Στα τέλη της δεκαετίας το ’90, ο Rice εργαζόταν σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, όπου καθημερινά ...
συνομιλούσε για ώρες με αγνώστους, προσπαθώντας να τους πουλήσει δάνεια και ασφάλειες.
συνομιλούσε για ώρες με αγνώστους, προσπαθώντας να τους πουλήσει δάνεια και ασφάλειες.
Μια συνηθισμένη καλοκαιρινή ημέρα κάλεσε τυχαία έναν αριθμό, ζήτησε να μιλήσει με τον άνδρα του σπιτιού και, παρόλο που εκείνος έλειπε, ο Rice δεν έκλεισε το τηλέφωνο, όπως προέβλεπε το πρωτόκολλο.
Συνέχισε να κουβεντιάζει με τη γλυκιά γυναικεία φωνή της άλλης γραμμής για περισσότερο από μία ώρα. Η συζήτηση δεν περιστράφηκε γύρω από τα οικονομικά, αλλά γύρω από πιο προσωπικά θέματα.
Ένιωσε ότι γνώρισε την «αδελφή ψυχή» του στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου.
Συνεχίζοντας τα τηλεφωνήματα για περίπου ένα μήνα και παρότι δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπο με το οποίο συνομιλούσε, ένιωθε πλέον πολύ οικεία και άρχισε να ερωτεύεται τη γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής.
Μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, αυτή σταμάτησε να απαντά στο τηλέφωνο. Ο Rice επέμενε να την καλεί, αλλά δεν λάμβανε απόκριση.
Η αποκάλυψη
Δεν έμεινε αδρανής. Βρήκε τη διεύθυνση του σπιτιού της από τον τηλεφωνικό κατάλογο και αποφάσισε να πάει να τη συναντήσει για πρώτη φορά και να μάθει τι είχε συμβεί.
Όταν έφτασε, κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους της αυλής της και περίμενε. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και άκουσε τη γνωστή φωνή να χαιρετά μια πολύ μεγαλύτερη της σε ηλικία, αποκαλώντας τη «μαμά».
Εμβρόντητος είδε ένα κοριτσάκι 16 χρόνων με τη σχολική του ενδυμασία («The pupil in denial», «Η μαθήτρια σε άρνηση») να ξεπροβάλλει από την είσοδο.
Την κοιτούσε σοκαρισμένος, μη μπορώντας να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της («I can’t take my eyes off you»).
Τότε, συνειδητοποίησε πως η γυναίκα με την οποία συνομιλούσε ήταν μια μαθήτρια, η οποία όλο αυτό το διάστημα βρισκόταν στις διακοπές της και, τώρα που ξεκινούσε το σχολείο, απλώς είχε σταματήσει να απαντά στα τηλεφωνήματά του.
Ένιωσε πως είχε χρησιμοποιηθεί ως ένα απλό καλοκαιρινό παιχνίδι που πλέον ήταν άχρηστο. Συγκλονισμένος από αυτή την εξέλιξη και μην τολμώντας να πει κάπου το περιστατικό, έγραψε το «Blower’s Daughter».
Ήταν ο τρόπος του να ξεχάσει και να ξεπεράσει το γεγονός: «We’ ll both forget the breeze/Most of the time»(«Και οι δυο θα ξεχάσουμε το αεράκι/Τις περισσότερες στιγμές).
Γιατί όμως «Blower’s Daughter»;
Η λέξη «blower» στην αγγλική αργκό σημαίνει τηλέφωνο. Ο πρόδρομος του τηλεφώνου ήταν ένας σωλήνας, στον οποίο, για να ξεκινήσεις να μιλάς, έπρεπε να φυσήξεις.
Από τότε, έμεινε στους Βρετανούς να αποκαλούν το τηλέφωνο «φυσητήρα». Ουσιαστικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως η μετάφραση του τίτλου του τραγουδιού είναι «η κόρη του τηλεφώνου».