16 Αυγ 2018

Ενας «Ορέστης» με σπουδαία Ηλέκτρα και αδιάφορο χορό


ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ  

Ο Χρίστος Στυλιανού (Ορέστης) ερμήνευσε τον ρόλο με μεγάλη ένταση, που ήταν εις βάρος τής ...
εν γένει πολύ καλής ερμηνείας του. Αποκάλυψη της παράστασης η Ιωάννα Κολλιοπούλου (Ηλέκτρα).




Ο Ευριπίδης έγραψε τον «Ορέστη» το 408 π.Χ. Λίγους μήνες αργότερα αναχώρησε για την αυλή του Αρχελάου Α΄, την εποχή που προσπαθούσε να δώσει στη Μακεδονία τα «πολιτισμένα» χαρακτηριστικά των άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών. Ο, κατά Αριστοτέλη, τραγικότατος των ποιητών δεν ήταν νέος. Στα 72 του δύσκολα αποφασίζει κανείς ένα επικίνδυνο ταξίδι, διασχίζοντας περιοχές σε εμπόλεμη κατάσταση, για να εγκατασταθεί σ’ ένα κράτος που μόλις τότε διαμόρφωνε τις δομές του. Θέλησε να «δραπετεύσει» από την κατάσταση αποσύνθεσης που επικρατούσε στην Αθήνα, τέσσερα χρόνια πριν από την οριστική της ήττα από τους Λακεδαιμονίους;

Eβλεπε τι σήμαινε για την Αθήνα η επιστροφή του τυχοδιώκτη (αλλά σπουδαίου στις μάχες και στις πολιτικές ίντριγκες) Αλκιβιάδη και αντέδρασε στην ανήθικη φύση της Ιστορίας; Δύο χρόνια μετά, πέθανε εκεί.

Στον «Ορέστη» το τραγικό είδος έχει πλέον μεταβεί από το τελετουργικό, φορμαλιστικό παρελθόν του, σ’ ένα παρόν εξόχως πολιτικό, το οποίο χρησιμοποιεί τον μύθο για να μιλήσει ευθέως για τα μείζονα της πολιτείας τη στιγμή που συμβαίνουν.

Είναι αυτό που έχει γράψει η Ζακλίν ντε Ρομιγί: «Η μοναδική θέση του Ευριπίδη στην ιστορία του θεάτρου οφείλεται στο ότι μπόρεσε να φέρει ως την άκρη του παραλόγου ένα θέατρο του οποίου το ίδιο το πνεύμα είναι η υπερβατικότητα, και ως την άκρη του ρεαλισμού, ένα είδος που εξ ορισμού είναι το αντίθετο του ρεαλισμού» («Η νεοτερικότητα του Ευριπίδη», εκδ. Καρδαμίτσα 1997).

Είναι δυνατόν κάποιοι να χαρακτηρίζουν τον «Ορέστη» σαπουνόπερα; Παρά την πλούσια δράση και το αίσιο τέλος, η δραματουργία στηρίζεται σ’ έναν πολυεπίπεδο στοχασμό, σε αγώνες λόγων και αντιπαρατιθέμενα επιχειρήματα. Στην Αθήνα του β΄μισού του 5ου αιώνα, όταν ήκμαζε η Σοφιστική κίνηση, πολλούς απασχολούσε το ζήτημα της ρητορικής ως τέχνης της πειθούς που δίδασκαν επ’ αμοιβή οι σοφιστές.

Με δεδομένο ότι οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν μετά την επικράτηση αυτών που μιλούσαν πιο πειστικά (χωρίς να υπηρετούν απαραιτήτως την αλήθεια και το δημόσιο συμφέρον), ο Ευριπίδης έδειξε στον «Ορέστη» πόσο σχετικό είναι το δίκιο και πόσο εξαρτημένη από όρους που δεν έχουν να κάνουν με τη λογική και την ηθική είναι η λήψη σοβαρών συλλογικών/πολιτικών αποφάσεων.

Παρά τα επιχειρήματα που κατατίθενται, η ιστορία οδηγείται σε αδιέξοδο, και σε νέους φόνους, αν δεν παρενέβαινε ο Απόλλων ως από μηχανής θεός για να δώσει λύση. Η ειρωνεία στην τραγωδία του Ευριπίδη, πέρα από υφολογικό χαρακτηριστικό, αποτελεί έμμεση παραδοχή για την αποτυχία της λογικής ανάλυσης.

Μ’ ένα χιούμορ πικρό αμφισβητεί την κριτική ικανότητα και τη διορατικότητα της πόλης και του πολίτη, του συλλογικού και του ατομικού υποκειμένου, την οικογένεια, τον Θεό. Μοιάζει να πιστεύει στη δύναμη της νέας γενιάς, ίσως και στην καθαρτήρια δύναμη της βίας του νέου που προσπαθεί να γεννηθεί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συχνά με πολλά θύματα, η ζωή συνεχίζεται. Απελπισία. Το Νέο. Μακεδονία.

