σχέσης. Τότε οι άνθρωποι χωρίζουν ή αναπροσαρμόζουν τα δεδομένα της σχέσης για να επιβιώσει ή αλληλοσπαράσσονται ή σκοτώνονται, τεμαχίζονται, στην κυριολεξία.
Στο σημείο αυτό είναι που ο Strindberg στήνει τον χορό του θανάτου, μια λυσσαλέα και αβυσσαλέα μάχη φθοράς του άλλου έως θανάτου, ψυχικού και γιατί όχι βιολογικού. Τα εγκλήματα πάθους είναι τα πλέον κραυγαλέα. Στην περίπτωση της ψυχικής εξόντωσης υπάρχει μια διαρκής επιδίωξη πληγμάτων, χτυπημάτων κάτω από τη μέση, ταπείνωσης, απαξίωσης, μίσους.
Και κατά ένα παράξενο τρόπο το ζευγάρι δεν χωρίζει όχι από λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, ύπαρξης παιδιών αλλά γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο απολαμβάνουν δύο πράγματα: τον θάνατο του άλλου αλλά και καθένας τον δικό του αφού μέσω των πληγμάτων στον άλλο, τον καλεί ταυτόχρονα να του επιφέρει το αντίστοιχο. Και οι δύο γίνονται μια πληγή, μια ηδονική πληγή, όχι τόσο επειδή εξοντώνουν τον άλλο, όσο γιατί εξοντώνουν τον εαυτό τους μέσω των χτυπημάτων που προσκάλεσαν τον άλλο να τους κάνει, μέσω των χτυπημάτων που κατάφεραν οι ίδιοι στον εαυτό τους.
Ο Strindberg (μεγάλη προσωπικότητα όχι μόνο του θεάτρου αλλά και της ψυχοπαθολογίας, είχε διαγνωστεί από ζηλοτυπικό- παρανοϊκό παραλήρημα και έχει γίνει ο ίδιος αντικείμενο μελέτης από εξέχοντες ψυχοπαθολόγους) μας λέει ότι η κόλαση δεν είναι ο άλλος έξω από εμάς αλλά εμείς οι ίδιοι. Ο άλλος είναι μέσα μας, μας υπαγορεύει την κόλαση που θα βρεθούμε, το πως θα χτίσουμε ανεπαισθήτως τα τείχη της σχέσης από τα οποία δεν θα μπορούμε να ξεφύγουμε, το πως θα ματώσουμε τον άλλον για να μας ματώσει αυτός με τη σειρά του.
Ένας χορός θανάτου όπου ο επιζών είναι εξίσου νεκρός: «Άκου, βασιλεύει σιωπή», λέει, στο τέλος, η Άλις, «η υπέροχη γαλήνη του θανάτου».
Άκρα του τάφου σιωπή. Αρκεί το κακό, το κακό του άλλου που τον προκαλώ να μου επιφέρει το αντίστοιχο.
Η κ. Βαλεντίνη Λουρμπά βαθύς γνώστης της σκανδιναβικής σκηνής έχει εντρυφήσει πολλαπλώς και με επιτυχία στους ψυχικούς δαιδάλους του σκανδιναβικού δράματος και μέσω αυτού του ανθρώπινου ψυχισμού γενικότερα.
Έχοντας ως υπαρξιακή πυξίδα το δράμα των σύγχρονων σχέσεων μας προσφέρει μια διαχρονική εκδίπλωση του ανθρώπινου πάθους εκεί που η εξόντωση του άλλου αποσκοπεί στην εξόντωση του ίδιου του εαυτού. Η ηδονή εδώ σημαίνει, σε σκοτώνω για να με σκοτώσεις.
Παράσταση λιτή, αναδύει την ουσία του έργου χωρίς περιττά στολίδια. Εγχειρίζει επί της σκηνής τους ήρωες για να δούμε τα σπλάχνα τους ποτισμένα από φθορά, μίσος, θάνατο και, ποιος ξέρει, αγάπη για τον θάνατο που προσφέρει ο άλλος, αγάπη γιατί το μίσος είναι ένας τρόπος ζωής.
Η σκηνοθέτης οδηγεί τον θεατή στα άκρα με αδρές πινελιές, δομεί τον ζοφερό κόσμο του Strindberg όπου κανείς δεν μπορεί να φύγει, ούτε να μείνει, ούτε να ζήσει, ούτε να πεθάνει. Η σκηνοθέτις μας καλεί με μια λεπτεπίλεπτη νεορεαλιστική σκηνοθεσία να δούμε τους εαυτούς μας σε αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, μήπως είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο όχι μόνο μιας σχέσης αλλά σε έναν κόσμο από τον οποίο δεν μπορούμε να διαφύγουμε, σε έναν κόσμο που παρακαλάμε για θάνατο γιατί μόνο έτσι μπορούμε να ζήσουμε.
