να αρχίσει να βαδίζει, να βγει έξω από το σπίτι.
Να πάει μια βόλτα στην Καλαμαριά, στην γειτονιά του, να δει κόσμο χωρίς να είναι καθηλωμένος, να κάνει τα παιδιά να γελάσουν.
Ήθελε αλλά δεν μπορούσε, κι’ αυτό το «δεν μπορούσε» στάθηκε η αρχή για την τελευταία αυλαία στην ζωή του δικού μας Λένι Μπρους, του «βρωμόστομου» όπως έλεγαν οι συντηρητικοί Αμερικάνοι, τον κορυφαίο αυτό κωμικό.
Γιατί αυτό ήταν ο Χάρρυ Κλυνν. Ήταν ο δικός μας «βρωμόστομος», αυτό που δεν άφηνε τίποτε να πέσει κάτω, όταν έβγαινε με ένα μικρόφωνο στο θέατρο, σε μια μπουάτ, ή στην πίστα ενός νυχτερινού κέντρου.
Σάρωνε τα πάντα με ένα δηλητηριώδες χιούμορ, τσακίζοντας τον νεοέλληνα και τις υπερβολές του, χωρίς να υπολογίζει τίποτε.
Έβαζε στο μπλέντερ του τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και όποιον άλλο του είχε δώσει το δικαίωμα και τους «πυροβολούσε» κατά ριπάς.
Μόνο όταν τελείωνε το νούμερό του ή την εμφάνισή του γινόταν ξανά ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, ένας Πόντιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμαριά την δεκαετία του ’40.
Τότε που μικρό παιδάκι μπορεί και να τουρτούριζε μέσα στην σκηνή που έμενε με τους γονείς του, σε ένα προσφυγικό γκέτο όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος χρόνια αργότερα.
«Τα σπίτια ήταν ανύπαρκτα, μιας και η καλή μεριά της Καλαμαριάς ήταν η χειρότερη της Θεσσαλονίκης, η άγονη, που άρχιζε από τις παλιές αποθήκες και έφτανε στο τέλος της Γεωργικής σχολής. Θάλαμοι ήτανε τα σπίτια μας και αντίσκηνα».
Σε ένα τέτοιο αντίσκηνο θα μείνει για δυο χρόνια αφού το σπίτι που έμεναν ήταν φτιαγμένο με τούβλα που παρασκευάζονταν από αλμυρό νερό, τα οποία έλιωσαν.
Έλιωσαν όπως ο μικρός Βασίλης «έλιωνε» τα πόδια του σε δουλειές για να φέρει ένα κομμάτι ψωμί κι αυτός στο σπίτι σε ηλικία έξι ετών, τότε που δεν είχε κανείς ρεύμα στην Καλαμαριά.
Νερό έπιναν και χρησιμοποιούσαν όλοι από μια βρύση που υπήρχε στη γειτονιά, χειμώνα-καλοκαίρι, σε εποχές που η φράση «ζεστό μπάνιο» σήμαινε την ύψιστη πολυτέλεια.
Μεγαλώνοντας δεν είχε πρότυπα. Φρόντιζε όμως να μπορεί να πηγαίνει σε ένα θερινό σινεμά της περιοχής τον «Θερμαϊκό» και να βλέπει τον Χοντρό και τον Λιγνό, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και μετέπειτα τον Τζέρι Λιούις.
Έναν κωμικό που λάτρεψε, έστω κι αν ο ίδιος δεν σκεπτόταν να γίνει ηθοποιός, παρόλο που ήταν ένα αυτοδίδακτο τεράστιο ταλέντο.
Μιμούνταν καταπληκτικά ηθοποιούς κάνοντας φίλους και γνωστούς να ξεσπούν σε τρελά γέλια και χρειάστηκε να τον πείσει ο Γιώργος Οικονομίδης για να κατέβει στην Αθήνα και να δοκιμάσει την τύχη του.
Η Χαρίκλεια και οι κλωτσιές!
Σπουδάζει στην δραματική σχολή του Κατσέλη και παράλληλα ξεκινάει εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της εποχής, όμως η μοίρα του έχει αποφασίσει να του δείξει τον δρόμος της ξενιτιάς.
Για δύο εμφανίσεις βρέθηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά και έκατσε μια δεκαετία, εντρυφώντας στην standup comedy με την αιχμηρή γλώσσα.
Εκεί άρχισε να γράφει σατιρικά κείμενα, εκεί ταξίδεψε στις ΗΠΑ, εκεί παντρεύτηκε μια μέρα στο Σικάγο την γυναίκα της ζωής του, την Χαρίκλεια.
Αυτή που πρωταγωνίστησε ουκ ολίγες φορές σε κείμενά του επί σκηνής, όπου μόλις έβλεπε μια νέα και όμορφη κοπέλα, έλεγε στο κοινό ότι θα γυρίσει σπίτι να πλακώσει την Χαρίκλεια στις κλωτσιές!
«Με την Χαρίκλεια μετά από τριάντα χρόνια γάμου έχουμε πλέον βρει την χρυσή τομή. Βγαίνουμε δύο φορές απαραίτητα έξω την εβδομάδα, αυτή την Τετάρτη κι εγώ το Σάββατο» έλεγε κάνοντας τον κόσμο να κλαίει από τα γέλια.
Στο θέατρο ήταν ακόμη πιο αθυρόστομος, σε ρόλους που ήταν κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα του, είτε ως τσιγγάνος είτε ως Τραμπάκουλας.
Τον θυμάμαι στο «Άλσος» ως τσιγγάνο να παίρνει μέρος σε ένα αλήστου μνήμης «Ραντεβού στα τυφλά» μαζί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Σωτήρη Μουστάκα.
Οικοδέσποινα η Βάσια Τριφύλλη και στον ρόλο της τυχερής που θα διάλεγε έναν από τους τρεις η Ελένη Γερασιμίδου.
Επί μιάμιση ώρα ο Κλυνν συνεπικουρούμενος από τους άλλους δύο «σάρωνε» την σκηνή προκαλώντας υστερικά γέλια στο κοινό.
Ήταν πια σταρ, πρώτο όνομα, οι δίσκοι του σάρωναν και οι πειρατικές του κασέτες από κέντρα όπου εμφανιζόταν ακουγόντουσαν από μεγάλες παρέες σε σπίτια.
Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν πια ο οδοστρωτήρας που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του, έγινε όπως είπαν και έγραψαν κάποιοι μια γραφική φιγούρα.
Ζωγράφιζε πιο πολύ, έγραφε ποιήματα και κάποιες φορές εμφανιζόταν για να μιλήσει περί πολιτικής και άλλων καινών δαιμονίων της ελληνικής πραγματικότητας.
Στην πραγματικότητα της δικής του ζωής, ο Χάρρυ Κλυν βίωσε την απώλεια του γιου του Νίκου, την οποία ουσιαστικά δεν ξεπέρασε ποτέ.
Από χθες τον βρήκε, πιθανότατα μαζί με τον Λένι Μπρους και άλλους «βρομόστομους» που τον περίμεναν στον δικό τους παράδεισο.
Αυτόν, όπου το γέλιο από χοντροκομμένες πλάκες και πικρές αλήθειες της ζωής δεν σταματάει ποτέ…