Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, στην Ξάνθη. Σύμφωνα με τον ...
“Οδηγό της Ελληνικής Δισκογραφίας” του Πέτρου Δραγουμάνου, είναι ο δεύτερος πιο επιτυχημένος Έλληνας συνθέτης όλων των εποχών μετά τον Μίκη Θεοδωράκη, λαμβάνοντας ως κριτήρια το πλήθος και την επιτυχία των τραγουδιών που συνέθεσε, την έκταση και την εμπορική επιτυχία της δισκογραφίας του, όπως επίσης τη διαχρονικότητα των δημιουργιών του και την αγάπη του ελληνικού κοινού προς αυτές.
“Οδηγό της Ελληνικής Δισκογραφίας” του Πέτρου Δραγουμάνου, είναι ο δεύτερος πιο επιτυχημένος Έλληνας συνθέτης όλων των εποχών μετά τον Μίκη Θεοδωράκη, λαμβάνοντας ως κριτήρια το πλήθος και την επιτυχία των τραγουδιών που συνέθεσε, την έκταση και την εμπορική επιτυχία της δισκογραφίας του, όπως επίσης τη διαχρονικότητα των δημιουργιών του και την αγάπη του ελληνικού κοινού προς αυτές.
Ωστόσο, τη θεατρική σεζόν 1982-1983 ο Μάνος Χατζιδάκις έμελλε να βιώσει μία από τις ηχηρότερες αποτυχίες – τουλάχιστον εμπορικά – της μακρόχρονης πορείας του, ένα “χαστούκι” για τους τότε κριτικούς, που ποτέ δεν έγινε σαφές εάν εκ των πραγμάτων ήταν πολύ προχωρημένη για την εποχή της ή απλώς καλλιτεχνικά άστοχη.
Τίτλος του: “Πορνογραφία“, ιδιαίτερα τολμηρός για τα μέτρα της εποχής και με βασική φιλοσοφία την ονειροπόληση στο χθες και το σήμερα μέσα από τη μουσική, τον έρωτα, τον κινηματογράφο. Σαφώς, κύριο μέλημα του δημιουργού ήταν και η πολιτική-κοινωνική σάτιρα με καυστικές αναφορές και ιδιότυπη απόδοση. Το έργο γράφτηκε μέσα σε ένα καλοκαίρι. Μάλιστα, πολλές από τις αρνητικές κριτικές της εποχής βασίστηκαν στο συγκεκριμένο γεγονός και απέδωσαν μέρος της εμπορικής του αποτυχίας στις μέτριες συνθέσεις και στους προχειρογραμμένους – και σκόπιμα προκλητικούς – διαλόγους.
Θέλοντας να προλάβει εγκαίρως την έναρξη της θεατρικής σεζόν, ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκινά άμεσα την αναζήτηση της κατάλληλης “στέγης”, η οποία θα φιλοξενούσε το νέο, θεατρικό του όραμα, αλλά και του σκηνοθέτη που θα αναλάμβανε να ηγηθεί του συνολικού project. Λίγο μετά τη συμφωνία του με γνωστό θέατρο της εποχής, η επιχείρηση χρεοκοπεί και κλείνει εσπευσμένα, ενώ και ο Αλέξης Σολωμός, που είχε αρχικά οριστεί σκηνοθέτης της παράστασης, αποχωρεί αμέσως μετά τις πρώτες πρόβες. Το ίδιο και ο αείμνηστος Κώστας Καρράς, που συμπεριλαμβανόταν στον αρχικό θίασο. Οι κακοί οιωνοί είχαν ήδη κάνει αισθητή την παρουσία τους πάνω από το έργο.
Έδρα της παράστασης έγινε το θέατρο Σούπερ Σταρ, στη συμβολή των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Ο Μάνος Χατζιδάκις αποφασίζει να αναλάβει ο ίδιος, εκτός από τη μουσική επιμέλεια, και τη σκηνοθεσία του έργου, ενώ εμπιστεύεται τα κείμενα στους νεαρούς τότε Άρη Δαβαράκη, Μιχάλη Παπαγγελή, Δημήτρη Ρίζο, Γιάννη Βικέλα και Αντώνη Κυριακούλη, οι οποίοι συνυπέγραψαν μαζί του τη συγγραφή του έργου. Η σύμπραξη του “νέου αίματος” με τους έμπειρους και καταξιωμένους καλλιτέχνες ήταν από την αρχή επιθυμία του Χατζιδάκι στη συγκεκριμένη παράσταση. Για το λόγο αυτό, πρωταγωνίστρια όρισε μία ιδιαίτερη φιγούρα, τη Σαπφώ Νοταρά, και την πλαισίωσε με νεαρούς, ικανότατους ηθοποιούς, πολλοί από τους οποίους διέγραψαν μετέπειτα σπουδαία πορεία στο θέατρο. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Χρήστος Ευθυμίου, η Μαρία Κανελλοπούλου, ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο Χάρης Ρώμας, η Ελένη Τζώρτζη αλλά και ο Κωνσταντίνος Τζούμας.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αλλά και τον Τύπο της εποχής, τα “παρατράγουδα” ξεκίνησαν ήδη από την πρεμιέρα της 17ης Οκτωβρίου, η οποία παρά τα μεγαλόπνοα σχέδια δεν κατάφερε να γίνει sold-out. Παράλληλα, στο νούμερο με τίτλο “Προυστ και 17%“, όπου η Σαπφώ Νοταρά φλέρταρε το νεαρό Κνίτη, Σπύρο Μπιμπίλα, προέκυψαν αποδοκιμασίες από το κοινό, μέρος του οποίου φώναζε “Αίσχος!” και αποχώρησε από το θέατρο στα μισά της παράστασης. Ήταν το νούμερο που προσέφερε το περισσότερο γέλιο. Ωστόσο, οι κακοτυχίες δεν σταμάτησαν εκεί. Οι αριθμοί των παραστάσεων και των προσερχόμενων θεατών ήταν αντιστρόφως ανάλογοι ήδη από τη δεύτερη παράσταση, οι αποδοκιμασίες του κοινού και η απαξιωτική κριτική του Τύπου συνεχίστηκαν τις επόμενες εβδομάδες, αρκετά σκετς κόπηκαν προκειμένου το έργο να γίνει πιο “σφιχτό”, ενώ ο θίασος έφτασε σύντομα στο σημείο να παίζει ενώπιον 40 και 50 ανθρώπων.
Το αποκορύφωμα των ατυχιών ήρθε στα μέσα του Νοέμβρη, όταν ο επιχειρηματίας του θεάτρου, αντιλαμβανόμενος πως δεν πρόκειται να έχει κανένα οικονομικό όφελος, έδωσε εντολή να μην χρησιμοποιείται θέρμανση εντός της πλατείας, με αποτέλεσμα οι ελάχιστοι θεατές να παρακολουθούν την παράσταση φορώντας παλτό, ενώ ακόμη και οι ίδιοι οι ηθοποιοί, σε ορισμένες σκηνές όπου εμφανίζονταν ημίγυμνοι, έπαιζαν τρέμοντας από το κρύο. Η ύπαρξη ορχήστρας για ζωντανή μουσική θεωρήθηκε πια πολυτέλεια και έδωσε τη θέση της στο play-back. Ακόμα και οι ηλεκτρολόγοι αποχωρούσαν στα μισά της παράστασης, κατ’ εντολήν του επιχειρηματία, αφήνοντας τους ηθοποιούς έκθετους να συνεχίσουν το έργο μόνο με τα φώτα της πλατείας!
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε κάνει τότε λόγο σε συνέντευξή του για “γκανγκστερισμό”.
«Ήταν μία κατάσταση τρομακτική, άγγιζε τα όρια του γκραν-γκινιόλ. Τέτοιος γκανγκστερισμός δεν ξέρω αν υπάρχει στο Λας Βέγκας» σχολίασε χαρακτηριστικά. Όταν, μετά το άδοξο τέλος της παράστασης, του ζητήθηκε να κάνει τον δικό του απολογισμό και να αναζητήσει τα αίτια της αποτυχίας, ο ίδιος ανέφερε: «Η ‘Πορνογραφία’ απέτυχε, γιατί δεν έλαβε υπόψιν της πως δεν υπάρχει σήμερα στην Αθήνα γνήσιος αστικός πληθυσμός, για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια, το ήθος και το επίπεδο μέσα στο οποίο κινήθηκε αυτό το θεατρικό εγχείρημα. Κι ακόμα απέτυχε, διότι θέλησε να παίξει με ευγένεια, τη στιγμή που τα μόνα παιχνίδια που ισχύουν στην πόλη αυτή, στα σπίτια και στις προσωπικές μας σχέσεις είναι το φτύσιμο, η ύβρις και η βία».
Παρά τις αρχικές φιλοδοξίες, τα όνειρα και το κλίμα ενθουσιώδους συνεργασίας μέσα στο οποίο γεννήθηκε, η “Πορνογραφία” έριξε πρόωρα αυλαία στις 8 Δεκεμβρίου του 1982. Όπως αποδείχθηκε, το καλλιτεχνικό, κοινωνικό αλλά και πολιτικό περιβάλλον της εποχής δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο της Οδού Ονείρων, ούτε διέθετε το κατάλληλο πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί ένα έργο παρόμοιου διαμετρήματος. Η “πράσινη” εποχή που είχε ανατείλει για τη χώρα δεν ήταν πια η αθώα μα καλλιτεχνικά ανήσυχη και διψασμένη εποχή των 60’s. Ίσως αυτή να ήταν και η καταλυτική λεπτομέρεια, το σημείο-κλειδί που δεν είχε εκ των προτέρων υπολογίσει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Παρ’ όλη την εμπορική της αστοχία, η “Πορνογραφία” μας άφησε αξιόλογα μουσικά κομμάτια ως παρακαταθήκη, μεταξύ των οποίων η “Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων” και το “Έλα Σε Μένα” σε πρώτη εκτέλεση από τον Βασίλη Λέκκα, αλλά και η “Παναγία Των Πατησίων” από τη Γιάννα Κατσαγιώργη. Ερμηνεία-σταθμός και αυτή της Σαπφώς Νοταρά, η οποία στο κομμάτι “Στην Οδό Του Μπλαμαντώ” απαγγέλλει στίχους από το ομώνυμο ποίημα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ σε απόδοση του Αλέξη Σολωμού.
Στην οδό του Μπλαμαντώ
έχουν στήσει τα πατάρια
και ακονίσαν τα ξινάρια
για να κόψουν τα κεφάλια.
Στην οδό του Μπλαμαντώ.
Στην οδό του Μπλαμαντώ
πάν’ οι δήμιοι στη δουλειά τους
δε σας λέω χωρατό
για να κόψουν Πατριάρχους
και Στρατάρχους και Ναυάρχους.
Στην οδό του Μπλαμαντώ.
Στην οδό του Μπλαμαντώ
φτάνουν οι κυρίες σωρό
οι λουσάτες με τα βέλο
μα τους λείπει το τσερβέλο
και μαζί και το καπέλο.
Στο ρυάκι της οδού του Μπλαμαντώ
«Πορνογραφία, είναι το υποκατάστατο της ερωτικής επικοινωνίας.
Πορνογραφία, είναι η πλαστογράφηση των λέξεων και των εννοιών.
Πορνογραφία, πραγματοποιούν τα κόμματα και οι πολιτικές παρατάξεις.
Πορνογραφία, είναι η δολοφονία του αθώου βλέμματος χιλιάδων παιδιών.
Πορνογραφία, είναι ένα παιχνίδι ευαισθησίας με λέξεις μουσική και χρώματα που περιγράφει ένα κόσμο απίθανο από τη Mairilyn Monroe ως τη Roza Luxembourg, από το Sherlock Holmes ως την Σαπφέτ Νοτερό, που περιβάλει εσάς και εμένα. τους φίλους μας και τους εχθρούς μας, τον παραλογισμό μας και τη σοφία μας.»
(σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι για την παράσταση)
Ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ της παράστασης εδώ.
Κείμενο: Γιάννης Καρακασίδης (Lavart)