Το ελκυστικά παράδοξο σε ένα βιβλίο με τον αλλόκοτο τίτλο «Δεσποινίς Δυστυχία» ξεκινάει με...
το άκουσμα και μόνο του τίτλου του. Σε ιντριγκάρει το αν αφορά στη δυστυχία ως γενικό ανθρώπινο συναίσθημα. Από τη μία.
το άκουσμα και μόνο του τίτλου του. Σε ιντριγκάρει το αν αφορά στη δυστυχία ως γενικό ανθρώπινο συναίσθημα. Από τη μία.
Και από την άλλη εκείνο το «Δεσποινίς», ως προσδιοριστικό, σε γειώνει, δημιουργώντας ένα αρχικό παραξένισμα. Που, αν και ο τίτλος διευκρινίζεται λίγο μετά τις πρώτες σελίδες, αυτό το παραξένισμα θα παραμείνει και καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, ως μια συνεχής –εσκεμμένα υποσκάπτουσα– «αμφιβολία» για τα ιστορούμενα.
Ποια είναι λοιπόν η «Δεσποινίς Δυστυχία» κατά τον συγγραφέα;
«Βαφτισμένη έτσι. Απροσδιορίστου ηλικίας. Έδειχνε δεκαέξι, αλλά μάλλον γύρω στα είκοσι πέντε. Ίσως και τριάντα πέντε. Μπορεί και πενήντα. Τόσο απροσδιόριστο. Έμενε στον πέμπτο. Ακριβώς στο αποπάνω διαμέρισμα. Mόνη της; Χρόνια; Κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Κυκλοφορούσε πάντα καλοντυμένη και κομψή. Σαν να πήγαινε σε γιορτή. Ή σε κηδεία. Καμία σχέση με την εικόνα που σου δημιουργούσε το άκουσμα του ονόματός της. Η μόνη παρατονία, μια τεράστια παλιά τσάντα θαλάσσης. Χειμώνα καλοκαίρι».
Η Δεσποινίς Δυστυχία σε όλο το αφήγημα γίνεται φανερό πως είναι ένα ζων πρόσωπο, μια ζωντανή παρουσία. Μια επιβλητική αόρατη-ορατή μορφή που την καταλαβαίνεις από τη μυρωδιά του ψαριού και του νερού που αφήνει πίσω της: ένα υδρόβιο πλάσμα με μορφή ανθρώπου. Αλλά και ένας «Μόμπι Ντικ» της ξηράς. Σκοτεινός και σχεδόν σιωπηλός. Οι μόνες λέξεις που προφέρει: «Έχω ραντεβού με τη θάλασσα».
Η Δεσποινίς Δυστυχία θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι είναι γέννημα θρέμμα του αφηγητή. Ένα πρόσωπο κυκλωμένο από φόβους πραγματικούς αλλά και φοβίες. Η Δεσποινίς Δυστυχία θα έρθει να συμπυκνώσει ως ψυχικό τσουνάμι κάθε φόβο και φοβία του, ενσαρκώνοντας τον μεγαλύτερό του φόβο. Αν και ο ήρωας παίρνει Ladose, «ΤΟ ΧΑΠΙ της ευτυχίας» (εισάγοντας το δίπολο ευτυχία-δυστυχία ως έννοιες), οι φόβοι του παίρνουν μορφή, σάρκα και οστά. Εικονοποιούνται: «…όταν το τράβηξε, είδα δύο ασημόψαρα να σαλεύουν ολοζώντανα. Είναι οι αθερίνες φόβοι σου». Ο ήρωας-αφηγητής προσπαθεί να βρει την ευτυχία σε ολόκληρη τη διαδρομή της αφήγησης. Άλλα κάπου στο τέλος αποφαίνεται ότι: «Η ευτυχία δεν είναι ανθρώπινη κατάσταση... σαν πένθος έρχεται η χαρά μερικές φορές». Η Δεσποινίς Δυστυχία είναι παράλληλα ο εχθρός αλλά και το άλλο μισό του ήρωα-αφηγητή. Είναι η κατάθλιψή του και οι φοβίες του συμπυκνωμένες στη μορφή της. Στο τέλος, μένουν οι δυο τους, άλλα ο αφηγητής πεθαίνει και μένει η Δεσποινίς Δυστυχία να τον αναθρέψει από την αρχή. Ένας δισυπόστατος θάνατος-αναγέννηση. «Είμαι το αποτέλεσμα. Δεν είμαι η αιτία», λέει η Δυστυχία στον αφηγητή.
