Ο Γιώργος Νανούρης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Εχει σπουδάσει θέατρο στο Ωδείο Αθηνών και ...Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο. Αγαπάει την δουλειά του και ξέρει ότι η «Κατερίνα» είναι μια παράσταση που θα τον ακολουθεί. Μένει στην Κυψέλη
«Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την παιδική και εφηβική μου ζωή, σαν να έχει κάνει η μνήμη μου ένα σβήσιμο. Και τώρα που σκηνοθετώ τον “Γυάλινο Κοσμο” του Τενεσί Ουίλιαμς στο Εθνικό, έργο ανάμνηση με τον Τομ να θυμάται πράγματα της οικογένειάς του, έχω αρχίσει να θυμάμαι κι εγώ πολλά, σαν στιγμιότυπα, σαν φλας…
Σε γενικές γραμμές δεν έχω ούτε κάτι πολύ καλό ούτε κάτι πολύ δραματικό να θυμάμαι από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Η βασική ανάμνηση που έχω είναι ότι μεγάλωσα σε αυστηρό περιβάλλον, ελεγχόμενο. Ναι, έχω αδέλφια. Εχω μεγαλώσει σε μια πολύτεκνη οικογένεια –είμαστε οκτώ κι εγώ είμαι το νούμερο έξι. Πέντε αγόρια, τρία κορίτσια…. Και ομολογώ ότι έκαναν πολύ καλά οι γονείς μου και μας μεγάλωσαν έτσι, για να μας προστατεύσουν. Ο πατέρας μου, δημόσιος υπάλληλος και η μητέρα μου είναι αυτό που λέμε μάνα, πιο μάνα δεν γίνεται».
«Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι η οικογένειά μου είναι κάτι διαφορετικό. Η αντίδραση των άλλων με έκανε καμιά φορά να το σκεφτώ. Μεγάλωσα στην Ανω Κυψέλη. Τώρα μένω στην πλατεία Αγίου Γεωργίου (στην Κυψέλη).
Ηταν πολύ δύσκολο να στραφώ σ΄αυτό που ήθελα να κάνω, και για μένα τον ίδιο, γιατί όλα τα αδέλφια μου ήταν με σπουδές και πανεπιστήμια. Γι΄αυτό σπούδασα κι εγώ, πέρα από την δραματική σχολή».
«Από πολύ μικρός, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έλεγα ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο. Δεν ξέρω γιατί. Θυμάμαι όμως τρομερά έντονα την πρώτη παράσταση που είδα αν και ότι θα γίνω ηθοποιός το έλεγα από πριν. Ηταν ο “Ευτυχισμένος πρίγκηπας” στο θέατρο Θυμέλη –πήγαινα πρώτη ή δευτέρα δημοτικού. Οσο έβλεπα την παράσταση δεν καταλάβαινα αν αυτό είναι αληθινό ή όχι. Ενοιωθα ένα μπέρδεμα. Φεύγοντας, είδα, πίσω από τον τοίχο της σκηνής, στα καμαρίνια, τους ηθοποιούς να αλλάζουν. Και δεν καταλάβαινα ποιος είναι ο αληθινός και ποιος ο ψεύτικος κόσμος κι αυτό με είχε εξιτάρει πολύ. Σαν να χώριζε ένας τοίχος τους δύο κόσμους που υπήρχαν… Ολο αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Πολύ θέατρο όμως δεν βλέπαμε. Την θεατρική μου παιδεία την καλλιέργησα μόνος μου, αργότερα, σιγά-σιγά».
«Ημουν καλός μαθητής και πάντα συμμετείχα στις γιορτές και στα θεατρικά του σχολείου. Η θεατρική ομάδα ήταν μόνον για την Γ΄Γυμνασίου αλλά εγώ επέμενα και κάποια στιγμή που έψαχναν για αγόρια, με πήραν –κι ας πήγαινα πρώτη γυμνασίου. Ημουν ο μικρότερος. Παίξαμε Μολιέρο, ανέβηκα στην σκηνή, φόρεσα το κοστούμι, και ήξερα, ήμουν σίγουρος ότι αυτό είναι… Δεν είχα αμφιβολία ότι θα το κάνω, ότι θα το δοκιμάσω, ότι δεν θα το αφήσω ως απωθημένο –με τρόμαζε η ιδέα του απωθημένου κι ας μην ήξερα αν θα πετύχει.
