Με αφορμή το ανέβασμα από το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, γυρίζουμε πίσω στο περιστατικό που στάθηκε αφετηρία για το έργο ....
του γάλλου συγγραφέα.
του γάλλου συγγραφέα.
Οι αδελφές Κριστίν και Λέα Παπέν, εσωτερικές υπηρέτριες σε ένα σπίτι στη μικρή πόλη Λε Μαν της Γαλλίας καταδικάστηκαν για τη δολοφονία της κυρίας και της κόρης της, στις 2 Φεβρουαρίου του 1933.
Η Κριστίν (1905-1935) και η Λέα (1911-2001) γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε ένα μικρό χωριό στα νότια του Λε Μαν. Ο πατέρας τους ήταν αλκοολικός και η μητέρα τις εγκατέλειψε νωρίς -είχαν και μια μεγαλύτερη αδελφή, την Αιμίλια. Πέρασαν την παιδική τους ηλικία μπαινοβγαίνοντας σε ιδρύματα και καθώς μεγάλωναν άρχισαν να εργάζονται μαζί ως υπηρέτριες, επιζητώντας να μείνουν αχώριστες.
Γύρω στο 1926 τους προσέλαβε ο κύριος Ρενέ Λανσελέν, για να φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά του -τη σύζυγο και την κόρη του. Οι αδελφές Παπέν ήταν ήσυχες και καλές στη δουλειά τους. Το μόνον που ήθελαν ήταν να μοιράζονται τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που τους απέμενε.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1933 ο κύριος Λανσελέν ήταν καλεσμένος για δείπνο σε ένα φιλικό σπίτι, μαζί με τη σύζυγο και την κόρη τους. Εκείνος πήγε στο κάλεσμα αμέσως μετά τη δουλειά, αλλά οι δύο γυναίκες της οικογένειας δεν έφτασαν ποτέ. Ανήσυχος επέστρεψε στο σπίτι να τις αναζητήσει, αλλά βρήκε την πόρτα κλειδωμένη από μέσα. Πρόσεξε όμως ότι ένα κερί έκαιγε στο δωμάτιο των δύο υπηρετριών. Ειδοποίησε την αστυνομία και όταν έσπασαν την πόρτα και βρέθηκαν μέσα στο σπίτι, το θέαμα που αντίκρυσαν ήταν ανατριχιαστικό: Μάνα και κόρη, δολοφονημένες, αγνώριστες από την κακοποίηση, με βγαλμένα τα μάτια….
Παραδίπλα, στο δωμάτιό τους, ξαπλωμένες και γυμνές στο κρεβάτι, μαζί, οι αδελφές Παπέν, παραδέχθηκαν την ενοχή τους -ούτε που διανοήθηκαν να αρνηθούν το έγκλημά τους ή να το σκάσουν. Ενα μαχαίρι κουζίνας, ένα σφυρί και μια τσαγιέρα ήταν τα φονικά αντικείμενα που βρέθηκαν στον χώρο. Δεν επικαλέστηκαν κανένα ελαφρυντικό και το μόνο που ζήτησαν ήταν να μοιραστούν το ίδιο κελί -τελικά φυλακίστηκαν χωριστά.
Στο δικαστήριο, η Κριστίν ήταν εκείνη που κρίθηκε ως ιθύνων νους και καταδικτηκε σε θάνατο -λίγο αργότερα η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια, αλλά πολύ σύντομα πέθανε, έχοντας χάσει πλήρως τα λογικά της. Η Λέα καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κράτησης -τα οποία έγιναν τελικά οκτώ. Το 1943 αποφυλακίστηκε και εγκαταστάθηκε στη Νάντη, όπου ζούσε η μητέρα της, και δούλεψε ως καθαρίστρια σε ξενοδοχεία.
Ειπώθηκε ότι πέθανε το 1982, αλλά το 2000 αποδείχθηκε ότι ήταν ακόμα ζωντανή, όταν ένας γάλλος κινηματογραφιστής, ο Κλοντ Βεντούρα, την εντόπισε σε ένα ίδρυμα, ημιπαράλυτη. Ο Βεντούρα που ετοίμαζε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Αναζητώντας τις αδελφές Παπέν» ισχυρίστηκε ότι μίλησε μαζί της και ότι τελικά η Λέα Παπέν πέθανε το 2001.
Από τη ζωή, στη σκηνή....
