Η μεγάλη κυρία του θεάτρου και του πανιού που θα γινόταν θρύλος του σινεμά δίπλα στον...
Λογοθετίδη στην αξιομνημόνευτη «Δεσποινίς ετών 39» ήταν πάντα πολλά περισσότερα από μια ηρωίδα του κινηματογράφου.
Λογοθετίδη στην αξιομνημόνευτη «Δεσποινίς ετών 39» ήταν πάντα πολλά περισσότερα από μια ηρωίδα του κινηματογράφου.
Πέρα από τη σημαντική παρουσία της τόσο στη σκηνή και το πανί όσο και στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, η Στεφανίδου ήταν προπάντων ένας άνθρωπος που σε χρόνια δύσκολα για τη γυναίκα βούτηξε τη ζωή από τα μαλλιά παίρνοντας τη μοίρα της στα δικά της χέρια.
Την ώρα που ο κόσμος τη θαύμαζε για την κοκεταρία της στις δημόσιες εμφανίσεις της και εκτιμούσε το εντελώς ανοιχτό μυαλό της στις συνεντεύξεις της, η ίδια ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά κουλτούρα και πνευματική καλλιέργεια, αλλά και βιτριολικό χιούμορ φυσικά που δεν μπορούσε να κρυφτεί!
«Ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος, πολύ μορφωμένη, καθώς έζησε και στο Παρίσι. Χαιρόσουν να κάνεις παρέα με τη Σμάρω, επειδή είχες να μάθεις και να πάρεις πολλά από αυτή τη γυναίκα», θυμόταν χαρακτηριστικά για την καλή της φίλη η Δέσποινα Στυλιανοπούλου.
Η Στεφανίδου ήταν ένας σωστός ογκόλιθος του νεοελληνικού θεάτρου και οι παραστάσεις της παρέμειναν μυθικές για το σανίδι του τόπου μας. Την πρωτόβγαλε άλλωστε η Κοτοπούλη και μετά έγινε σταθερή παρτενέρ του Λογοθετίδη, πριν μετρήσει μισό περίπου αιώνα στο σανίδι και συνεργασίας που κόβουν την ανάσα. Όταν έπαιξε μάλιστα την Εκάβη στις ιστορικές και από κάθε άποψη ξεχωριστές «Τρωάδες» που είχε ανεβάσει ο μεγάλος Γιάννης Τσαρούχης, όλοι παραμιλούσαν για τη συγκλονιστική ερμηνεία της!
Το νεότερο κοινό θα τη γνώριζε και θα την εκτιμούσε από την επαφή του με τη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά. Ποιος μπορεί να την ξεχάσει ως ανύπαντρη αδερφή του Λογοθετίδη στη γλυκόπικρη ηθογραφία «Δεσποινίς ετών 39» (1954), εκεί που ο φουκαράς ο αδερφός κάνει τα πάντα για να την παντρέψει; Ή ως παλαβιάρα πεθερά του Κωνσταντάρα στη μοναδική κωμωδία «Ο τρελός τα 'χει 400» (1968);
Τον είχε πάντα τον τρόπο της η Στεφανίδου να παίζει τη χειριστική μητέρα και πεθερά ή την καταπιεστική σύζυγο και είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε αρκετές φορές στη μεγάλη οθόνη. Πίσω όμως από τον κωμικά τυραννικό χαρακτήρα του πανιού, κρυβόταν ένα σωστό αντράκι της ζωής, μια γυναίκα που έκανε τη δακτυλογράφο για να σπουδάσει λάθρα υποκριτική και μεγάλωνε μόνη την κόρη της, καθώς χήρεψε νωρίς-νωρίς.
