1 Μαρ 2019

Έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι της Παρασκευής ο ηθοποιός Φαίδων Γεωργίτσης, σε ηλικία 80 ετών: Η καριέρα και η πολυτάραχη ζωή του γόη του ελληνικού κινηματογράφου


Υπήρχαν εποχές που τα κορίτσια έκαναν ουρές για να θαυμάσουν τον ωραίο του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Φαίδων Γεωργίτσης δεν ήταν...
, όμως, μόνο άλλος ένας γόης της ελληνικής showbiz, αλλά μια πολύπλευρη προσωπικότητα και ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός.




Σπουδαστής ακόμα έπαιξε στο κλασικό φιλμ του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) και έπεισε για την αξία του, κατακτώντας έτσι μια μεγάλη συνέχεια στο ελληνικό σινεμά. Πρωταγωνίστησε σε δραματικές ταινίες και μιούζικαλ, έγινε αστέρας πρώτου μεγέθους και βρήκε τη θέση του στις καρδιές του άλλου φύλου, συνδυάζοντας ταλέντο και γοητεία.

Ήταν αναπόφευκτο να του κολλήσουν το προσωνύμιο «ο Έλληνας Τζέιμς Ντιν», παρότι ο ίδιος ήταν δηλωμένος θαυμαστής του Μάρλον Μπράντο. Τελικά, το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του το έκανε σε ένα είδος στο οποίο δεν διέπρεψε κανένας από τους δύο ξένους σταρ, το μιούζικαλ και πιο συγκεκριμένα εκείνα του Γιάννη Δαλιανίδη, που για χρόνια έσπαγαν ταμεία στον κινηματογράφο.

Υποκριτικά, καθιερώθηκε μετά τη συμμετοχή του στα «Κόκκινα Φανάρια» και ξεχώρισε για το πολύπλευρο ταλέντο του στις ταινίες «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Νύχτα γάμου», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και πολλές ακόμα. 


Τα δύσκολα χρόνια 


Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1939 στη Νέα Σμύρνη και ήταν το δεύτερο παιδί ενός αξιωματικού του Ναυτικού και της μικρασιάτισσας συζύγου του. Χάνει την αδερφή του στα τρία του χρόνια, μετά από ένα θανατηφόρο δυστύχημα σε ένα γιαπί, και η τραγική απώλεια σημαδεύει την οικογένεια. Την πρώτη αυτή θλιβερή ανάμνηση ακολουθούν τα τραγικά χρόνια της Κατοχής και η πείνα. Και μετά, τα Δεκεμβριανά του 1944.

Ο Γεωργίτσης ερωτεύτηκε την υποκριτική τέχνη από πολύ μικρός, θέλησε ωστόσο να κάνει το χατίρι του αυστηρών αρχών αξιωματικού πατέρα του και μπήκε το 1956 στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Μετά από μερικούς μήνες τα παρατά όλα για να σπουδάσει ηθοποιός.

Είναι νέος, ωραίος και έχει ως καρδιοκατακτητής τα κοριτσόπουλα να τον προσφωνούν «Τζέιμς Ντιν της Ελλάδας», αν και ο ίδιος δεν εκτιμούσε καθόλου την παρομοίωση: «Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος. Είχα πει τόσα που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ, πήγα στο ‘‘Παλλάς’’ για να τον δω στα ‘‘Ανατολικά της Εδέμ’’. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο», είχε πει σε συνέντευξή του.

Ο πατέρας του τον απείλησε με αυτοκτονία για να του γυρίσει τα μυαλά, έχοντας ως πειστήριο τις δυο νοσηλείες του σε ψυχιατρική κλινική και τη γνωμάτευση των γιατρών πως είναι «άρρωστος με τα νεύρα του». «Μόλις πέρασαν έξι μήνες, δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια», έχει πει. Αφού έπαιξε για λίγο μπασκετμπολίστας στον Πανιώνιο, παίρνοντας ως αμοιβή το σορτσάκι, τη φανέλα και τα πάνινα παπούτσια, κάνει δουλειές του ποδαριού.