Η κ. Λουρμπά είναι μια εξαιρετική ανατόμος της ανθρώπινης συνθήκης και το νυστέρι της είναι αδυσώπητο σαν και κείνο του Strindberg για να αναδείξουν και οι δύο μια ζωή χωρίς νόημα αλλά που οφείλει να έχει νόημα έστω πεθαίνοντας καθημερινά.
Η κ. Αμαλία Κλημοπούλου ως μια εξαιρετική Άλις, ανελέητη με το μαστίγιο στο χέρι διαρκώς προκαλεί την σύγκρουση για να ταπεινώσει και να ταπεινωθεί.
Έχω ξαναγράψει για την κ. Κλημοπούλου. Ηθοποιός με θησαυρό υποκριτικών προσόντων στην παράσταση αυτή μας δείχνει και τις αρετές της στη μουσική. Η κ. Κλημοπούλου παίζει τόσο φυσικά που δεν ξέρεις αν μεταφέρει τον εαυτό της από την καθημερινότητα στη σκηνή, αν όταν περπατά, περπατά στη σκηνή του θεάτρου ή στη σκηνή του κόσμου. Διακρίνεται επίσης από μια απίστευτη γκάμα εκφράσεων και χρώματος της φωνής υποσχόμενη ότι μπορεί να διεκπεραιώσει δομικά τους χαρακτήρες του παγκόσμιου θεάτρου.
Ο κ. Βασίλης Ασημάκης συνεπής στον ρόλο του ανταποκρίνεται με επάρκεια στο τρίτο πρόσωπο το οποίο γίνεται ο καταλύτης για να εκφραστούν τα αντιφατικά συναισθήματα, η αγάπη και το μίσος, που διέπουν τη ζωή του ζευγαριού. Ο κ. βασίλης Ασημάκης με χαμηλούς τόνους αναδεικνύει την εκκωφαντική σύγκρουση που διέπει το δράμα.
Άφησα για το τέλος τον κ. Μάνο Χατζηγεωργίου, στον ρόλο του συζύγου.
Ο ηθοποιός αυτός, όπως έχω γράψει και άλλοτε, δίνει την εντύπωση ότι είναι κατασκευασμένος από όλα τα θεατρικά πρόσωπα και με απόλυτη φυσικότητα μπορεί να φορέσει έναν ρόλο και να εκφραστεί όπως θα εκφραζόταν ο ίδιος του ο εαυτός. Είναι ο ηθοποιός που συνεπαίρνει τον θεατή, που τον κάνει να ξεχνά ότι είναι ηθοποιός, σαν να καλεί τον θεατή να του δείξει τη ζωή του, να του μιλήσει γι’ αυτό που συμβαίνει μέσα του. Ο κ. Χατζηγεωργίου δεν παίζει τον ρόλο του, τον φτιάχνει, συμπληρώνει το κείμενο.
Τα σκηνικά ανταποκρίνονται πλήρως στη ζοφερή ατμόσφαιρα, εξωτερική και εσωτερική του δράματος.
Η μουσική επιμέλεια του κ. Νίκου Ανδρουλή τονίζει τη ροή και την υπόσταση του έργου. Ιδιαίτερα, η σπαρακτική μουσική εισαγωγή από την κ. Κλημοπούλου, προϊδεάζει για τους ήχους και τις κραυγές της συνέχειας.
Ένσταση για τον φωτισμό: τι χρειάζεται εκείνο το συνεχές άναψε-σβήσε των φώτων; Η ατμόσφαιρα δεν φτιάχνεται με εμβόλιμους τρόπους. Ο φωτισμός απλά τονίζει, προδιαθέτει ή κλείνει μια σκηνή. Η υπερβολή είναι φλυαρία.
Η σύσταση για την παράσταση είναι θερμή: ο θεατής θα δει το δικό του εσωτερικό θέατρο, το αξεδιάλυτο ναι και όχι της ζωής του, την μείξη του έρωτα με τον θάνατο, την αμφιθυμία του για το μόνος και το μαζί.
Αν υπάρχει λύτρωση, αυτό θα το κρίνει ο ίδιος ο θεατής.
Θέατρο τέχνης Εκάτη
Διεύθυνση: Εκάτης 11, Αθήνα 113 64
Τηλέφωνο: 21 0640 1931
Τους ρόλους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Μάνος Χατζηγεωργίου, Αμαλία Κλημοπούλου και Βασίλης Ασημάκης. Τη μουσική υπογράφει ο Νίκος Ανδρουλής και τα κοστούμια-σκηνικά είναι της Σώτης Λάμδα.