Ως αγωνίστρια της ζωής αλλά και ως μια από τις μεγάλες κυρίες των καλλιτεχνικών πραγμάτων της χώρας μας έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας πίσω της δυσαναπλήρωτο κενό…
Πρώτα χρόνια
Η Σμάρω Στεφανίδου γεννιέται στις 4 Σεπτεμβρίου 1913 στην Αθήνα μέσα σε οικογένεια μικρασιατικής καταγωγής (Καππαδοκία και Καισαρεία). Η πολυμελής φαμίλια εγκαθίσταται στον Βοτανικό και η μικρή ζει φτωχικά παιδικά χρόνια με τους γονείς και τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια της.
Ιδιαιτέρως επιμελής ως μαθήτρια και γερή στα γράμματα, μαθαίνει ξένες γλώσσες και πιάνο από παιδί, την ώρα που φοιτά στις καλόγριες. Το υποκριτικό μικρόβιο το κόλλησε από παιδί, παίζοντας απαραιτήτως στις σχολικές παραστάσεις αλλά και στο υπόγειο του σπιτιού της, για εκλεκτούς φίλους και συγγενείς!
Θεατρίνα δεν ήθελε φυσικά να τη δει κανείς, κι έτσι η Σμάρω δίνει εξετάσεις και περνά στην Εμπορική Σχολή, φέρνοντας την περηφάνεια στην ανατολίτικη φαμίλια. Δεν ξεχνά φυσικά την αγάπη της για το θέατρο, κι έτσι παίρνει πάντα μέρος στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας της Σχολής, κάνοντας όλους να αναγνωρίζουν το άπλετο ταλέντο της.
Ένας καθηγητής της τη συμβούλευσε μάλιστα να παίξει θέατρο επαγγελματικά και η Σμάρω δεν έχασε τον χρόνο της. Παρά το γεγονός ότι περνά στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δεν μπορεί να βροντοφωνάξει την επιτυχία της. Κρατά αντιθέτως μυστικό τη φοίτησή της και πιάνει μάλιστα και δουλειά ως δακτυλογράφος για να πληρώνει τα δίδακτρα.
Καλή σε όλα καθώς ήταν, τελειώνει και την Εμπορική Σχολή και το Εθνικό. Στις τελικές εξετάσεις μάλιστα στην υποκριτική, παίρνει τη γενναία απόφαση να καλέσει τους γονείς της.
Δεν χάρηκαν σίγουρα, εκτίμησαν όμως το ταλέντο της θεατρίνας κόρης τους…
Με το που βγάζει το Εθνικό το 1937, την ανακαλύπτει νωρίς-νωρίς η Κοτοπούλη, κι έτσι η νεαρά ενζενί θα βρεθεί να παίζει σε έναν από τους καλύτερους αθηναϊκούς θιάσους. Κλείνοντας προφανώς πολλά στόματα. Δίπλα στη Μαρίκα θα περάσει τα τρία επόμενα χρόνια, κατακτώντας τόσο το κοινό όσο και την αναγνώριση της μεγάλης θεατρίνας, η οποία όταν αρρώσταινε έχριζε τη νεαρά αντικαταστάτριά της στην παράσταση, καθώς την εμπιστευόταν με τα μάτια κλειστά.
Αφού ανέβει στη σκηνή και με μερικά ακόμα ιερά τέρατα του τόπου μας, από την Κατερίνα Ανδρεάδη (1940-1942) και το Θέατρο Τέχνης (1942-1944) ως τον Χορν, τον Κωνσταντάρα και τον Γκιωνάκη, το 1952 θα έρθει η συνεργασία που θα σφραγίσει το πρώτο αυτό μέρος της θεατρικής της πορείας: μπαίνει στην επαγγελματική ζωή της ο μεγάλος Βασίλης Λογοθετίδης!
Στεφανίδου και Λογοθετίδης θα παίξουν πλάι-πλάι μέχρι το 1960 και τον θάνατο του κορυφαίου μας κωμικού, αφήνοντας παρακαταθήκη θεατρικές επιτυχίες-σταθμούς, που αρκετές θα βρουν τον δρόμο ως το σινεμά.
