Το θεατρικό έργο του Ρόναλντ Χάργουντ παρουσιάζεται στην Β' Σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, στην Κυψέλη ...
Ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του εικοστού αιώνα, που εστιάζει στον κόσμο του θεάτρου και τους ανθρώπους του, παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στην δεύτερη σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Ο Μανώλης Δούνιας, που έχει θητεύσει σκηνοθετικά δίπλα στους Δημήτρη Μαυρίκιο, Αιμίλιο Χειλάκη και Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ανεβάζει τον «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ.
Το έργο σκιαγραφεί την ιδιόμορφη και αρκετά περίπλοκη σχέση του Σερ, ενός σαιξπηρικού ηθοποιού που τα καλύτερά χρόνια της καριέρας του είναι πια παρελθόν και του Νόρμαν, του αφοσιωμένου αμπιγιέρ του. Παράλληλα φωτίζει με χιούμορ και τρυφερότητα όλα αυτά που συμβαίνουν στα παρασκήνια του θεάτρου. Στο ρόλο του Σερ ο Αλέξανδρος Μυλωνάς και του Αμπιγιέρ ο Μάνος Βακούσης.
Μιλήσαμε με τον Μανώλη Δούνια για τον τρόπο που προσέγγισε αυτό το κλασικό πλέον έργο, για τη σχέση των δύο κεντρικών χαρακτήρων, για τον θεατρικό μικρόκοσμο και πώς αυτός μας αφορά όλους.
«Ο Αμπιγιέρ» είναι ένα κλασικό έργο. Τι είναι αυτό που σε τράβηξε στο συγκεκριμένο θεατρικό;
«O Αμπιγιέρ» είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφτεί για τον κόσμο του θεάτρου και τους ανθρώπους του. Παρότι γράφτηκε μόλις το 1980 θεωρείται κλασικό, γιατί πετυχαίνει να φωτίσει τις δραματικές στιγμές που αντιμετωπίζουν οι ηθοποιοί αντιμέτωποι με τους ρόλους τους, αλλά ταυτόχρονα δίνει στον θεατή την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξει μέσα από την κλειδαρότρυπα των παρασκηνίων και να γίνει μάρτυρας των κωμικοτραγικών καταστάσεων που συμβαίνουν στις κουίντες, εν ώρα παράστασης.
-Πότε «συναντηθήκατε» για πρώτη φορά;
Πρωτογνώρισα το έργο από την κινηματογραφική εκδοχή του 1983 με τον Albert Finney και τον Tom Courtenay και είχα δει και την πιο πρόσφατη τηλεοπτική εκδοχή με τον Ian McKellen και τον Anthony Hopkins και ήξερα ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του έργου επαφίεται στους ηθοποιούς που υποδύονται τους κεντρικούς ρόλους του Σερ και του Νόρμαν. Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος Μυλωνάς και ο Μάνος Βακούσης μου πρότειναν να το σκηνοθετήσω δέχθηκα αμέσως, καθώς ήξερα πόσο καλή χημεία έχουν μεταξύ τους και πόσο εξαιρετικοί ηθοποιοί είναι. Αυτό που με ενδιέφερε επίσης στο έργο ήταν να εξερευνήσουμε τον ρόλο του θεάτρου σε μια εποχή έντονης κρίσης και ανησυχίας, όπου ο κοινωνικός ιστός είναι διαρρηγμένος. Η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον οποίο διαδραματίζεται ο «Αμπιγιέρ», μπορεί να έχει αρκετές διαφορές με το σήμερα, και στις δυο όμως περιπτώσεις οι καλλιτέχνες καλούνται να επιβιώσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους και την καλλιτεχνική τους ακεραιότητα.
-Πώς το προσέγγισες σκηνοθετικά;
Ήταν τεράστια πρόκληση για μένα να πρέπει να αφηγηθώ μια τέτοια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σ’ ένα μεγάλο θέατρο, σε τρεις μάλιστα διαφορετικούς χώρους του θεάτρου αυτού, σε έναν μικρό αλλά ζεστό και φιλόξενο χώρο όπως είναι η Β΄ σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας. «Ο Αμπιγιέρ» όμως είναι ένα τόσο ωραίο κείμενο που μπορεί να σταθεί είτε σε μεγάλο είτε σε μικρό χώρο, καθώς αυτό που τελικά μένει στον θεατή είναι οι σχέσεις των ηρώων και η αλήθεια τους. Και τελικά όσο πιο κοντά βρίσκεται ο θεατής στους ηθοποιούς, τόσο πιο μαγική γίνεται η ατμόσφαιρα.