Ο έρωτας με μια γιατρίνα θα τον φέρει μέχρι και το Λονδίνο, με πρόσχημα ότι θα εκπαιδευτεί πιλότος: «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη. Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία». Εκεί θα περάσει ένα χρόνο και όταν το πάθος φύγει, θα επιστρέψει στην Αθήνα για να συνεχίσει να δουλεύει εδώ κι εκεί. 


Η καθοριστική στιγμή ήρθε όταν πήρε το ειδοποιητήριο για τη στράτευσή του. Θέλοντας να πάρει αναβολή, πάει στη δραματική σχολή του Καρόλου Κουν και γίνεται δεκτός. Στο Θέατρο Τέχνης δεν θα ανακαλύψει μόνο τη μεγάλη του αγάπη για το σανίδι, αλλά θα βρει και τον έρωτα, που θα γινόταν η πρώτη του σύζυγος (1967). Ο Γεωργίτσης ερωτεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Μπέτυ Αρβανίτη ήδη από την αίθουσα αναμονής για τις εξετάσεις εισαγωγής. «Με τη Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή και αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίντμπεργκ». Ένα γεγονός όμως θα απομακρύνει το ζευγάρι σε σύντομο χρονικό διάστημα: «Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη έναν γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα», εξομολογήθηκε σε παλιότερη συνέντευξή του.

Αφού ολοκλήρωσε τη σχολή του Κουν, φοίτησε σε δύο ακόμα δραματικές, του Χρήστου Βαχλιώτη και του Πέλου Κατσέλη, αλλά και στο London School of Film Technique. 


Η μεγάλη καριέρα, η τηλεόραση και τα πορνό


Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1963 στο έργο «Νεκροί χωρίς Τάφο» με τον θίασο του Λεωνίδα Τριβιζά, ενώ κατόπιν συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Κάποια στιγμή σύστησε το δικό του θίασο με την Μπέτυ Αρβανίτη, ο οποίος, όμως, δεν μακροημέρευσε.

Οι κινηματογραφικές επιτυχίες ήταν τελικά αυτές που θα τον καθιέρωναν ως αστέρι της έβδομης τέχνης αλλά και ως έναν από τους μεγαλύτερους γόηδες της εποχής. Συμπρωταγωνιστούσε με τις όμορφες νέες ηθοποιούς και φάνηκε αμέσως ότι ήρθε για να μείνει. Και στο ελληνικό θέαμα και τις καρδιές των γυναικών. Όπως της Αλίκης Βουγιουκλάκη.

«Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας». Οι γυναίκες τον φλέρταραν ανοιχτά, αλλά αυτός έψαχνε την ουσιαστική αγάπη. «Κινδύνευα να γίνω ο κύριος Βουγιουκλάκης και δεν ήθελα», σχολίασε για το σύντονο ειδύλλιό του με την εθνική σταρ.

Την πραγματική αγάπη θα τη γνωρίσει στις αρχές του ’70 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας. Ήταν η γαλλικής καταγωγής καλλονή Μπέτσι, ένα φωτομοντέλο. Οι δυο τους θα παντρευτούν την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.

Ο Γεωργίτσης ήταν συνεχώς απασχολημένος στις κινηματογραφικές και θεατρικές του υποχρεώσεις, καθώς οι προτάσεις δεν σταματούν. Δύο χρόνια μετά την παρθενική του κινηματογραφική εμφάνιση στο «Ποτέ την Κυριακή» και αφού περάσει και από τη «Φαίδρα» (1962), ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός» (1962).

Το 1963 πρωταγωνιστεί πλάι στη Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος» και την επόμενη χρονιά ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια», είναι μια αποκάλυψη για τις υποκριτικές του δυνατότητες.

Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ θα αποδώσει πλήθος πρωταγωνιστικών ρόλων σε χαρακτηριστικά μιούζικαλ του ελληνικού σινεμά, όπως στις δουλειές του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και Μάγκες» και «Μια Κυρία στα Μπουζούκια».

