Η όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Λόενγκριν», ήρθε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από τις ... 27 Ιανουαρίου 2017 και για πέντε μόνο παραστάσεις, 52 χρόνια μετά την πρώτη, και μοναδική έως σήμερα, παρουσίαση του έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή, τον Ιανουάριο του 1965. Πρόκειται για μια νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, προερχόμενη από την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και το Θέατρο Βιέλκι – Εθνική Όπερα Πολωνίας, σε ένα έργο-ορόσημο της μουσικής ιστορίας.
Η παραγωγή έλαβε θετικότατες κριτικές από το σύνολο του βρετανικού Τύπου, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, το 2013, στο Κάρντιφ και στο Μπέρμινγχαμ της Μεγάλης Βρετανίας. Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ, Μύρων Μιχαηλίδης, ενώ τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο πολυβραβευμένος Βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Άντονυ ΜακΝτόναλντ.
Ο Λόενγκριν, μία από τις σημαντικότερες όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ, σηματοδοτεί τη μετάβαση από τις όπερες της πρώτης περιόδου στα μουσικά δράματα της ωριμότητας του συνθέτη. Ο συνθέτης και αρχιμουσικός Πιερ Μπουλέζ είχε χαρακτηριστικά αναφέρει: «Εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει τον Βάγκνερ και αποτελεί μέρος του μεγαλείου του είναι η πρόθεσή του να οικοδομήσει και να ολοκληρώσει ένα πλήρες σύμπαν στο εσωτερικό μιας ύπαρξης και όχι να προσθέτει απλά ένα έργο στο επόμενο, χωρίς να τα εγγράφει όλα μαζί στην απαραίτητη συνέχεια.»
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 28 Αυγούστου του 1850 στη Βαϊμάρη, υπό την διεύθυνση του Φραντς Λιστ, και βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του ίδιου του Βάγκνερ, όπως και όλες του οι όπερες. Η υποδοχή του Λόενγκριν αρχικά δεν υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, αλλά σε διάστημα λίγων μηνών η παρουσίαση του προκαλούσε τεράστιο ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα το έργο σύντομα να αναδειχτεί στο δημοφιλέστερο του Βάγκνερ. Η επιτυχία υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε χάρη σε αυτό το έργο ο Βάγκνερ να αποκτήσει φήμη «εθνικού» συνθέτη. Εξάλλου ο Λιστ έγραψε για την μουσική του Λόενγκριν: «Το βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής της όπερας είναι ότι διαθέτει τέτοια ενότητα σύλληψης και ύφους, ώστε δεν υπάρχει ούτε μία μελωδική φράση, πολύ δε λιγότερο κάποιο σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της όπερας, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ξεχωριστά από το σύνολο ως προς την ιδιομορφία και την πραγματική του σημασία. Τα πάντα έχουν σχέση μεταξύ τους, τα πάντα συνδέονται, τα πάντα εντείνονται. Όλα είναι τόσο ενσωματωμένα στην υπόθεση που δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν.»
O μύθος ανάγεται σε ένα από τα πλέον αιματηρά ποιήματα ηρωικών ανδραγαθημάτων –chanson de geste– των τροβαδούρων του 12ου αιώνα. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας μυστηριώδης ιππότης έρχεται να υπερασπιστεί την Έλζα της Βραβάντης, η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία του αδερφού της, που έχει εξαφανιστεί. Για να αγωνιστεί υπέρ της θέτει ως μοναδικό όρο εκείνη να μη ρωτήσει ποτέ σχετικά με το όνομα και την καταγωγή του. Ο Λόενγκριν νικά, η Έλζα αθωώνεται και γίνεται σύζυγός του. Ο κόμης Τέλραμουντ, υποκινούμενος από τη μάγισσα σύζυγό του Όρτρουντ, κατορθώνουν τελικά να σπείρουν στην Έλζα την αμφιβολία και να την κάνουν να θέσει την ερώτηση. Ο ιππότης αποκαλύπτει την ταυτότητά του κι έτσι υποχρεώνεται πλέον να αναχωρήσει. Ως τελευταία προσφορά, λύνει τα μάγια της Όρτρουντ και επιστρέφει στην Έλζα τον αγαπημένο της αδερφό.
Η υπόθεση ενέπνευσε στον Βάγκνερ ορισμένες από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες, αλλά και κάποιες από τις πιο γνωστές, όπως το περίφημο «γαμήλιο εμβατήριο» στην αρχή της Γ’ Πράξης. Στον Λόενγκριν η χορωδία έχει ξεχωριστή θέση, αφενός λόγω της εξαιρετικής ποιότητας της μουσικής -μεταξύ άλλων του «γαμήλιου εμβατηρίου»-, την οποία της προσφέρει ο Βάγκνερ, αφετέρου λόγω του ρόλου που της επιφυλάσσει ο συνθέτης στη θεατρική δραματουργία του έργου.
