Γκρίζοι άντρες, μουντοί, τσακισμένοι από την δουλειά με χαρτοφύλακες στα χέρια. Ανάμεσα τους ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που κρατάει στην αγκαλιά της μια ανοιχτή βεντάλια. Η βεντάλια πάνω έχει ζωγραφισμένο ένα χειμωνιάτικο τοπίο. Το όνομά της είναι Χανάκο.
Σε μια ήσυχη μονοκατοικία κοντά στoν σιδηροδρομικό σταθμό, η ζωγράφος Γιτσούκο Χόντα, διαβάζει την πρωινή εφημερίδα. Λίγα λεπτά πριν ο κόσμος της συντριβεί. Χανάκο.
Ένας νεαρός άντρας, ο Γιόσιο, κοιτάζει το ρολόι του καθώς περιμένει το τρένο που θα τον μεταφέρει στην δουλειά. Ανοίγει την πρωινή εφημερίδα. Ένα όνομα του τραβάει την προσοχή. Χανάκο. Η βεντάλια με το νυχτολούλουδο.
Άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνας. Ποιό έρχεται πρώτα; Το καλοκαίρι ή ο χειμώνας. Η Χανάκο ξέχασε προ πολλού. Αποκομμένη από την πραγματικότητα επισκέπτεται κάθε μέρα τον σιδηροδρομικό σταθμό με μια βεντάλια στα χέρια της. Η βεντάλια ανήκει σε έναν άντρα και απεικονίζει ένα χιονισμένο τοπίο. “Γιόσιο”. Ένας άντρας με πρόσωπο σκελετού. Ένας άντρας με χαρτοφύλακα στο χέρι.
Μετάφραση: Ελένη Μαύρου
Παραγωγή/Σχεδιασμός/ Σκηνοθεσία: Ζαμπία Πατεράκη