Την Κυριακή 22 Οκτωβρίου από τις 10:00 έως τις 18:00 το Μουσείο Μπενάκη υποδέχεται μικρούς και μεγάλους στο «πυργόσπιτο» της...
λεωφόρου Ποσειδώνος 14, για να γιορτάσουν το άνοιγμα του Μουσείου Παιχνιδιών.
λεωφόρου Ποσειδώνος 14, για να γιορτάσουν το άνοιγμα του Μουσείου Παιχνιδιών.
Μία θεατρική κούκλα, έργο του σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου και το ξύλινο αλογάκι που δώρισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον αγαπημένο του εγγονό Λευτεράκη, θα υποδέχονται το κοινό από τις 22 Οκτωβρίου, στην είσοδο του νέου Μουσείου Παιχνιδιών του Μουσείου Μπενάκη, στο Παλαιό Φάληρο, που φιλοδοξεί να γίνει ένας αγαπημένος προορισμός παιδιών και ενηλίκων.
«Δεν περίμενα ότι θα έφτανε αυτή η μέρα. Ύστερα από 25 χρόνια πορείας με πολλές καλές, αλλά και δύσκολες στιγμές, σήμερα κλείνει για μένα ένας κύκλος» είπε φανερά συγκινημένη, στη σημερινή παρουσίαση, η Μαρία Αργυριάδη, η πλούσια και σημαντική συλλογή παιχνιδιών της οποίας, βρήκε στέγη στο νέο Μουσείο.
Συλλέκτρια, ερευνήτρια, μελετήτρια και συντηρήτρια παιχνιδιών, η Μαρία Αργυριάδη ξεκίνησε να συλλέγει κούκλες και παιχνίδια από το 1970. «Σημαντική στιγμή ήταν για μένα, όταν γύρω στο 1970, ξημερώματα Σαββάτου προς Κυριακή, στις 3 η ώρα, με το λιγοστό φως του φεγγαριού και έναν φακό, πρωτοείδα μια μικρή αρκούδα. Την αγόρασα από τον γυρολόγο και την πήρα στα χέρια μου. Ήταν μια μικρή, κίτρινη αρκούδα μαδημένη, ταλαιπωρημένη, κομμένη με ψαλίδι σε μία μεριά, απ' όπου ξεπεταγόταν το άχυρο. Το ένα της πόδι κρεμόταν, έτοιμο να κοπεί και της έλειπε το ένα μάτι. Καθώς την κοιτούσα θυμήθηκα τη δική μου αρκούδα και αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν κάποιοι να τις πετάνε κάποια στιγμή αφρόντιστες στα σκουπίδια. Την κράτησα και από τότε ξεκίνησα να μαζεύω παλιά παιχνίδια» ανέφερε.
Σήμερα, η συλλογή της αριθμεί πάνω από 20.000 παιχνίδια και αντικείμενα σχετικά με την παιδική ηλικία και συγκαταλέγεται στις δέκα καλύτερες της Ευρώπης. «Την δώρισα στο Μουσείο Μπενάκη το 1991 όταν κατάλαβα ότι οι τελικοί αποδέκτες θα έπρεπε να είναι τα παιδιά» είπε η Μαρία Αργυριάδη.
Αφιερωμένο στην παιδική ηλικία, το Μουσείο Παιχνιδιών, έχει ως στόχο τη μελέτη, την προβολή και την παρουσίαση όλων των εκφράσεων και πτυχών του θέματος «Παιδί και Παιχνίδι», ενώ παράλληλα αφηγείται με τρόπο ευρηματικό την καθημερινή ζωή των παιδιών από τον 17ο αιώνα έως τις μέρες μας.
Η συλλογή του αποτελείται από περίπου 20.000 παιχνίδια, βιβλία, έντυπα, ρουχισμό και αντικείμενα της παιδικής ηλικίας, προερχόμενα από τον ελλαδικό χώρο και την ευρύτερη περιφέρεια του Ελληνισμού, καθώς και από την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και την Ασία. Στην έκθεση παρουσιάζονται 3.000 από αυτά.
Η ενότητα της ελληνικής συλλογής περιλαμβάνει βρεφικά και παιδικά αντικείμενα και άλλα αντικείμενα από τους αρχαίους έως τους νεώτερους χρόνους, όπως χειροποίητα παραδοσιακά παιχνίδια και αντικείμενα του 18ου-20ού αι., λαϊκά πανηγυριώτικα και τα αστικά εμπορικά παιχνίδια του 20ού αι., επιτραπέζια παιχνίδια, καθώς και ομαδικά παιχνίδια δρόμου και παιδικά έθιμα.
Ξεχωριστό σύνολο αποτελούν τα χειροποίητα παιχνίδια, που έφτιαξαν τα μέλη των Κ.Α.Π.Η. (Κέντρων Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων), αναβιώσεις αυτών που έπαιζαν ως παιδιά.
Στην ενότητα της ευρωπαϊκής συλλογής συγκαταλέγονται παιχνίδια αγοριών και κοριτσιών, αστικά και λαϊκά, που χρονολογούνται από τον 18ο έως τον 20ό αι. και προέρχονται κυρίως από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, καθώς και από τις ευρωπαϊκές κούκλες του 19ου και 20ού αι. με φορεσιές από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Βιβλία-μελέτες σε ό,τι αφορά το «Παιδί και το Παιχνίδι», σχετικό αρχειακό υλικό, φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, στοιχεία για Έλληνες κατασκευαστές παιχνιδιών, 3.000 βιβλία παιδικής λογοτεχνίας και εκπαίδευσης ή γενικά πληροφοριακά, συμπληρώνουν τη συλλογή και συνθέτουν μια εξειδικευμένη βιβλιοθήκη για κάθε ενδιαφερόμενο.
Λίγα λόγια για το κτίριο
Το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών στεγάζεται σε εκλεκτικιστικό κτήριο του τέλους του 19ου αιώνα. Δωρίθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 1976 από τη Βέρα Κουλούρα σύμφωνα με την επιθυμία του συζύγου της Αθανάσιου Κουλούρα.
Ο Πύργος του Μουσείου Παιχνιδιών, που παραπέμπει από μόνος του σε παραμύθι, χτίστηκε μεταξύ 1897-1900 και η αρχιτεκτονική του μορφολογία περιέχει κυρίως στοιχεία γοτθικού ρυθμού με αναφορές στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, αλλά και στοιχεία μπαρόκ και art nouveau στις εσωτερικές οροφογραφίες και τοιχογραφίες.
Το κτήριο κρίθηκε διατηρητέο με απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ το 1997. Η αποκατάσταση και αναστύλωσή του εντάχθηκε με σχετικό αίτημα στο Υπουργείο Πολιτισμού τον Ιούλιο του 2011, στο έργο που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Αττική 2007-2013 του ΕΣΠΑ και συγχρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.