Η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή της ΕΛΣ, αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη, θα αναμετρηθούν με ένα έργο ύψιστων απαιτήσεων, του οποίου η πλαστική ρευστότητα της μορφής το καθιστά ένα από τα πιο δύσκολα του ρεπερτορίου.
Ο διακεκριμένος Βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Άντονυ ΜακΝτόναλντ, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνει: «Καταρχάς, είναι η πιο ρομαντική απ’ όλες τις όπερες του Βάγκνερ. Μετά τον Λόενγκριν ο συνθέτης μετακινήθηκε από το συγκεκριμένο ιδίωμα – τόσο μελωδικό που θυμίζει ακόμα και Μπελλίνι. Κατά μία έννοια είναι η πιο συμβατική απ’ όλες του τις όπερες και δείγμα του ώριμου γερμανικού ρομαντισμού. Έτσι, στράφηκα προς ζωγράφους εκείνης της εποχής, τον Φρήντριχ και τους άλλους. Ήταν μία μάλλον ενστικτώδης επιλογή. Ήθελα οπτικά να υπάρχει το στοιχείο της βόρειας Ευρώπης. Τα κοστούμια μοιάζουν μάλλον γερμανικά, παρά από την Αμβέρσα. Το ίδιο στη Β’ Πράξη, που διαδραματίζεται σε μία αυλή σαν αυτές που συναντά κανείς συχνά στη Γερμανία, αλλά και στην Αυστρία. Ξεκίνησα από το γεγονός ότι στη σκηνή υπάρχει πολύ ώρα μεγάλη χορωδία. Ήθελα, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί να εμφανίζονται σε έναν τόπο συγκέντρωσης. Καθώς η χώρα δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, επέλεξα ένα βιομηχανικό χώρο σε παρακμή. (…) Είναι ένα πολύ λυπητερό έργο επειδή είναι γεμάτο από έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Όπως και ο Τριστάνος. (…) Θεωρώ ότι όλες οι όπερες του Βάγκνερ είναι πολύ αυτοβιογραφικές. Το γεγονός ότι έγραφε ο ίδιος τα ποιητικά κείμενα και προσάρμοζε και διαμόρφωνε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο όλες τις ιστορίες, τις οποίες συνέλεγε, συνηγορεί σε αυτό. Επίσης υπάρχει η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας, η οποία διατρέχει όλο το δημιουργικό έργο του συνθέτη. Ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος ποιος ήταν ο πατέρας του. Πιστεύω ότι πάντοτε ο Βάγκνερ ταυτίζεται με όλους τους χαρακτήρες των έργων του. Γι’ αυτό και γράφει τόσο καλά κείμενα. (…) Ενδιαφέρομαι περισσότερο για τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων και το μυστήριο που έχει κάθε χαρακτήρας. Ήθελα η παράσταση να έχει μια πολύ ανθρώπινη αίσθηση και οι χαρακτήρες να μοιάζουν με ανθρώπους όπως εμείς∙ να πλάσω πρόσωπα και μία κοινωνία που το κοινό θα μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα, παρότι δεν επέλεξα να τοποθετήσω τη δράση στην εποχή μας. (…)Ο Λόενγκριν είναι ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια βρίσκονται βαθιά μέσα μας. Αυτή η ιδέα ότι θα έρθει ο πρίγκιπας και θα μας σώσει. Είναι μια ανάγκη που έχουμε. Ότι δυνάμεις εκεί έξω θα έρθουν να μας βοηθήσουν. Είναι η πίστη που νιώθει η Έλζα ότι κάποιος θα έρθει τελικά να τη βοηθήσει. Υπάρχει επίσης η κάθαρση. Είναι τελικά η ανθρωπιά αυτού του έργου, αυτό το οποίο είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό. Επίσης θεωρώ ότι η μουσική είναι γοητευτική. Απολύτως γοητευτική. Και πιστεύω ότι συναρπάζει το κοινό. Δεν έχει τίποτε το πομπώδες. Είναι τόσο ευαίσθητη.»
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι θεωρούνται από τους πιο απαιτητικούς και δύσκολους του ρεπερτορίου, ερμηνεύουν διεθνώς αναγνωρισμένοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί.