Ο «Ορέστης» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Αναστασάκης, ήταν μία πολύ καθαρή ανάγνωση του έργου που βασίστηκε στην πιστή και ταυτόχρονα ελεύθερη απόδοση του Γιώργου Μπλάνα. Πώς γίνεται αυτό; Οντας ο ίδιος ποιητής, ο Μπλάνας διαχειρίστηκε ποιητικά το πρωτότυπο, προσθέτοντας στίχους με τους οποίους εξηγεί, αναλύει και ερμηνεύει τους πρωτότυπους, παραμένοντας ταυτόχρονα –ποιητικώ τω τρόπω– πιστός στο πνεύμα του. Για παράδειγμα, οι 7 στίχοι με τους οποίους απαντά η Ηλέκτρα για πρώτη φορά στην Ελένη (81-87), γίνονται 17 από τον Μπλάνα. Κι όμως, νιώθεις να ρέει ο λόγος, χωρίς εσωτερικές αντιστάσεις, σαφής και ποιητικός την ίδια στιγμή, γραμμένος για να ακουστεί. Πράγματι «μιλήθηκε» θαυμάσια από τους ηθοποιούς που ήταν με ελάχιστες αντιρρήσεις εξαιρετικοί. Eνας σοβαρός λόγος ήταν ότι, χωρίς να χάσουν τον δραματικό τόνο, ανέδειξαν την κωμικότητα της ευριπίδειας ειρωνείας. Αναφέρομαι στον Κώστα Σαντά στον ρόλο του Τυνδάρεω, τον Χριστόδουλο Στυλιανού ως Μενέλαο, τον Χρήστο Στέργιογλου στον ρόλο του Φρύγα, τον Νικόλα Μαραγκόπουλο ως Αγγελιοφόρο. Από τις άστοχες επιλογές της σκηνοθεσίας ήταν ο τρόπος που απέδωσε η Δάφνη Λαμπρόγιαννη την Ελένη – γιατί το σχήμα της ντίβας, και όχι μιας αληθινής γυναίκας, ωραίας, φιλάρεσκης, εγωπαθούς και ανόητης;

Δύσκολος ο ρόλος του Ορέστη αφού είναι σε ακραία συγκινησιακή φόρτιση αλλά αποδυναμωμένος από το κυνήγι των Ερινύων. Ο Χρίστος Στυλιανού ερμήνευσε τον ρόλο με μεγάλη ένταση, που ήταν εις βάρος της εν γένει πολύ καλής ερμηνείας του. Αναλόγως απέδωσε τον Πυλάδη και ο Δημήτρης Μορφακίδης.

Αποκάλυψη της παράστασης για μένα ήταν η Ιωάννα Κολλιοπούλου. Είχα πολύ καιρό να δω μία ηθοποιό, μία Ηλέκτρα στην Επίδαυρο, με τέτοια δύναμη και αμεσότητα, με ευαισθησία και σκληρότητα, με αίσθηση του τραγικού αλλά και της κωμικής ρήξης. Eναν αληθινό, παλλόμενο άνθρωπο, που δίνει στον λόγο σώμα και φωνή.


Σπουδαία.

Κάποιες αστοχίες, ωστόσο, δεν έλειψαν. Πρώτα απ’ όλα ο Χορός, το δύσκολο σημείο κάθε σύγχρονης παράστασης τραγωδίας. Εδώ, αδιάφορη η παρουσία του. Και η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν βοήθησε τις ηθοποιούς στα χορικά. Τα κοστούμια και το σκηνικό του Γιάννη Θαβώρη μου φάνηκαν ανέμπνευστα. Το σπίτι με την όμορφη, βαριά μεταλλική πόρτα γιατί έπρεπε να έχει σκαλωσιές και είδη οικοδομής τριγύρω; Ο οίκος των Ατρειδών καταρρέει, δεν ανακαινίζεται.

Τέλος, δεν λειτούργησε κατά τη γνώμη μου καλά η ιδέα του από μηχανής θεού (Δημοσθένης Παπαδόπουλος) στο επάνω διάζωμα. Πολλοί από τους θεατές έπρεπε να ψάχνουν προς τα πίσω και πάνω για να τον δουν. Ο από μηχανής θεός ως δραματουργικό στοιχείο είναι θέαμα δηλωτικό απορίας (και απόγνωσης). Ως τέτοιο ανήκει στη σκηνή, όχι στις κερκίδες.
© Provided by kathimerini.gr

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο