Μια κουβέντα από καρδιάς με τον σπουδαίο τραγουδοποιό Κώστα Χατζή έκανε η Έμυ Ντούρου για το Docville της ...
εφημερίδας Documento.
εφημερίδας Documento.
Σας έχουν συμβεί πολλά από τότε που ήσασταν παιδί κι όμως παραμένετε εξαιρετικά ευγενής. Δεν νιώσατε ποτέ θυμό; Φυσικά και ένιωσα. Όταν ήμουν νεότερος ήμουν επιθετικός, αλλά τότε ήμουν ζαγάρι. Γιατί κοιμήθηκα στους δρόμους, σε παγκάκια, πέρασα πάρα πολύ δύσκολα. Εκείνη την εποχή είχα διαβάσει και πράγματα που αντί να με ημερέψουν με αγρίεψαν περισσότερο. Εκείνο που με έκανε να αγαπήσω τον εαυτό μου, τους συνανθρώπους μου και τη ζωή ήταν η Αγία Γραφή, η οποία είναι το προσπέκτους της ζωής, φτάνει να μην αφήνουμε να μας ερμηνεύουν οι θρησκευτικοί ηγέτες. Η ίδια η Γραφή ερμηνεύει τον εαυτό της.
Πιστεύατε πάντα στον Θεό;
Όχι.
Τι σας έκανε να πιστέψετε;
Δεν φοβόμουν ότι θα πάω στην κόλαση. Ούτως ή άλλως ήξερα ότι δεν θα πήγαινα ποτέ στον παράδεισο, εκεί πάνε μόνο οι ξανθοί. Ο πατέρας μου ήταν πολύ θρήσκος άνθρωπος. Για τα Χριστούγεννα νήστευε σαράντα μέρες και το Πάσχα πενήντα – ο Θεός βέβαια δεν θέλει από εμάς τη λατρεία μέσω της νηστείας που νομίζει πολύς κόσμος. Μια φορά λοιπόν που μπορεί να ήταν Πάσχα, εκείνος έτρωγε φασόλια. Τόλμησα και του είπα: «Πατέρα, εσύ είσαι πολύ καλός άνθρωπος, ούτε μυρμήγκι δεν πατάς, σίγουρα ο Θεός δεν θα μπορούσε να σου έχει λίγο κρέας;». και μου απάντησε: «Μη λες τέτοια λόγια, παιδί μου. Όποιον αγαπάει ο Θεός τον παιδεύει». Για πλάκα τότε εγώ του είπα: «Εγώ θα φάω». «Πώς θα φας;», με ρώτησε. «Θα κλέψω» του απάντησα. Και έγινε έξω φρενών.
Πότε αγαπήσατε το διάβασμα;
Όταν ήρθα στην Αθήνα έπρεπε να δουλεύω. Δούλεψα σε τόρνο, δούλεψα σε πρέσα, στα σκουπίδια πάνω στον Ιερόθεο και ταυτόχρονα πήγαινα σε μια σχολή μηχανικών, τον Ήφαιστο. Το υπόγειο όπου ζούσαμε εγώ με την αδελφή μου μας το νοίκιαζε μια γυναίκα η οποία καθάριζε σπίτια. Υπήρχε λοιπόν μια οικογένεια η οποία δεν ήθελε να έχει γυναίκα για υπηρέτρια για να μη φέρνει άντρες φίλους της στο σπίτι στο οποίο υπήρχαν πολύτιμα αντικείμενα. Έτσι πήραν εμένα για υπηρέτη στην πολυκατοικία που είναι στη γωνία Βερανζέρου και πλατεία Κάνιγγος, στο σπίτι της οικογένειας του αεροπαγίτη Δούνια – εκείνος δεν ζούσε πλέον. Κοιμόμουν σε ένα μακρύ στενό δωμάτιο το οποίο ήταν γεμάτο με τα βιβλία του. Εκεί διάβασα πάρα πολύ. Αλλά δεν μου έκανε και πολύ καλό. Γιατί έπειτα από αυτό το διάβασμα μουγγάθηκα.
Γιατί;
Γιατί όποτε τόλμησα να μιλήσω απέκτησα πρόβλημα. Σκεφτείτε τι βιβλιοθήκη είχε αυτός ο άνθρωπος. Έμαθα για τα πολιτικά, τα θρησκευτικά, τα στρατιωτικά συστήματα. Έτσι αυτά που έλεγα στάθηκαν για πολλούς η αφορμή να με διώχνουν. Ευτυχώς υπήρξαν και μερικοί άνθρωποι που μου έδωσαν ένα ποτήρι νερό και πέρασα την έρημο. Δεν διάβασα για να έχω γνώσεις. Διάβασα για να μπορώ να απαντήσω όταν με ρωτούσαν «γιατί έγραψες αυτό ή εκείνο». Γιατί έγραφα πράγματα που ενοχλούσαν την πολιτεία.