Ο Βρετανός τενόρος Πήτερ Ουεντ, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Λόενγκριν, έχει σημειώσει μια λαμπρή πορεία στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της Βρετανίας, ενώ έχει ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους και σε Ολλανδία, Ελβετία, Τσεχία, Μεξικό, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κ.α. Πλέον έχει αφιερωθεί στο βαγκνερικό ρεπερτόριο, ερμηνεύοντας με επιτυχία τους κορυφαίους ρόλους των αριστουργημάτων του Γερμανού συνθέτη. Έκανε το ντεμπούτο του ως Λόενγκριν τον Μάιο του 2013 στη Εθνική Όπερα της Ουαλίας, λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές.
Στο ρόλο της Έλζα δύο διεθνούς φήμης σοπράνο: στην πρώτη διανομή η Σλοβάκα Γιολάνα Φογκάσοβα και στη δεύτερη η Ρουμάνα Γιούλια Ισάεφ. Η Φογκάσοβα έχει σημειώσει μία θεαματική πορεία, έχοντας ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους από ένα ευρύ οπερατικό ρεπερτόριο στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα της Ευρώπης, αλλά και σε Αργεντινή, Κίνα, Ιαπωνία. Η Ισάεφ έχει ήδη ερμηνεύσει με επιτυχία το ρόλο της Έλζα στο Βουκουρέστι, ενώ έχει διακριθεί σε Ευρώπη, Ασία, αλλά και στη Μετροπόλιταν Όπερα.
Με το ρόλο του Τέλραμουντ ντεμπουτάρει σε βαγκνερικό ρόλο ο σπουδαίος Έλληνας μονωδός της ΕΛΣ, Δημήτρης Πλατανιάς. Στη δεύτερη διανομή το ρόλο ερμηνεύει ο Ρουμάνος βαρύτονος Βαλεντίν Βασίλιου. Ο Βασίλιου έχει ερμηνεύσει σημαντικούς ρόλους του ρεπερτορίου σε Ρουμανία, Αμερική, Ιαπωνία, Νότιο Κορέα και Κίνα.
Στην πρώτη διανομή, στο ρόλο της Όρτρουντ η Σουηδή μεσόφωνος Μαρτίνα Ντίκε, η οποία έχει καθιερωθεί με τις ερμηνείες της σε βαγκνερικούς ρόλους. Στη δεύτερη διανομή, το ρόλο θα ερμηνεύσει η Ελληνίδα υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου. Το καστ συμπληρώνουν οι διακεκριμένοι μονωδοί της ΕΛΣ Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς), Διονύσης Σούρμπης και Δημήτρης Κασιούμης (Κήρυκας).
Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια: Άντονυ ΜακΝτόναλντ
Φωτισμοί: Λούσυ Κάρτερ
Κινησιολογία: Φιλίπ Ζιρωντώ
Συνεργάτις Σκηνοθεσίας: Έλεν Κούπερ
Συνεργάτις Κινησιολογίας: Λίζη Σώντερσον
Συνεργάτης Φωτισμών: Νηλ Μπρίνκουορθ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Βασιλιάς
Τάσος Αποστόλου (27/1 & 1, 5/2) – Πέτρος Μαγουλάς (29/1, 3/2)
Λόενγκριν
Πήτερ Ουέντ (27, 29/1 & 1, 3, 5/2)
Έλζα
Γιολάνα Φογκάσοβα (27/1 & 1, 5/2) – Γιούλια Ισάεφ (29/1, 3/2)
Τέλραμουντ
Δημήτρης Πλατανιάς (27/1 & 1, 3, 5/2) – Βαλεντίν Βασίλιου (29/1)
Όρτρουντ
Μαρτίνα Ντίκε (27/1, 1/2) – Τζούλια Σουγλάκου (29/1 & 3, 5/2)
Κήρυκας
Διονύσης Σούρμπης (27/1 & 1, 5/2) – Δημήτρης Κασιούμης (29/1, 3/2)
Τέσσερις ευγενείς
Μανώλης Λορέντζος (27, 29/1 & 1, 3, 5/2) – Παναγιώτης Πρίφτης
(27/1 & 1, 5/2) – Βασίλης Κωτσικογιάννης (29/1, 3/2) – Αναστάσιος Λαζάρου (27, 29/1 & 1, 3, 5/2) – Θεόδωρος Μωραΐτης (27, 29/1 & 1, 3, 5/2)
Τέσσερις νεαροί ευγενείς
Τριανταφυλλιά Γεωργιάδου (27/1 & 1, 5/2) – Ελένη Κουτσούμπη
(27/1 & 1, 5/2) – Φωτεινή Χατζιδάκη (29/1, 3/2) – Θέη Σταύρου
(29/1, 3/2) – Μπαρούνκα Πράισινγκερ (27/1 & 1, 5/2) – Βάσω Πετρόγιαννη (27/1 & 1, 5/2) – Ελένη Σωτηρίου (29/1, 3/2) – Αναστασία Χριστοφιλάκη (29/1, 3/2)
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