Το αφήγημα του Τσιμάρα Τζανάτου είναι ένας αφηγηματικός μονόλογος. Ο συγγραφέας παρατηρεί τόσο τον «εσώ-κοσμο» όσο και τον «εξώ-κοσμο». Μάλιστα, προσπαθεί να εξηγήσει τα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου με βάση την εσωτερική του λογική και αντιστρόφως. «…Εισπνέουμε. Τον κόσμο… Εκπνέουμε. Τον εαυτό μας…». Ο μικρόκοσμος του ήρωα πολεμάει συνεχώς με τον μακρόκοσμο των ανθρώπων. Άλλωστε, η γιαγιά του διευκρινίζει: «Είμαστε πιο αδύναμοι από τον κόσμο. Αυτή είναι η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου. Το να ξέρει την αδυναμία του. Δεν νικιέται ο κόσμος από τον άνθρωπο. Ο κόσμος πάντα νικάει». Ο μικρόκοσμος του ήρωα παίρνει ίσες αποστάσεις και συγκρούεται με τον μακρόκοσμο του καθενός. Από την αρχή, ο συγγραφέας προμηνύει την εσωτερική του πλημμύρα: «Δεν είχα αισθήματα για κανέναν […] Αφού έβρεχε (μέσα) στο σπίτι…». Πολύ περισσότερο την εσωτερική πλημμύρα στη μικροκοινωνία του, την πολυκατοικία: «Στην πόλη οι κάτοικοι άνοιγαν τις βρύσες και το νερό έτρεχε προς τα πάνω». Το αφήγημα του Τσιμάρα Τζανάτου είναι ένας κατακλυσμός. Είναι η Κιβωτός του Νώε. Όταν ο ήρωας δεν βρέχεται από τα νερά της βροχής ή ενός τοκετού («Σε μια ανάποδη γέννα...»), βρέχεται από τα νερά του συλλογισμού του. Βρίσκεται διαρκώς σε μια αγωνία για το πότε θα ακουστεί ο συναγερμός για τον κατακλυσμό. Πρόκειται για έναν γενικευμένο, κοσμολογικό και οντολογικό κατακλυσμό: πολιτικό, κοινωνικό, υπαρξιακό.
Τα κοινωνικά σχόλια του αφηγητή δεν λείπουν: «Δεν υπάρχει σταθερό τίποτα στη ζωή […] Και θα είμαστε σύννεφα για πάντα; Για όλη μας τη ζωή; Έντρομα ερωτήθηκε αυτό…». Δείχνοντας παράλληλα την εσωτερική του ανασφάλεια άλλα και την ανασφάλεια της κοινωνίας του. Οι άνθρωποι βρίσκονται στον ουρανό, όλα στον αέρα. Το αφήγημα είναι τόσο μια εσωτερική ανατομία αλλά παράλληλα και ένας καθολικός προβληματισμός. «Νόμιζα πως έφταιγε η δική μου η κατάθλιψη […] Η πολυκατοικία γέρνει... αποφάνθηκαν όλοι […] Ποτέ μην προσεύχεσαι δεν υπάρχει κανείς να σε ακούσει… Γιατίιιι δεν ακούει; Όπως κάθε γιατί αμέτρητα τα -ι τους...» Έτσι η υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα δίνεται μέσα από την ποιητική του γλώσσα και τις έντονες εικόνες.
Η εσωτερική αφήγηση του ήρωα σπάει αρκετές φορές από κάποιους διαλόγους των ηρώων. Είναι ο διάλογος του αφηγητή ως παιδί με τη γιαγιά του, του αφηγητή με τον γιατρό και φυσικά του αφηγητή με τη Δεσποινίδα Δυστυχία. Πολύ περισσότερο ο ήρωας-αφηγητής εξιστορεί το παρόν του με κάποιες πρόδρομες αφηγήσεις-αναπολήσεις στο παρελθόν: εικόνες με θάλασσα και νουθεσίες από τη γιαγιά του, το άγγιγμά της.
«Σίγουρα καταγόμαστε από θάλασσα» μου έλεγε πάντα η γιαγιά «δεν εξηγείται αλλιώς που είναι τόσο αλμυρά τα δάκρυα». Ισχυριζόταν πως τις μαρίδες που μου τηγάνιζε, τις ψάρευε από τα μάτια των λυπημένων. «Όταν μεγαλώσεις» μου είπε μία μέρα «θα ’ρχομαι να ψαρεύω από τα μάτια σου κουτσομούρες μνήμες και χταποδάκια φιλιά!».
Αλλά και κάποιες προφητικές προλήψεις: «Είδα… Τα ερείπια της σωριασμένης πολυκατοικίας που έμενα. Σαν ένα βουνό από αλάτι. Και από κάτω τον σκελετό ενός τεράστιου πλοίου να ξεπροβάλλει. Από το πουθενά. “Η Κιβωτός!” ψέλλισε η μάνα μου. “Ο Μεγάλος Κατακλυσμός”». Μια περασμένη προφητεία και μια καταιγίδα έτοιμη να ξεσπάσει. Η έντονη εικονοποιία που προβάλλει σε όλο το αφήγημα ο συγγραφέας σταδιακά μεγαλώνει θυμίζοντας εικόνες από τον κινηματογράφο: «Οι συρμοί έρχονταν και έφευγαν χωρίς να μπαίνει κανείς. Άδεια βαγόνια. Και συνωστισμένοι στις αποβάθρες. Ακίνητοι. Οι ελεγκτές στην αρχή νόμιζαν πως είχαν χαλάσει οι κάμερες παρακολούθησης. Χτυπούσαν τους τηλεοπτικούς δέκτες νομίζοντας πως είχε παγώσει η εικόνα από βλάβη. Μέχρι που κατάλαβαν. Αν και οι νεκροψίες έδειξαν καρδιακή προσβολή, το μαζικό γεγονός δεν συνδυάστηκε με τις μικρές λίμνες νερού δίπλα στα πόδια των πεθαμένων». Το χιούμορ του συγγραφέα διογκώνει τις καταστάσεις και μας κάνει να γελάμε: «…Kατήγγειλε στην αστυνομία ότι η Δυστυχία διατηρούσε παράνομο ιχθυοπωλείο».
Η γλώσσα του συγγραφέα άκρως ποιητική, λιτή και ακριβής. Οι λέξεις ωμές, ξεγυμνώνουν συναισθήματα και ανάγκες του. «Με πλημμύρισαν ζουμιά. Ζεστά. Στην κοιλιά μου. Είχα χύσει; Είδα τη Δυστυχία στην άκρη του κρεβατιού μου. Να ντύνεται. Φόραγε κόκκινα εσώρουχα...». Ένας κόσμος αντιθέτων παραβάλλεται μπροστά μας. Ευαισθησία με σκληρότητα, φως-σκοτάδι, φοβία-γαλήνη, ρομαντισμός και χυδαιότητα. «Φωτογραφίες ενός μουνιού. Όχι σκέτου. Ακριβώς από πάνω, σε στύση ένα καυλί». Σαν ένας άλλος κατακλυσμός του Νώε έρχεται η ποιητική γλώσσα του Τσιμάρα Τζανάτου. Το ψάρι σύμβολο ύδατος, σύμβολο θρησκευτικότητας. Το όλο αφήγημα αποπνέει μια ατμόσφαιρα σαρκαστικής δεσποτικότητας, μιας διφορούμενης κρυμμένης θεοπιστίας ίσως. Πολύ περισσότερο, ο φόβος για την επερχόμενη καταστροφή μέσα από τα λόγια του θεού-αφηγητή. Άλλωστε, το αφήγημα στην αρχή και ενδιάμεσα αντιπαραβάλλει αποσπάσματα από τη Γένεση: «Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς […] τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε πάντα...». Τόσο οι διακειμενικές αναφορές «...