-Πώς κινηθήκατε λοιπόν;
Προσπαθήσαμε να τονίσουμε το παιχνίδι μεταξύ παράστασης και πραγματικότητας από έναν ήρωα που ολοένα χάνεται στα δυσδιάκριτα όρια ρόλου-ηθοποιού. Ταυτόχρονα σπάσαμε την γραμμικότητα της αφήγησης και προσθέσαμε ένα παράλληλο σύμπαν όπου ο Νόρμαν ως αφηγητής πλέον θυμάται και ξαναζεί όσα συνέβησαν την συγκεκριμένη μέρα που διαδραματίζεται «Ο Αμπιγιέρ», γεγονότα που τον σημάδεψαν για πάντα. Ένα άλλο στοιχείο που με ενδιέφερε ήταν να αναδείξω τις ομοιότητες που έχει η σχέση Νόρμαν-Σερ με τη σχέση των θεατρικών προσώπων Βασιλιά Λιρ – Τρελός, τον ρόλο δηλαδή που καλείται να υποδυθεί για άλλη μια φορά ο Σερ και τον ρόλο που θα ήθελε να υποδυθεί, αν είχε το κουράγιο, ο Νόρμαν.
-Πώς θα περιέγραφες τη σχέση τους; Ποια είναι η συγκολλητική της ουσία;
Η σχέση τους είναι μια σχέση αλληλεξάρτησης, ανομολόγητων απωθημένων και ανεκπλήρωτης αγάπης. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια ιστορία για τη φιλία, την αφοσίωση, τη φιλοδοξία και τα προδομένα όνειρα. Ο Νόρμαν και ο Σερ είναι δυο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους που όμως και οι δυο ζουν και αναπνέουν από τη μυρωδιά του θεατρικού σανιδιού. Είναι δυο άνθρωποι που για δεκαέξι χρόνια, μοιράζονται όλες τις στιγμές, τις χαρές, τις λύπες, τις απογοητεύσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, την αγωνία, το άγχος και τους φόβους ο ένας του άλλου, χωρίς βέβαια να λείπει η αλληλεπίδραση αγάπης – μίσους και ζήλιας – φθόνου στη σχέση τους. Είναι όμως για πάντα ενωμένοι με τα δεσμά του θεάτρου. Ο Σερ νιώθει υποχρεωμένος να μεταλαμπαδεύσει στο κοινό τον αριστουργηματικό λόγο του Σαίξπηρ, αδιαφορώντας για την ψυχική και σωματική του υγεία. Δίπλα του ο φύλακας-άγγελος Νόρμαν ξέρει ακριβώς πώς να τον χειριστεί έτσι ώστε να τον οδηγήσει για άλλη μια φορά στην σκηνή, να βγει άλλη μια παράσταση, να ακουστεί για άλλη μια φορά το χειροκρότημα του κοινού, που είναι η ηθική ανταμοιβή και των δυο τους.
-Το έργο είναι ταυτόχρονα κωμικό και δραματικό, αστείο και σκληρό. Πόσο εύκολο ήταν για σένα να χτίσεις αυτή την ισορροπία; Ποια ήταν η πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσεις;
Ομολογουμένως η ισορροπία αυτή ήταν κατεξοχήν το στοίχημα το οποίο πρέπει να κερδηθεί. Ο «Αμπιγιέρ» είναι ένα έργο που πράγματι ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, που έχει δραματικά κρεσέντο αλλά και στιγμές που θυμίζουν εξαιρετικές φάρσες όπως «Το Σώσε (Noises Off)». Είναι ένα έργο με ένα δραματικό πυρήνα γεμάτο με την προσωπική απελπισία του κάθε χαρακτήρα, με ήρωες καταρρακωμένους που εκτός από τις προσωπικές τους δυσκολίες αντιμετωπίζουν και τις δυσκολίες μιας κοινωνίας σε εμπόλεμη κατάσταση χωρίς όμως ποτέ να χάνουν το χιούμορ τους. Με την πρόσφατη εμπειρία μου σε έργα που επίσης ακροβατούσαν ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, όπως «Ο Θεός της Σφαγής» και ο «Αύγουστος», ήξερα ότι έπρεπε να υπάρχει ένας συνεχής και γρήγορος ρυθμός έτσι ώστε η δραματικότητα της κατάστασης των ηρώων να μην βγαίνει από μεγάλες παύσεις και ότι έπρεπε να μην φοβηθούμε αλλά αντίθετα να επενδύσουμε στην κωμική φλέβα του κειμένου. Μόνο έτσι θα μπορούσε να βγει στη σκηνή κάτι αληθινό που να ακροβατεί το δράμα με την κωμωδία όπως άλλωστε συμβαίνει και στην ίδια την ζωή.
