«Η αγάπη μπορεί να πηγάζει από τη φιλία, να έχει ρομαντικό χαρακτήρα ή να επιβάλλεται από το καθήκον. ...
Ποταμοί αίματος έχουν χυθεί για τον ορισμό της αγάπης, για το αν προέχει, ας πούμε, η αγάπη για την πατρίδα ή η προσωπική αγάπη.
Ποταμοί αίματος έχουν χυθεί για τον ορισμό της αγάπης, για το αν προέχει, ας πούμε, η αγάπη για την πατρίδα ή η προσωπική αγάπη.
Μπορεί να σώσει η αγάπη; Σίγουρα όχι, όπως δεν μπορεί να σώσει και η φιλία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως πρέπει να πάψουμε να προσπαθούμε. Ξέρουμε πως είναι μάταιο και πως δεν έχει νόημα, αλλά συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για την αγάπη. Και συνεχίζουμε επειδή δεν έχουμε σταματήσει να ελπίζουμε. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγαλύτερη ανθρωπιά μας». Αυτά τόνισε, μεταξύ άλλων, η Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος Χάνια Γιαναγκιχάρα (Hanya Gianagihara) κατά τη διάρκεια της συζήτησης που είχε στις 4/6 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση με τον συγγραφέα Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη.
Έχοντας φτάσει στην τελική λίστα των υποψηφίων για ορισμένες από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές διακρίσεις σε αμερικανικό και διεθνές επίπεδο (National Book Award, Man Booker Prize), η Γιαναγκιχάρα, που γεννήθηκε το 1974 στο Λος 'Αντζελες και μεγάλωσε στη Χαβάη, έχει εργαστεί στο περιοδικό «Conde Nast Traveller» και τώρα δουλεύει στο «The New York Times Style Magazine».
Το μυθιστόρημά της «The People in the Trees» συμπεριελήφθη μεταξύ των καλύτερων εκδόσεων του 2013, αλλά το μυθιστόρημα το οποίο την καθιέρωσε είναι το «Λίγη ζωή», που κυκλοφόρησε το 2016 σε μετάφραση Μαρίας Ξυλούρη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τέσσερις φίλοι και συμφοιτητές μετακομίζουν, μετά την αποφοίτησή τους, στη Νέα Υόρκη για να φτιάξουν τη ζωή τους με μοναδικό στήριγμα τη φιλία τους και τις φιλοδοξίες τους: ο ευγενής, ωραίος Γουίλεμ, επίδοξος ηθοποιός, ο Τζέι Μπι, ζωγράφος από το Μπρούκλιν, που προσπαθεί να κατακτήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο, ο Μάλκολμ, αρχιτέκτονας, και ο Τζουντ - ο ιδιοφυής και αινιγματικός Τζουντ, που κυριαρχεί στην αφήγηση, αντιπροσωπεύοντας τον σημαντικότερο χαρακτήρα της. Εξαιρετικά προικισμένος δικηγόρος, αλλά και ένας άνθρωπος με το σώμα και τον νου του σημαδεμένα από τους τρόμους της παιδικής του ηλικίας.
«Στο πρώτο μου μυθιστόρημα χρειάστηκα πολλά επιστημονικά στοιχεία κι έκανα μεγάλη έρευνα» παρατήρησε στην ομιλία της στη Στέγη η Γιαναγκιχάρα: «Έρευνα έκανα και για το δεύτερο βιβλίο μου, αλλά εδώ λειτουργεί περισσότερο ένα είδος εσωτερικής ώθησης. Τα έργα της σύγχρονης μυθοπλασίας φροντίζουν να κρατήσουν απόσταση από τα συναισθήματα. Εγώ είμαι πιο παραδοσιακή. Γράφω για μια μικρή ομάδα ανθρώπων σε έναν μικρό κόσμο και για πρόσωπα που δυσκολεύονται να εκφραστούν. Θα έλεγα πως ο λόγος μου δεν έχει τίποτε το ειρωνικό ενώ στην πλοκή δεν υπάρχει επίσης χάσμα γενεών. Η κάθε γενιά διεκδικεί διαφορετικά πράγματα και υπό αυτή την έννοια είμαι και πάλι κάπως παλαιική. Το βασικό μου θέμα είναι ο Τζουντ και το πώς χρησιμοποιεί τα ξυραφάκια που διαθέτει για να αυτοτιμωρηθεί. Και, σύμφωνοι, πράγματι αυτοτιμωρείται, από την άλλη ωστόσο μεριά κατορθώνει να ελέγξει και να προσδιορίσει το σώμα του. Ο εθισμός είναι σε κάθε περίπτωση ασθένεια, με τη διαφορά πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα να καταστρέψει το σώμα του. Ο Τζουντ διεκδικεί το δικαίωμα της αυτοκαταστροφής και έτσι κερδίζει την αυτονομία του».
Το «Λίγη ζωή» είναι και ένας τρόπος για να δοθούν απαντήσεις στη μνήμη. Όπως σημείωσε η Γιαναγκιχάρα: «Το πώς αντιμετωπίζει μια κοινωνία το παρελθόν της είναι απολύτως κρίσιμο και στο μυθιστόρημά μου το παρελθόν εισβάλλει από παντού. Το παρελθόν, η ιστορία και η μνήμη παρεισδύουν σε όλα τα επίπεδα της αφήγησης ενώ η δράση είναι πιθανόν να θυμίζει Ντίκενς, με πολλές περίεργες και παράξενες συμπτώσεις, όπως και με το κεντρικό της μοτίβο, που είναι το πώς υπερσυμπιέζεται η ζωή σε ένα μικροσκοπικό σύμπαν. Ζωή παρόλα αυτά η οποία κατακλύζεται από τη βία, μια βία που έχει μετατραπεί σε φετίχ. Όσο για τη λογοτεχνική απεικόνιση της βίας, έχει ένα πολύ άμεσο αποτέλεσμα για τον αναγνώστη, διεισδύοντας μέσα του σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από,τι συμβαίνει με τις κινηματογραφικές εικόνες. Και θα πρέπει να συμπληρώσω πως ένα τέτοιο βιβλίο θα μπορούσε να έχει μόνο τη Νέα Υόρκη ως κέντρο του με την οποία και διατηρώ μια σχέση αγάπης-μίσους».