Η Σμάρω συγκλονίστηκε από τον θάνατο του μόνιμου παρτενέρ της, για τον οποίο θυμόταν: «Παίζαμε, αν δεν απατώμαι, ένα έργο του Τζαβέλα, ‘‘Η γυνή να φοβήται τον άντρα’’, ήταν η τελευταία παράσταση νομίζω, ή η προτελευταία, και πήγα εκεί, και βγαίνει η ταμίας και μου λέει, έτσι στεγνά, από αυτά που δεν τα πιστεύει κανείς: ‘‘Ο Λογοθετίδης πέθανε!’’. Τι αντίδραση, δε θυμάμαι, δεν το πίστεψα, ανέβηκα πάνω κι όταν το διαπίστωσα αυτό το πράγμα, ήταν πολύ θλιβερό. Η δε κηδεία του ήταν ένα πράγμα, τι να σου πω δηλαδή, όλη η Αθήνα τον ακολούθησε. Τον αγαπούσανε πολύ, ήταν αξιαγάπητος, και τον ραίνανε με λουλούδια και, θα σου φανεί περίεργο, γελούσανε και χειροκροτούσανε! Λες κι είχε την τελευταία του πρεμιέρα».
Σειρά είχε μετά η συνεργασία με τον Φέρτη, την Καλογεροπούλου, τη Βουγιουκλάκη και τον Κούρκουλο, όντας πια και η ίδια μεγάλο όνομα της θεατρικής ζωής. Κάποια στιγμή έστησε και τον δικό της θίασο (με τον Γιάννη Βόγλη), αν και δεν σταμάτησε ποτέ να συνεργάζεται με όλους, όταν η πρόταση ήταν καλή.
Στον μισό περίπου αιώνα που κράτησε η υποκριτική της καριέρα στο σανίδι (ως το 1984), η Στεφανίδου άφησε κληρονομιά τόσο σπουδαίες προσωπικές επιτυχίες όσο και συλλογικούς καλλιτεχνικούς θριάμβους.
Ήταν μέλος εξάλλου του θιάσου που ανέβασε το καλοκαίρι του 1962 το θρυλικό μουσικό έργο των Μποστ-Θεοδωράκη «Όμορφη πόλη», αλλά και μια από τις καλύτερες Εκάβες που ευτύχησε ποτέ να δει το ελληνικό κοινό. Αναφερόμαστε στη μυθική σήμερα παράσταση του σπουδαίου ζωγράφου και διανοητή Γιάννη Τσαρούχη που πρωτοανέβηκε σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ της Οδού Καπλανών τον Σεπτέμβριο του 1977.
Ο Τσαρούχης ανέβασε τις πιο ιδιαίτερες «Τρωάδες» της θεατρικής μας ιστορίας, με το αρχαίο κείμενο να δίνει τη θέση του στην καθημερινή γλώσσα της γειτονιάς και του λιμανιού, μάγκικο λόγο που ανέλαβε να φέρει στη ζωή η συγκλονιστική Σμάρω Στεφανίδου ως Εκάβη και η κορυφαία του χορού, Σαπφώ Νοταρά.
Η Στεφανίδου το είχε για καμάρι που είχε περάσει από την «Ακαδημία Τσαρούχη», όπως αποκαλούσε η ίδια τη συνεργασία της με τον μεγάλο μας ζωγράφο, όπου έμαθε «πολλά και σοφά πράγματα». Ως αποκλειστικά θεατρική ηθοποιός πέρασε την πρώτη επαγγελματική δεκαπενταετία της, πριν την αποκαλύψει ο ελληνικός κινηματογράφος.
Το ντεμπούτο της θα λάβει χώρα το 1951, όταν κοντά στα 40 της πια θα πάρει μέρος στα «Τέσσερα σκαλοπάτια» του Ζερβού. Η κινηματογραφική Σμάρω είχε μόλις γεννηθεί και είχε έρθει για να μείνει. Οι θεατρικές της επιτυχίες γίνονταν πια ταινίες, κι έτσι έπαιρνε κι αυτή μέρος πάρα το γεγονός ότι η δική της αγάπη ήταν το σανίδι.
Οι καμιά εικοσαριά παραγωγές που έπαιξε ξεχωρίζουν πάντως, εν μέρει και από τη δική της παρουσία. Ως ταγμένη γεροντοκόρη θα πρωταγωνιστήσει στην ξεχωριστή «Δεσποινίς ετών 39» (1954) των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, αφήνοντας τον φουκαρά τον Λογοθετίδη να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα μπας και την παντρέψει.
Το κοινό την απόλαυσε επίσης στον ρόλο της ανεκδιήγητης Τατάνας, της τρελιάρας πεθεράς του Κωνσταντάρα στην κωμωδία των Καραγιάννη-Μιχαηλίδη «Ο τρελός τα 'χει 400» (1968), αλλά και ως κυρία Δελακοβία στη «Σάντα Τσικίτα» (1953), ως ξαδέλφη Μίνα στον «Ζηλιαρόγατο» (1956), ως κυρία του «Γυναικά» (1957) Χρήστου Ευθυμίου, αλλά και ως μαντάμ Χρύσα στις «Τρεις κούκλες κι εγώ» (1960) να στέλνει απολυτήρια τελεσίγραφα στον Ηλιόπουλο!
Καταπιεστική συνήθως και χειριστική κινηματογραφικά, τη θαυμάσαμε επίσης ως γυναίκα του νωματάρχη στη «Μανταλένα» (1960), ως μάνα της Μάρως Κοντού στο «Αλίμονο στους νέους» (1961), του Γιάννη Βογιατζή στο «Δουλικό αμέσου δράσεως» (1972) και του Γιώργου Κωνσταντίνου στον «Γάμο αλά ελληνικά» (1964). Ούτε ο Κώστας Βουτσάς τη γλίτωσε από δαύτη στις «20 γυναίκες κι εγώ» (1973)!
Ξεχώρισε επίσης και σε αρκετά ακόμα φιλμ, αφού ήταν μια σπουδαία ηθοποιός με μακρά θεατρική παιδεία που αποβιβαζόταν με όλες της τις δεξιότητες στο σελιλόιντ. Θα τη θυμόμαστε πάντα στην αριστουργηματική κωμωδία «Μιας πεντάρας νιάτα» (1967) και στην ταινία «Ο Αριστείδης και τα κορίτσια του» (1964)…
Δραστήρια ήταν επίσης και στο ραδιόφωνο, με σειρές, θεατρικά έργα και αναγνώσεις λογοτεχνικών έργων (όπως τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες και «Η παρακμή των σκληρών» του Τερζάκη). Ραδιοφωνικά μιλώντας, η μεγαλύτερή της επιτυχία ήταν στη ραδιοφωνική μεταφορά του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι», που μεταδόθηκε από τη συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος του Χατζιδάκι το 1979 σε 78 συνέχειες.
Στεφανίδου και Βλαχοπούλου μάγεψαν για μια ακόμα φορά τους ακροατές, αν και η πρώτη είχε τα παραπονάκια της από τη συνεργασία τους, μιας και η Ρένα δεν την άφηνε να τελειώσει τους μονολόγους της διακόπτοντάς τη συνεχώς με τους αυτοσχεδιασμούς της!
Όλες οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες της Στεφανίδου υπήρξαν το λιγότερο παροιμιώδεις και οι τηλεθεατές είχαν κι αυτοί τη δυνατότητα να την απολαύσουν σε μια χούφτα σίριαλ, όπως οι «Ιστορίες αγάπης», «Οι τελευταίοι εγγονοί», «Ο κύριος, η κυρία και η μαμά» και «Οι τέσσερις ήταν υπέροχες».