-Ως άνθρωπο του θεάτρου αυτή η σχέση σε αγγίζει, σε αφορά;
Φυσικά και με αφορά, όπως πιστεύω ότι αφορά και κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα με το αν δραστηριοποιείται στον χώρο του θεάτρου ή όχι. Γιατί η σχέση Σερ-Νόρμαν είναι πρωτίστως μια βαθιά ανθρώπινη σχέση, που κρύβει πολλή αλήθεια. Άλλωστε ο «Αμπιγιέρ» βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, στην σχέση του συγγραφέα με τον ηθοποιό Sir Donald Wolfit. O Ronald Harwood υπήρξε ο αμπιγιέρ του Wolfit για πολλά χρόνια, ενώ εκείνος περιόδευε τα θέατρα της επαρχιακής Αγγλίας. Ενώ ο χαρακτήρας του Sir είναι βασισμένος στον Wolfit, o χαρακτήρας του Νόρμαν, σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, δεν είναι βασισμένος στον ίδιο αλλά στον αμπιγιέρ του επίσης μεγάλου ηθοποιού της εποχής Paul Scofield. Ακόμα και ο Sir Arthur Palgrove, η «Νέμεσις» του Sir, λέγεται πως ήταν βασισμένος στον ηθοποιό John Gielgud. Όλα αυτά τα στοιχεία, όπως και πολλά άλλα που αφορούν τις προλήψεις και την διαδικασία προετοιμασίας των ηθοποιών πριν την παράσταση, συγκινούν όχι μόνο τους ανθρώπους του θεάτρου αλλά και τους ανθρώπους που αγαπούν το θέατρο, τους ίδιους τους θεατές, καθώς o «Αμπιγιέρ» είναι στην ουσία μια ερωτική επιστολή στο ίδιο το θέατρο.
-Πώς κρίνεις εσύ αυτό τον μικρόκοσμο; Τι αποκαλύπτει σε όσους τον παρατηρούν απέξω;
Ο μικρόκοσμος του θεάτρου είναι ένα μικρό βασίλειο, ένα μικρό Κάμελοτ. Αποτελείται από ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους που όμως έχουν ένα κοινό στόχο, να δημιουργήσουν όλοι μαζί κάτι που τους αφορά, τους ενδιαφέρει, τους συγκινεί ή τους ιντριγκάρει. Πριν ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο, φανταζόμουν αυτόν τον μικρόκοσμο ως έναν χώρο όπου οι προσωπικές κόντρες, αντιζηλίες και φιλοδοξίες θα βρίσκονταν σε πρώτο πλάνο, αυτήν άλλωστε είναι μια γενική αίσθηση σε όσους παρατηρούν απέξω τον κόσμο του θεάτρου. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν φορές που η προσπάθεια να βγει ένα καλό αποτέλεσμα προκαλεί διαφωνίες και συγκρούσεις, πρέπει να ομολογήσω ότι ο χώρος αυτός αποδείχθηκε πολύ πιο «αγαπησιάρικος» και ουσιαστικός απ’ ότι φανταζόμουν. Είχα την ευκαιρία να ζήσω αυτόν τον υπέροχο «μικρόκοσμο» μέσα από διάφορα πόστα: του σκηνοθέτη, του μεταφραστή, του συν-σκηνοθέτη, του βοηθού σκηνοθέτη, του δραματουργού, ακόμα και του ηθοποιού. Αυτό που πάντα μου έμενε από όλες μου τις συνεργασίες ήταν οι συναντήσεις με ταλαντούχους ανθρώπους που θαύμαζα: με σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ο Αιμίλιος Χειλάκης, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, η Αλίκη Δανέζη Knutsen και άλλους πολλούς συντελεστές και ηθοποιούς με τους οποίους είχα μια εξαιρετική σχέση εντός και εκτός θεατρικής σκηνής και που με έκαναν να εκτιμήσω και να αγαπήσω αυτόν τον «μικρόκοσμο».
-Απέχει τόσο πολύ τελικά ο κόσμος του θεάτρου από τον υπόλοιπο κόσμο;
Με έναν τρόπο η ενασχόληση με το θέατρο είναι μια είδους απόδραση από τον υπόλοιπο, τον «έξω» κόσμο. Άλλωστε αν δεν απείχε τόσο πολύ γιατί να πασχίζουν τόσοι άνθρωποι να αποδράσουν από την πραγματικότητα και γίνουν μέρος του, παρά τις δυσκολίες, τις απογοητεύσεις και τις πενιχρές οικονομικές απολαβές;
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Εύα Γεωργουσοπούλου
Σκηνοθεσία: Μανώλης Δούνιας
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χανδρά
Φωτογραφίες-trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Ερμηνεύουν: Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μάνος Βακούσης, Άννυ Λούλου, Ευγενία Αποστόλου, Νίκος Καλαμό, Δημήτρης Μαργαρίτης
Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας: Κεφαλληνίας 18 Κυψέλη
Πληροφορίες – κρατήσεις: 2114117878 (νέο τηλέφωνο επικοινωνίας)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Έως 6 Φεβρουαρίου
Δευτέρα 21.00, Τρίτη 21.00, Κυριακή 17.00