Η Κιβωτός!... Ο Μεγάλος Κατακλυσμός [...] καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ Κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος…», όσο και τα εξω-κειμενικά ή ακόμα και η εικονογραφία του ιχθύος στο εξώφυλλο. Οι έντονες εικόνες και η ποιητική σε κατακλύζουν. «Και άρχισε να βρέχει νερό και ανθρώπους. Και καρεκλοπόδαρα. Κυριολεκτικά […] Ενώ γύρω μου έβρεχε. Ψάρια. Κατεψυγμένα» Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα είναι λες και σου ψιθυρίζει τις μεγαλύτερες ανησυχίες του. Ο εναλλασσόμενος διάλογος καθιστά το έργο ολίγον καθολικότερον. Η γλώσσα κοφτή. Παρουσιάζει μια δική της ομοιομορφία, μορφή και σχήμα. «Με κοίταζαν. Διεσταλμένα. Σαν να μην υπήρχα». Κλείνει τις λέξεις για να δηλώσει τον υπαρξιακό εγκλωβισμό του συγγραφέα. Δεν χωράει τίποτα άλλο να ειπωθεί. Είναι μόνο αυτό. Το τόσο γεμάτο κενό. Άλλοι θα το θεωρούσαν λάθος συντακτικό, αλλά είναι προφανές πως πρόκειται για συγγραφικό ύφος/τεχνοτροπία.
Αν επιχειρούσε κανείς να κοιτάξει κατάματα το έργο του Τζανάτου, θα διαλυόταν σε χίλια θραύσματα καθρέφτη, γιατί ο ποιητικός του λόγος είναι τόσο άμεσος. Όσο έμμεσος και υπαινικτικός και αν θέλει να είναι. Γίνεται ο ψυχαναλυτής του εαυτού του. Μας αφηγείται για να εξιλεωθεί. Επιπλέον, γιατί οι καταστάσεις είναι τόσο επείγουσες και επίκαιρες όσο και φαντασιακές, ονειρικές και εφιαλτικές. Θαλασσινό αλάτι απομένει στα χέρια μας στο τέλος του αφηγήματος και το ρίχνουμε πίσω μας για να ξορκίσει στη συνέχεια τις δικές μας φοβίες και ατυχίες. Στο τέλος: «…ο κόσμος είχε μετατραπεί σε μια τεράστια οικογενειακή φωτογραφία. Και φωτογράφος δεν υπήρχε». Είναι το τελευταίο κλικ αποτίμησης, αποτύπωσης του κόσμου. Σαν εκτέλεση έρχεται το κλικ της φωτογραφικής μηχανής. Είναι η τελευταία στιγμή που αποτυπώνεται πριν πεθάνουμε.
Ο Roland Barthes θεωρεί ότι η φωτογραφία και γενικότερα η εικόνα από τη στιγμή που αποτυπώνεται, αποποιείται ευθέως το ζωντανό αντικείμενο αναφοράς και περνάει απευθείας στον θάνατό του. Σύμφωνα με το τέλος του Τσιμάρα Τζανάτου, ακόμα και το κενό γεννάει μεγάλο κενό. Τέλος δεν υπάρχει. Ο θάνατος-φωτογράφος εξαφανίστηκε. Όλα είναι ένα ενιαίο τέλος, ο κόσμος γυρίζει γυρίζει και ποτέ δεν τελειώνει, πάντα κάτι αρχίζει. Ένας αισιόδοξος θάνατος. Η επιθυμία του κόσμου του συγγραφέα είναι αυτό για το οποίο προοριζόμαστε. Να χτίσουμε μια οικογένεια για να προστατευτούμε, να αποδιώξουμε τη μοναξιά και την κατάθλιψη.
Τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα εισβάλλουν στην αφήγηση. Οι σπουδές του στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η σταδιοδρομία του στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. «…στο κανάλι, κατά κανόνα, ετοίμαζα διεθνή θέματα για το κεντρικό δελτίο […] Μαζεύτηκε κόσμος. Σαν σε κοίλον αρχαίου θεάτρου στέκονταν. Κι εκείνη στο κέντρο της σκηνής... συντελούνταν κάποια τραγωδία...» Πρόκειται για μια πτυχή ενός πολύπλευρου καλλιτέχνη.
Τσιμάρας Τζανάτος, 2016
Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου (Σχολή Σταυράκου), Θέατρο (Δραματική Σχολή Αθηνών Γ. Θεοδοσιάδη) και Ιστορία της Τέχνης (Ε. Βακαλό). Δούλεψε αρχικά ως ηθοποιός στο θέατρο και παράλληλα ως ραδιοφωνικός παραγωγός μουσικών εκπομπών και λόγου, καθώς και ως δημοσιογράφος σε έντυπα και περιοδικά. Ασχολήθηκε με το σενάριο και τη στιχουργία/ποίηση. Εργάστηκε στην τηλεόραση στην αρχισυνταξία εκπομπών ή ως κειμενογράφος.
Ως θεατρικός συγγραφέας εμφανίστηκε το 2004 με το κείμενο «Έξοδος» στο έργο Ονείρου Οδύσσεια (Δ. Δημητριάδη, Α. Δήμου, Μ. Πολιτοπούλου, Ε. Πέγκα) που ανέβηκε στο Κ.Θ.Β.Ε. από τη Χρύσα Καψούλη και την ομάδα DameBlanche –κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις University Studio Press– και το Μαζί Ποτέ το 2009 (βασισμένο στην ταινία του Φατίχ Ακίν Gegen die Wand/Head On) το οποίο ανέβηκε και αυτό από τη Χρύσα Καψούλη και την ομάδα DameBlanche στο Κινητήρας Studio.
Τον Δεκέμβριο του 2013, σε επαφή με κρατούμενους οροθετικούς και χρήστες των φυλακών Κορυδαλλού και τη Μ.Κ.Ο. ΤΕΧΝΟΔΡΟΜΩ, παρουσιάστηκε το έργο του Κ που γράφτηκε για να παιχτεί από τους ίδιους τους κρατούμενους στον χώρο της φυλακής. Τον Ιούνιο του 2015, το Κ, εκπροσωπώντας τη Μ.Κ.Ο. ΤΕΧΝΟΔΡΟΜΩ, παρουσιάστηκε σε διημερίδα αφιερωμένη σε εγχειρήματα κοινωνικής ευαισθητοποίησης στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών («Θέατρο και Φυλακή»).
Tον Μάιο του 2013, ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο στο πλαίσιο των Αναγνώσεων υπό την επιμέλεια της Σίσσυς Παπαθανασίου το έργο του Εκκρεμότητα, σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα με την ομάδα Nova Melancholia. Τον Μάρτιο του 2014, η Εκκρεμότητα παρουσιάστηκε στο Λονδίνο από το Theater Lab Company της Αναστασίας Ρεβή, σε μετάφραση Έλσης Σακελλαρίδου, με τον τίτλο Suspense, σε σκηνοθεσία Jason Warren, με τη μορφή μονολόγου και τον Luke Shepherd στον κεντρικό ρόλο. Η Εκκρεμότητα ανέβηκε ως ολοκληρωμένη παράσταση σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα με την ομάδα Nova Melancholia στις 17 Νοεμβρίου του 2014 στο Αγγέλων Βήμα και κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις Εκδόσεις Ηρόδοτος (Εκκρεμότητα/Suspense).
Στις Αναγνώσεις 2014 του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, παρουσιάστηκε η θεατρική μεταγραφή του αφηγήματος Δεσποινίς Δυστυχία/Miss Misery, σε σκηνοθετική επιμέλεια Άσπας Τομπούλη, το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Σοκόλη (2015).