Η πρώτη μου “επανάσταση” λοιπόν ήταν αυτή: Να πάω σε Δραματική. Πέρασα, με την δεύτερη, στην σχολή του Ωδείου Αθηνών. Κουβαλώντας όμως τα ενοχικά με το Πανεπιστήμιο, έδωσα, μετά, και στην Φιλοσοφική.
Επειδή είμαι ένας πολύ οργανωτικός άνθρωπος, τα είχα όλα προγραμματίσει. Πρώτα Δραματική, μετά φαντάρος και στην συνέχεια μετακόμιση για να ζήσω μόνος μου -κι έτσι έγινε. Τότε ήταν που πήγα στο Πανεπιστήμιο, πρώτα μπήκα στην Θεσσαλονίκη, όπου και ανεβοκατέβαινα με το τρένο μέσα στην νύχτα γιατί είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω στην Αθήνα. Το έκανα έναν χρόνο, σκέφτηκα ότι δεν θα αντέξω και δεύτερο κι έτσι ξαναέδωσα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, για Αθήνα πια. Ξαναπέρασα Θεατρολογία, πήρα πτυχίο…
Εναν μήνα πριν απολυθώ από τον στρατό με είχαν πάρει τηλέφωνο για μια τηλεοπτική παραγωγή -είχα αφήσει βιογραφικά και φωτογραφίες όπου μπορούσα. Ηταν το “Ταξίμ” στην ΕΡΤ, για να κάνω τον γιο της Ολιας Λαζαρίδου. Ετσι γνώρισα και την Ολια. Το επόμενο καλοκαίρι έκανα και θέατρο κι από εκεί και πέρα η μια δουλειά έφερνε την άλλη.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι τελικά μου έκανε περισσότερο καλό το γεγονός ότι το οικογενειακό μου περιβάλλον, που δεν είχε σχέση με το θέατρο, δεν μου έθρεψε ένα έντονο εγώ».
«Με την σκηνοθεσία άρχισα να ασχολούμαι πολύ δειλά. Κι είναι το μόνο πράγμα στην ζωή μου που δεν είχα προγραμματίσει, ούτε καν σκεφτεί…. Εκ των υστέρων θυμάμαι ότι όταν έβλεπα μια παράσταση σκεφτόμουν τι διαφορετικό θα έκανα. Αλλά πίστευα ότι όλοι οι ηθοποιοί το ίδιο έκαναν.
Δίδασκα θυμάμαι σε μια σχολή και οι μαθητές μου, επειδή τους άρεσε πολύ το μάθημά μου, μου ζήτησαν, αφού πήραν πτυχίο, να τους σκηνοθετήσω σε μια παράσταση. Τους εξήγησα ότι εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης. Επέμειναν. Κι έτσι ανέλαβα να κάνουμε κάτι μαζί, ήταν το 2008: Είχα μαζέψει κάποιες συνεντεύξεις μεταναστών με αληθινές ιστορίες που έμοιαζαν σαν μονόλογοι. Τους το πρότεινα. Ηταν και η εποχή που το μεταναστευτικό ήταν έντονο. Ξεκινήσαμε. Βρήκαμε κι έναν χώρο, χωρίς λεφτά, στο Γκάζι. Με τον τίτλο «Εδώ» (το εδώ των μεταναστών) ανέβηκε η παράσταση. Εγινε χαμός, παίχθηκε δύο χρόνια και μετά το πήρε το Φεστιβάλ Αθηνών… Αρχισαν μετά να μου προτείνουν σκηνοθεσίες, που δεν ανέλαβα όμως και συνέχισα να παίζω στο θέατρο».
«Δύο χρόνια μετά έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο “Η πέτρα της υπομονής” και το κάναμε κι αυτό παράσταση –πήγε δύο χρόνια. Αρχισα τότε να συνειδητοποιώ ότι κάτι συμβαίνει με την σκηνοθεσία, πιο δυνατό. Ακολούθησε ο Τολστόι, που συνσκηνοθετήσαμε με την Ολια, πάλι δύο χρόνια πήγε….
Στην μεγάλη κρίση που ακολούθησε εγώ έπεσα σε τεράστια κατάθλιψη. Εξι μήνες δεν δούλευα, ήμουν σπίτι, φοβόμουν πολύ, αναρωτιόμουν τι θα γίνει. Είχα όμως αποφασίσει ότι στην επόμενη δουλειά μου θα αφήσω ελεύθερο το ένστικτό μου και δεν θα ρωτήσω ούτε τον εαυτό μου…
Τότε με πήρε τηλέφωνο η φίλη μου η Μαργαρίτα Μυτιληναίου που δούλευε τότε στον Ιανό. Θα έκανε κάτι θεατρικά αναλόγια κι ήθελε να κάνω κάτι… Εγώ όχι. Επέμεινε και της το χρωστάω με κάποιον τρόπο. Τότε λοιπόν έβγαινε το βιβλίο της “Κατερίνας” από τον Αύγουστο Κορτώ, τον οποίο γνώριζα μόνον ως συγγραφέα. Πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, διάβασα μια ανάρτησή του στο facebook που έγραφε για το θέμα του βιβλίου του. Το βρήκα ενδιαφέρον και χωρίς να το έχω διαβάσει, το πρότεινα στην Μαργαρίτα για το αναλόγιο… Συμφωνήσαμε. Και τότε με έπιασε ένα μεγάλο άγχος… Προχώρησα όμως.
Διαβάζοντας το βιβλίο και για κάποιον λόγο που δεν ξέρω, πέρασε από μπροστά μου το βλέμμα της Παπαληγούρα, την οποία δεν γνώριζα προσωπικά - την είχα δει σε μια παράσταση. Την πήρα τηλέφωνο. Στην αρχή αρνήθηκε –έφευγε και στο εξωτερικό. Της το έστειλα όμως να το διαβάσει. Αυτό ήταν. Με πήρε αμέσως πίσω και μου είπε “πάμε να το κάνουμε”…. Ακολούθησε ό,τι ακολούθησε με την “Κατερίνα” κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ. Γιατί δεν είχαμε καμία προσδοκία».
«Η Χάρις Αλεξίου; Μύθος είναι για μένα η Χαρούλα. Την είχα και την έχω πολύ ψηλά. Είχα πλάσει για εκείνη μια εικόνα ότι εσύ είσαι μυρμήγκι και ο άλλος είναι γίγαντας και αναρωτιόμουν πως πλησιάζεις τον γίγαντα. Είναι μια υπέροχη γυναίκα, κανονική που δεν ζει έχοντας στο μυαλό της αυτό που είναι, κι αυτό την ανεβάζει περισσότερο. Τόσο δοτική…
Δεν θα τολμούσα ποτέ να πλησιάσω εγώ έναν άνθρωπο σαν την Αλεξίου. Χαίρομαι όμως τόσο πολύ όταν άνθρωποι που εκτιμώ τόσο, που έχω χειροκροτήσει κι έχω θαυμάσει, με ήξεραν, ιδίως στην αρχή. Ενοιωθα, νοιώθω έκπληξη. Μετά επικρατούσε το άγχος, το άγχος να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης τους, μια ευθύνη.
Μέσα μου έχω πολλή αγωνία, για το αν θα μπορέσω να τα καταφέρω, αν θα μου έρθει καμία ιδέα, αν θα έχω έμπνευση… Γιατί είναι κάτι πολύ δημιουργικό το θέατρο. Και αναρωτιέμαι αν ήταν όλα τυχαία κι είμαι ένα μεγάλο ψέμα και το καταλάβουν όλοι και γίνω ρεζίλι. Η δουλειά μας είναι κάθε φορά κάτι άλλο».
«Οι άνθρωποι που με ξέρουν μου λένε καμιά φορά ότι πρέπει κι εγώ να χαρώ λίγο με τον εαυτό μου. Αλλά δεν ξέρω, φοβάμαι, μήπως άμα χαρώ το χαλάσω.
Ναι, είμαι ένας άνθρωπος των αισθημάτων και των συναισθημάτων, και παλαιότερα ήμουν ακόμα πιο πολύ. Μεγαλώνοντας, τα τελευταία χρόνια, έχω γίνει λίγο πιο κυνικός στην ζωή και προσπαθώ να το σώζω στην σκηνή. Είμαι ένας ήσυχος άνθρωπος, χωρίς εξάρσεις, ήρεμος, μοναχικός.
Σίγουρα μπορώ να είμαι μόνος και το ξέρω. Δεν σημαίνει όμως ότι απαραίτητα και μου αρέσει πάντα. Είναι και οι συνθήκες. Ζω μόνος, δεν έχω προσωπική ζωή εδώ και καιρό και είμαι σε μια φάση που θα ήθελα να βρω και σ΄αυτό μια ισορροπία. Είμαι και λίγο δύσκολος, έχω απίστευτα ωράρια».
«Οχι δεν το έχω καθόλου να αναπαράξω το μοντέλο της δικής μου οικογένειας, δεν με αφορά. Ποτέ δεν ήθελα ούτε παιδιά ούτε τίποτα. Την ελευθερία μου δεν την αλλάζω.
Για πολλά χρόνια η δουλειά δεν μου επέτρεπε να έχω άλλα πράγματα μέσα στην ζωή μου. Αλλά μεγαλώνοντας –και λόγω των συνθηκών του Κορωνοϊού, έχω αρχίσει να θέλω να καταπιάνομαι και με άλλα, μόνο για μένα. Μέσα στην καραντίνα, που είχα χρόνο, έκανα μαθήματα αγγειοπλαστικής γιατί ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ, ο πηλός. Και το έκανα τώρα, σαν χόμπι».
Εθνικό, Λυρική, Επίδαυρος…
«Δεν πίστευα πόσο αποκαλυπτικό θα μπορούσε να είναι για μένα αυτό Γυάλινος κόσμος» στο Εθνικό: Πόσα όσα κοινά έχω βρει με το έργο. Ανακάλυψα το μεγαλείο του. Μιλάει για πράγματα που τελικά έχουν συμβεί σε όλες τις οικογένειες. Κι εγώ προσπαθώ να δικαιολογήσω όλους τους ήρωες. Συνδέθηκα πολύ μ΄αυτό το έργο, προσωπικά.
Μου αρέσουν πολύ οι πρόβες, τις απολαμβάνω πάντα. Και τώρα, με τις ειδικές αυτές συνθήκες που ζούμε, φτιάχνουμε την παράσταση, από την αρχή, υπακούοντας στα μέτρα, με αποστάσεις. Σαν να είχα εγώ την ιδέα κι αυτοί οι τέσσερις ήρωες να μην πλησιάσουν ποτέ ο ένας τον άλλον –να δούμε που θα μας βγάλει αυτή η δυσκολία. Και μπορώ να πω ότι αυτή η δυσκολία γέννησε δεκάδες άλλα πράγματα που ταιριάζουν με το έργο. Γιατί και οι ήρωες στον “Γυάλινο Κόσμο” αυτό προσπαθούν, να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Πως να φτιάξω την σκηνή του χορού και του φιλιού, χωρίς να πλησιαστούν, αλλά ο θεατής να τους δει και να χορεύουν και να φιλιούνται».
«Μετά το Εθνικό ετοιμάζω για την Λυρική Σκηνή την όπερα “Δέσπω” του Καρέρ, με αφορμή το 1821 και το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ θα κάνουμε την “Ιφιγένεια εν Ταύροις” του Ευριπίδη στην Επίδαυρο, που ήταν να γίνει πέρυσι, με την Λένα Παπαληγούρα, τον Μιχάλη Σαράντη, την Χαρούλα Αλεξίου, τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και άλλους.
Αυτό που με χαροποιεί και με συγκινεί είναι ότι οι άλλοι θέλουν να δουλέψουν μαζί μου. Η αποδοχή των ανθρώπων του χώρου, ναι, με συγκινεί πολύ. Κι είναι κάτι που το ήθελα και χαίρομαι που συμβαίνει».
«Τι κρύβω; Κρύβω το εύθυμό μου κομμάτι. Καταλαβαίνω ότι προς τα έξω μπορεί να βγαίνω πιο σοβαρός από αυτό που είμαι στην πραγματικότητα. Από μια συστολή που έχω και από το ό,τι δεν θέλω πολύ να μιλάω για μένα, γι΄αυτο και προτιμώ να μην λέω τίποτα παρά μόνον για την δουλειά μου. Δεν θέλω να ξέρει ο άλλος πράγματα για μένα ενώ εγώ δεν τον ξέρω καν.
Αλλά εγώ στην ζωή μου είμαι πιο χάχας. Και θέλω να το βγάλω αυτό προς τα έξω, το πιο εύθυμο, το πιο χαρουμενο. Να απελευθερωθώ. Και, ναι, θέλω κάνω κωμωδία. Κάτι μεταξύ βαριετέ, επιθεώρηση, κωμωδία. Και να παίξω, ναι, να παίξω κι εγώ. Ενα ξέσπασμα, όταν τελειώσουν όλα αυτά».