Στις θεατρικές επάλξεις παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της, παρά το γεγονός ότι από το σανίδι αποσύρθηκε ουσιαστικά το 1984. Κι αυτό γιατί από το 2003 λειτουργούσε έναν πολυχώρο πολιτισμού στο Χαλάνδρι (Shantom) με την κόρη της, όπου είχε ενεργό ρόλο…
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Στην προσωπική της ζωή, η Σμάρω βρήκε τον έρωτα νωρίς-νωρίς, στο πρόσωπο του τραγουδιστή και διασκεδαστή Βάσου Σεϊτανίδη, τον οποίο είχε γνωρίσει σε έναν χορό της Ιονίου Σχολής. Πλάι του πέρασε ευτυχισμένα χρόνια και το ζευγάρι έζησε μάλιστα και ένα διάστημα στο Παρίσι, όπου ο Σεϊτανίδης εκπροσωπούσε το Σωματείο Μουσικών στις εορταστικές εκδηλώσεις για την υπογραφή του Σχεδίου Μάρσαλ.
Σύντομα θα ερχόταν στη ζωή η κόρη τους Λήδα, η οποία γεννήθηκε όταν η μαμά της δεν προλάβαινε κυριολεκτικά με τις τόσες υποχρεώσεις της σε θέατρο και σινεμά. Η Στεφανίδου θα χάσει όμως πρόωρα τον άντρα της από καρκίνο πριν κλείσει η κόρη της τα 10 χρόνια ζωής. Σωστή μαχήτρια καθώς ήταν, έγινε για τη μικρή Λήδα μάνα και πατέρας, γι’ αυτό και η μικρή τη φώναζε χαϊδευτικά «μπα-μα».
Σε προχωρημένη ηλικία πια, η Σμάρω Στεφανίδου ζούσε μια φυσιολογική ζωή μέχρι τα τελευταία της. Έβγαινε συχνά, παρακολουθούσε πάντα θέατρο και συμμετείχε στα καλλιτεχνικά πηγαδάκια ως ζωντανός θρύλος του νεοελληνικού θεάτρου. Η Δέσποινα Στυλιανοπουλού, καλή της φίλη, εξομολογήθηκε μετά τον θάνατο της Σμάρως: «Εκείνη που αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή, μου είπε για πρώτη φορά στην Ακράτα που κάναμε διακοπές: “Κουράστηκα, θέλω να φύγω”».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά το καλοκαίρι, η Στεφανίδου εμφάνισε το φθινόπωρο του 2010 κάποια προβλήματα υγείας με κυριότερο το θέμα της καρδιάς της. Τους γιατρούς όμως δεν τους ήθελε με τίποτα. Μεταφέρθηκε τελικά εσπευσμένα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο με καρδιακή ανεπάρκεια. Εκεί θα άφηνε την τελευταία της πνοή στις 7 Νοεμβρίου 2010, αναχωρώντας για μια άλλη σκηνή.
Την αποχαιρέτισαν όλοι στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών, καθώς παρέμενε ιδιαιτέρως αγαπητή τόσο στον χώρο όσο και το κοινό. Η κόρη της, Λήδα, την αποχαιρέτισε με μια ανοιχτή επιστολή, στην οποία γράφει μεταξύ άλλων: «Σήμερα στις 7 το απόγευμα η μεγάλη ηθοποιός και φιλόσοφος Σμάρω Στεφανίδου ολοκλήρωσε την υπέροχη ζωή της με ένα ηλιόλουστο φινάλε. Όπως το ηλιοβασίλεμα είναι η κατάληξη μιας λαμπρής μέρας, έτσι και η Σμάρω έφυγε με τον ομορφότερο τρόπο, μέσα στην αγάπη και τη γαλήνη, προσφέροντας δώρα πολύτιμα στους γύρω της … Φεύγοντας η Σμάρω με δίδαξε ότι το τέλος είναι μια καινούργια αρχή»…