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄40, ο Ζαν Ζενέ, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στο Μαρόκο, διάβασε τυχαία σε ένα αστυνομικό περιοδικό για την υπόθεση των αδελφών Παπέν. Ηταν η εποχή που έγραφε το καινούργιο του θεατρικό έργο. Η επίδραση μοιάζει καθοριστική, αν και ο ίδιος, αργότερα, προσπαθούσε να τη μειώσει. «Δεν πρόκειται για ένα έργο που θέλει να υπερασπιστεί τη μοίρα της τάξης των υπηρετών. Υπάρχει συνδικάτο που ασχολείται με τα ζητήματα αυτών των ανθρώπων. Πρόκειται για μια αλληγορική ιστορία…», έλεγε.
Στις «Δούλες» του, η Κλαιρ και η Σολάνζ, ονειρεύονται να σκοτώσουν την Κυρία τους (Μαντάμ), και καθώς δεν καταφέρνουν να τη δηλητηριάσουν, αποφασίζουν, εν τη απουσία της, να παίξουν ένα παιχνίδι: Αλλάζοντας ρόλους και κοστούμια θα γίνουν η Κυρία και η άλλη δούλα, ώστε να σκοτώσουν, έστω κι έτσι, την εικόνα της Κυρίας... Καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου τις παρακολουθούμε να τη μισούν και να την θαυμάζουν, να ζηλεύουν τη ζωή της, τον άνδρα της, τα ρούχα και τις πολυτέλειες που διαθέτει.
Στη σύντομη και καταιγιστική της εμφάνιση στο έργο, η Κυρία επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο της και φεύγει αφήνοντάς τες μετέωρες και απελπισμένες. Φοβισμένες και ανεπαρκείς, θα ολοκληρώσουν το παιχνίδι τους: Η Κλαιρ, ντυμένη Κυρία, πίνει το δηλητηριασμένο τίλιο που προοριζόταν για εκείνη, επιτρέποντας στη Σολάνζ να αναλάβει τον ρόλο της φόνισσας. Ετσι, πιστεύουν ότι θα δικαιωθούν, δικαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τις δούλες όλων των εποχών….
Γράφοντας τις «Δούλες» ο Ζενέ αναζητούσε την προσωπική του δικαίωση, μπερδεύοντας συστηματικά το ψέμα με την αλήθεια -κάτι που έκανε και στη ζωή του. Με αυτό το παιχνίδι των μεταμορφώσεων και του «θεάτρου εν θεάτρω» καταφέρνει τελικά να παρασύρει τον θεατή στην πλάνη του, και να τον φέρει ενώπιος ενωπίω με μεγάλες και διαχρονικές αλήθειες.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 19 Απριλίου του 1947 στο θεάτρο Ατενέ, στο Παρίσι. Το κοινό δεν έδειξε να απολαμβάνει τις «Δούλες». Ωστόσο κάποιοι από τους κριτικούς μίλησαν για ένα «καινούργιο θεατρικό στυλ». Το έργο έμελλε να αποτέλεσει σταθμό στην πορεία του Ζαν Ζενέ, αυτού του «μπάσταρδου της ζωής και της τέχνης» που ήθελε να δικαιώσει τους απόκληρους και τους περιθωριακούς κάθε λογής.
«Δούλες», η επιστροφή
Πενήντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης (σεζόν 1967-1968), οι «Δούλες» επιστρέφουν στο Υπόγειο του Κουν. Τότε σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου τους ρόλους ερμήνευσαν η Ρένη Πιττακή, η Μαρίνα Γεωργίου και η Εκάλη Σώκου.
Στις 22 Φεβρουαρίου, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, Μαριάννα Κάλμπαρη, που μετέφρασε το έργο του Ζαν Ζενέ, και το σκηνοθετεί, θα ερμηνεύσει την Κυρία μαζί με τις «δούλες» Κάτια Γέρου και Κωνσταντίνα Τακάλου.
Ανάμεσα σ΄αυτά τα πενήντα χρόνια οι «Δούλες» παίζοντα συχνά στις αθηναϊκές σκηνές- ενδεικτικά αναφέρονται οι παραστάσεις του Κοραή Δαμάτη (Εθνικό Θέατρο, 1991), του Λευτέρη Βογιατζή (Θέατρο Οδού Κυκλάδων, 2005), του Μπρους Μάγιερς (Εθνικό Θέατρο, 2015)
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Υπόγειο
Πρεμιέρα 22 Φεβρουαρίου
Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή (20.00), Πέμπτη - Σάββατο (21.15).