Το απόγευμα του Σαββάτου έφυγε από τη ζωή η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια, Κική Δημουλά, σε ηλικία ...
89 ετών.
89 ετών.
Η σπουδαία ποιήτρια εισήχθη σε ιδιωτικό νοσοκομείο στις 2 Φεβρουαρίου με χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια και στις 12 Φεβρουαρίου, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Η σπουδαία ποιήτρια, ακαδημαϊκός και πολυβραβευμένη Κική Δημουλά, είναι γνωστή και ιδιαίτερη αγαπητή για την αναγνωρισιμότητα της ποίησης της που άνθισε στο έδαφος της καθημερινότητας, της γυναίκας, της συναισθηματικής απώλειας, της ματαίωσης.
Είναι Ελληνίδα ποιήτρια και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της ποίησης. Το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα. Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Πράγματι η ποίηση της Δημουλά ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή Χαίρε ποτέ ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλον που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.
Μέσα στον ποιητικό της χώρο, κατοικεί η ίδια περιστοιχισμένη από τα άψυχα αντικείμενα και από τις αφηρημένες έννοιες. Στις τελευταίες, δίνει υπόσταση υποκειμένων, επιτρέποντάς τους έτσι να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα. Υπάρχει, δηλαδή, κατά κανόνα μία ακινησία του ποιητικού εγώ, του μόνο έμψυχου εγκάτοικου του ποιητικού της κόσμου, και αντιστοίχως μία αέναη κινητικότητα του αφηρημένου. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης ποιητικής φωνής της.
«Ένας αυτοσχέδιος άνθρωπος είμαι, ο εαυτός μου με ανάγκασε να είμαι» είχε πει κατά την αναγόρευση της το 2015 σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ. Μιλώντας εκείνη την βραδιά με θέμα την «Πλάνη» είχε ομολογήσει ότι οφείλει σε αυτή την έννοια επειδή «είναι αυτή που κατατρόπωσε το τελεσίδικο ρήμα "Αποκλείεται", αυτή που μετατρέπει τις δύσμορφες καταστάσεις σε καλλίμορφες, αυτή που ανατρέπει τη θνητότητα όσων αγαπήσαμε».