Ο Σωτήρης Χατζάκης επιστρέφει στη σκηνή μετά από 17 χρόνια ως ηθοποιός με το “Ημερολόγιο ενός Τρελού” αφήνοντας πίσω του...
κόντρες, διενέξεις και μια μεγάλη διευθυντική θητεία στα δυο κορυφαία θέατρα της χώρας -θέματα για τα οποία δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά
κόντρες, διενέξεις και μια μεγάλη διευθυντική θητεία στα δυο κορυφαία θέατρα της χώρας -θέματα για τα οποία δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά
Τίνα Μανδηλαρά
Ύστερα από 17 ολόκληρα χρόνια ο Σωτήρης Χατζάκης επιστρέφει στη θεατρική σκηνή αφήνοντας πίσω του ένα σπουδαίο σκηνοθετικό έργο, διαφορετικές διευθυντικές θέσεις με μακρά θητεία στα δυο μεγαλύτερα θέατρα της χώρας -ΚΘΒΕ και Εθνικό Θέατρο-και μια μεγάλη αντιπαλότητα με τον τότε Υφυπουργό Πολιτισμού κ. Νίκο Ξυδάκη και με τους συνδικαλιστές. Ξαναβρήκε όμως τη δυνατότητα να μπορεί πλέον να χαράζει ελεύθερα τις επόμενες κινήσεις του. Τον συναντάμε στην όμορφη ταράτσα του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννης ανάμεσα σε εντατικές πρόβες για την παράσταση “Το ημερολόγιο ενός Τρελού” που κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 30 Οκτώβρη, ευτυχή που δουλεύει πάνω σε ένα έργο πρώτης γραμμής όπως αυτό του Γκόγκολ: ενθουσιασμένος μιλάει μεγαλόφωνα, καπνίζει κουβανέζικα πουράκια, μου απαγγέλλει Ερωτόκριτο, τσιτάρει αποσπάσματα από όλη τη ρωσική λογοτεχνία και δηλώνει αμετανόητα κρητικός-στην ψυχή και στο αίμα. Δεν θα μπορούσε να αρχίσει διαφορετικά η συζήτησή μας.
-Πώς γίνεται και ένας κουζουλός Κρητικός με το όνομα Σωτήρης Χατζάκης να επιλέγει το “Ημερολόγιο ενός Τρελού”;
Κατ' αρχάς ας ξεκινήσουμε από τον πρωταγωνιστή, έναν δημόσιο υπάλληλο που έχει καταφέρει μόλις να ανέλθει στην 9η βαθμίδα της κλίμακας των δημοσίων υπαλλήλων -ένα είδος δηλαδή κατώτατου υπάλληλου, κλητήρα- είναι κλειστός σαν χαρακτήρας και με χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά διαθέτει μια εξαιρετική ικανότητα διείσδυσης και διήθησης στην κοινωνική δομή: “πολλές φορές θέλησα να καταλάβω αυτές τις διαφορές” λέει χαρακτηριστικά καθώς δέχεται διάφορες πιέσεις από τμηματάρχες, ανέχεται τη διαπλοκή και τις ίντριγκες ενώ παράλληλα πρέπει να υποστεί την φτώχεια σε μια βρωμερή Αγία Πετρούπολη. Και τότε αποφασίζει να διεκδικήσει τον έρωτα “που είναι μια δεύτερη ζωή” και έτσι ερωτεύεται παράφορα την κόρη του διευθυντή νομίζοντας ότι και εκείνη ανταποκρίνεται ενώ στην πραγματικότητα τον απορρίπτει. Ύστερα, επομένως, από όλες αυτές τις πιέσεις που δέχεται, καταφεύγει στον “μεγαλειώδη του εαυτό”. Πρόκειται για ψυχιατρικό όρο που αντιστοιχεί στο άνοιγμα της ψύχωσης και σύμφωνα με τον Ματθαίο Γιωσαφάτ τον οποίο συμβουλεύτηκα για την παράσταση, η ορολογία οφείλεται στη βρεφική κατάθλιψη και στη σχέση με τη μητέρα. Όταν, λοιπόν, η ψύχωση ανοίγει, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και ο ίδιος φτάνει να νομίζει ότι είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας και μάλιστα συμπεριφέρεται με την ευγένεια, το κύρος και τη θεσμική επάρκεια ενός βασιλέα. Ακόμα και όταν τον κλείνουν στο άσυλο νομίζει ότι βρίσκεται στην Ισπανία και τα βασανιστήρια που υφίσταται τα εκλαμβάνει ως μαρτύρια που αναφέρονται σε ιπποτικά εθιμικά. Στο τέλος βέβαια επιστρέφει στη μητέρα του και στην αγκαλιά της-επιστρέφει, κατά κάποιον τρόπο, στη μήτρα. Ο Καζαντζάκης αναφέρει κάπου στην 'Ιστορία της Ρούσικης Λογοτεχνίας' ότι ο ήρωας αυτός του Γκόγκολ είναι 'αβάσταχτα κωμικός'-γι αυτό και εμείς στις πρόβες γελάμε και το ίδιο νομίζω θα γελάσουν και οι θεατές. Είναι μεγάλο όπλο η κωμωδία και η μόνη που δεν αντέχει τη στασιμότητα και την εγκατάσταση-είναι μια μολότοφ στο χώρο της ευταξίας.
-Οπότε με τον Γκόγκολ ο Χατζάκης ρίχνει τη δική του μολότοφ;
Επιστρέφοντας στη σκηνή μετά από 17 χρόνια ως ηθοποιός προσδοκώ να επανασυστηθούμε και να επαναστατήσουμε μέσα από αυτά τα σπουδαία λογοτεχνικά κείμενα. Η αλήθεια είναι πως διακινδύνευσα πολλά δουλεύοντας σε διευθυντικές θέσεις στα κρατικά θέατρα-και δεν μιλάω τόσο σε επίπεδο θεσμικό αλλά εσωτερικό: έθεσα σε κίνδυνο το σώμα μου, έχασα τις πανάρχαιες αρχές που υπάρχουν στο σώμα αφού όταν εισέρχεσαι στο θεσμό νεκρώνονται τα πάντα από την υπερπροσπάθεια και τις άπειρες εργατοώρες. Το κυριότερο όμως είναι ότι απομακρύνθηκα από τα θέλω μου και τα πιστεύω μου γιατί εφόσον ανέλαβα σε περίοδο κρίσης έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στην αισθητική απόλαυση και τη ζωή των εργαζομένων: γι'αυτό και ποτέ δεν διακινδύνευσα εισάγοντας πειραματικές παραστάσεις στις μεγάλες σκηνές αλλά στις μικρότερες. Τι αλήθεια θα συνέβαινε αν ακολουθούσα αυτά που διάβαζα και αγαπούσα την περίοδο εκείνη: περσική ποίηση, Γκουρτζίεφ, Σάρα Κέιν και Κολτέζ για τη μεγάλη σκηνή; Τι θα σήμαινε αυτό για το σύνολο των εργαζομένων; απλώς 120 εργαζόμενοι λιγότεροι. Η απόσχιση από την κοινωνία αποκαλύπτει έναν αδιανόητο αμοραλισμό και δεν μπορείς να μην τη λάβεις υπόψη. Απλώς στην περίπτωσή μου υπερτίμησα τις δυνάμεις μου, παρασύρθηκα από τη συμπάθειά μου στον συνδικαλισμό και λησμόνησα πως πρόκειται για μια ανίκητη παθογένεια που υπονομεύει κάθε προσπάθεια εξέλιξης και ανάπτυξης.
-Θεωρείτε ότι υπήρξατε θύμα της δεδομένης πολιτικής συγκυρίας ;
Μάλλον είμαι γουντιαλλενική περίπτωση: όντας Αριστερός με πατέρα Μακρονησιώτη που δεν έκανε δήλωση και μητέρα Επονίτισσα βρέθηκα εκτός από Αριστερούς. Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι αυτό ήταν υπόθεση ενός κόμματος αλλά ότι απλώς ένας άνθρωπος της κυβέρνησης λειτούργησε υπερβολικά. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι το συγκεκριμένο περιστατικό ή η συγκεκριμένη πολιτική αλλά συνολικότερο. Έχει να κάνει με τη θεατρική ή τη δημοσιογραφική κοινότητα όπου επικρατεί ένα είδος σωτηριολογικού ρατσισμού από όλους όσοι δεν δέχτηκαν ποτέ στην Επίδαυρο ένα Σακελλάριο, μια Αυλωνίτου ή Ψαθά. Κάποτε μου είχε γράψει κάποιος επικρίνοντας την επιλογή του συγκεκριμένου έργου για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας ότι “η Μαντάμ Σουσού ήταν μίασμα για το Κρατικό” ξεχνώντας προφανώς ότι είναι ένα έργο που γράφτηκε για τον Βεάκη. Αλλά δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι: από τη μια τις σωτηριολογικές αναγνώσεις και από την άλλη τις λαικιστικές -όχι λαικές- προσεγγίσεις που παρατηρούμε στα επιφανειακά ανεβάσματα. Και αναρωτιέμαι: δεν υπάρχουν σοβαροί εκπρόσωποι και από τις δυο πλευρές; Είναι καιρός νομίζω να τα βρούμε εμείς στο χώρο του θεάτρου γιατί υπάρχει πολύ δηλητήριο και τοξικότητα και να συγχωρεθούμε -με την έννοια του να κάνουμε πέρα για να χωρέσουμε όλοι. Μπορείς να κάνεις ταυτόχρονα Γκόγκολ και λαϊκό θέατρο αν γνωρίζεις και σέβεσαι τους κανόνες. Πιστεύω ότι αυτό είναι το κριτήριο: η σοβαρότητα και η αντίληψη των κανόνων.
-Κατά πόσο μπορεί κανείς να είναι πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης σε ένα τόσο περίβλεπτο έργο όπως “Το Ημερολόγιο ενός Τρελού” και ταυτόχρονα να δίνει το ρυθμό σε μιούζικαλ όπως το Cabaret (σ.σ. θα ανέβει στο Παλλάς);
Ευτυχώς δεν συμπίπτουν αυτά τα δύο αν και σε κάθε θέαμα υπάρχουν κανόνες και πρέπει να τους λάβεις υπόψη και να τους ξέρεις. Όταν σου δίνουν ένα θέατρο 1500 θέσεων και σε ρωτάνε αν μπορείς να οργανώσεις ένα μεγάλο θέαμα που να αντιστοιχεί σε τόσους θεατές, καλείσαι να ανταποκριθείς σε ένα μεγάλο αίτημα και σε μια πολυδάπανη παραγωγή όπου εμπλέκεται πολύς κόσμος: από ταμίες και προμηθευτές μέχρι ηθοποιούς και συγκεκριμένους ερμηνευτές. Γιατί τα δικαιώματα που έρχονται από την Αμερική θέτουν συγκεκριμένα κριτήρια και στο παρελθόν έχουν απορρίψει παραστάσεις επειδή δεν ενέκριναν τις φωνές: γι αυτό και η συγκεκριμένη επιλογή πρέπει να είναι μία τραγουδίστρια όπως η Τάμτα την οποία θα στελεχώσεις με μια πλειάδα ανθρώπων-τον Νούσια ή τον Ζησάκη. Όλοι μαζί, επομένως. που εμπλεκόμαστε σε αυτό το εγχείρημα έχουμε συμφωνήσει να κρατήσουμε την αισθητική υποδοχή ώστε να μπορέσει να βγει η παραγωγή. Γιατί αν αυτό δεν συμβεί και αποθαρρυνθεί ο παραγωγός, θα χάσει τη δουλειά του ο επόμενος θίασος και αυτό θα είναι εις βάρος όλων. Δεν χάνω επομένως την γραμμή σε όλα αυτά που θα με οδηγήσει από το Ημερολόγιο στο Καμπαρέ και στη συνέχεια στον Σοστακόβιτς-στο Τελευταίο Μάθημα που θα ανέβει στο Μέγαρο.
-Πάντοτε, αλήθεια, αναζητούσατε πράγματα που σας ξεπερνούν;
Πάντοτε έψαχνα πράγματα που με συγκινούν -ώστε να με κινούν προς κάτι στην τέχνη. Είναι κάτι σαν χρέος, γιατί οφείλεις να μετατοπίζεσαι εσωτερικά και πρακτικά. Αν η τέχνη δεν μπορεί να ασκήσει τέτοια ενέργεια μέσα σου, τότε γιατί την κάνεις; γιατί την ασκείς; Δεν μπορούμε να περνάμε από τον Αισχύλο στον Μπέκετ και να είμαστε ίδιοι. Και αυτό που φοβάμαι πιο πολύ είναι μήπως παραμείνω στάσιμος ή αλλάξω και δεν το πάρω πρέφα. Δεν φοβάμαι τα τανκς αλλά τον ύπουλο εχθρό, την εγκατάσταση, το ροκάνισμα της συνείδησης, την οικείωση με την εξουσία. Όπως έγραφα κάποτε με ψευδώνυμο στο Πριν και την Αυγή -και το αποκαλύπτω για πρώτη φορά εδώ- “Το να έχεις ελευθερία επιλογής δεν σημαίνει ότι επιλέγεις την ελευθερία σου”.
Info: “Το ημερολόγιο ενός τρελού” του Νικολάι Γκόγκολ,
Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης,
Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου,
Θεατρική διασκευή – Σκηνοθεσία - Ερμηνεία: Σωτήρης Χατζάκης,