Μαζί με τα ανάλαφρα μιούζικαλ έρχονται και οι αξιόλογες δραματικές ταινίες, όπως «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Εκείνος κι Εκείνη» κ.λπ. Ο Γεωργίτσης έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες. 


Η κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο τον συμπαρέσυρε και αναγκάστηκε για άλλη μια φορά να βγει στη βιοπάλη: «Δεν ένιωθα μειονεκτικά ή περίεργα. Αρκούσε που είχαν γάλα τα παιδιά μου και μια σόμπα για να ζεσταίνονται». Είναι η εποχή της βιντεοκασέτας και των ερωτικών ταινιών που ορισμένοι παρεξήγησαν και κάποιοι δεν του συγχώρεσαν ποτέ.
«Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Ποτέ δεν ντράπηκα… Κάποιες από τις ταινίες αυτές είναι καλές. Πολλές φορές έβαζαν μέσα τσόντες εν αγνοία σου. Πολλές από τις τσόντες αυτές παίζονταν στους κινηματογράφους ‘‘Ροζινκλέρ’’ και ‘‘Αλάσκα’’. Όλοι έκαναν ερωτικές ταινίες τότε, η Δανδουλάκη, ο Φυσσούν, ο Λουκούργος Καλλέργης. Δεν είχαμε άλλο τρόπο να ζήσουμε. Όλο αυτό κράτησε δύο-τρία χρόνια και στο κάτω κάτω ήταν «προσκοπικές». Δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ερωτικές ταινίες του σήμερα».

Η καριέρα του διασώθηκε για δεύτερη φορά από την τηλεόραση, στις αρχές του 1990, έχοντας ήδη διαγράψει στο παρελθόν αξιόλογη πορεία στο γυαλί με συμμετοχές σε θρυλικές τηλεοπτικές σειρές, όπως ο «Γιούγκερμαν» και οι «Πανθέοι». Τώρα είναι τα σίριαλ του Νίκου Φώσκολου, «Λάμψη» και «Καλημέρα Ζωή», που μπαίνουν στη ζωή του, όπως και στη ζωή των Ελλήνων τηλεθεατών, απ’ όπου τον γνώρισε και το νεότερο κοινό.

Επέστρεψε στο σινεμά το 2008, έπειτα από απουσία 26 ετών (τελευταία ταινία του ήταν η «Κατάσκοπος Νέλλη» του 1981), ερμηνεύοντας έναν ρόλο στο φιλμ «Ο γιος του Τσάρλυ». Το 1974 δοκίμασε τις δυνάμεις του τόσο στο σενάριο και τη σκηνοθεσία όσο και την παραγωγή στις «Σατανικές ερωμένες» στην οποία και πρωταγωνιστούσε, ενώ η καριέρα του στο γυαλί μετρά είκοσι σχεδόν σίριαλ.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ζούσε στο κτήμα του στο Κορωπί, στο οποίο είχε χτίσει με τα χέρια του έναν αμφιθεατρικό χώρο («Κεκρωπία») που στέγαζε συχνά-πυκνά τόσο τις δικές του θεατρικές δουλειές όσο και άλλους θιάσους.

«Εκείνη την εποχή εμφανιζόμουν στο ‘‘Καλημέρα Zωή’’ και τη ‘‘Λάμψη’’ και έπαιρνα καλό μισθό. Αλλά τα χρήματα ανέκαθεν λειτουργούσαν για μένα σαν βαρίδια, έπρεπε να τα ξοδεύω. Δημιουργικά, όχι σε ποτά, τσιγάρα και ξενύχτια. Αν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου, θα αγοράσω μια πέτρα για να χτίσω κάτι», είχε εξηγήσει.

Στον πολιτιστικό του χώρο ανέβαζε παραστάσεις, διοργάνωνε φεστιβάλ και φιλοξενουσε παραστάσεις της αρεσκείας του τόσο ελληνικών όσο και ξένων θιάσων (όπως του ιαπωνικού θεάτρου Ιστ).

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο