8 Φεβ 2016

Σαν σήμερα «έφυγαν» οι μεγάλοι Νίκος Ξυλούρης & Μάρκος Βαμβακάρης


Σαν σήμερα σε διαφορετικό έτος έφυγαν από τη ζωή δυο μεγάλοι καλλιτέχνες, ο Μάρκος Βαμβακάρης και Νίκος Ξυλούρης. Αρχικά αναρτήσαμε ένα αφιέρωμα για τον Νίκο Ξυλούρη. Στην ίδια ανάρτηση συμπυκνώνουμε και ένα αφιέρωμα για τον Μάρκο Βαμβακάρη.....

Ξεκινάμε με το αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη και αμέσως μετά μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα για τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Από το Tvxs.gr Του Αρίστου Αναγνώστου. Θυμάμαι τη μέρα που πέθανε ο Νίκος Ξυλούρης. Ήμουν 7 χρονών, αλλά η φωνή του είχε προλάβει να ζυμωθεί με τα υπόλοιπα αριστερά ακούσματα που είχα μέσα στο σπίτι. Ατμόσφαιρα Μεταπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε έρθει στην εξουσία, αν και το σύνθημα για την Αλλαγή είχε αρχίσει να ωριμάζει. Η καμπάνα παντελόνι, το εφαρμοστό πουκάμισο και η φαβορίτα «φοριόντουσαν» ακόμη.

Θυμάμαι τη μέρα που πέθανε ο Ξυλούρης, το είχε πει και στην τηλεόραση που ήταν ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ και που όσο ο «Ψαρονίκος» ήταν εν ζωή, τον απέφευγαν. Το «Πότε θα κάμει ξαστεριά» ήταν από τα πρώτα τραγούδια που μας έμαθε η δασκάλα, όταν άλλαξε η χρονιά και η κυβέρνηση. Το ’μαθα με την πρώτη. Φαίνεται τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο Ξυλούρης το είχε κάνει σημαία της αντίστασης, μεσούσης της Χούντας, και οι φοιτητές ύμνο τους την μέρα της εξέγερσης της Νομικής, στις 21 Φεβρουαρίου του 1973, που ήταν και η μέρα που γεννήθηκα… Όταν πέρασε ένας χρόνος από το θάνατό του, η τηλεόρασης της Αλλαγής είχε φροντίσει να του κάνει ένα αφιέρωμα. Θυμάμαι και εκείνο το βράδυ. Έχω την εικόνα του Ξυλούρη με την καμπάνα, την φαβορίτα και το στενό εφαρμοστό πουκάμισο, να τραγουδά το «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί». Ήταν από τα «Τραγούδια της Φωτιάς» το 1975.


Ο Νίκος Ξυλούρης Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στ΄ Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του.

Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο ” Κάστρο”. Όπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, «εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα…. Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ΄μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».

Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι ” Κρητικοπούλα μου” (“μια μαυροφόρα όταν περνά”). Λίγους μήνες, πριν, είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια.

Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ΄ ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και να παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον “Ερωτόκριτο”. Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητικά καλύτερα γι΄ αυτόν. Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή “Ανυφαντού”, ένα τραγούδι που “σπάει τα ταμεία” μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο “Κονάκι” και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα.

Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, με τον οποίο γνωρίζονται στο “Κονάκι”, μιλάει γι΄ αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, Ήδη όμως από το 1965 οι δυνατότητες του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της “Ανυφαντούς”, το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ΄ Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια. Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη “έντεχνη” δημιουργία επώνυμων συνθετών.

Μέσω απ’ αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης να αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν. Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο “Χρονικό”, μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα “Ριζίτικα” της Κρήτης.

Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ “Λήδρα” στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. “Πότε θα κάνει ξαστεριά” ,”Αγρίμια κι αγριμάκια μου”…Ακολουθούν δυο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η “Ιθαγένεια” και ο “Στρατής ο θαλασσινός” αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο (“Διόνυσε καλοκαίρι μας”, “Συλλογή”), τον Χριστόδουλο Χάλαρη (“Τροπικός της παρθένου”, “Ακολουθία”) και τον Χρήστο Λεοντή (“Καπνισμένο τσουκάλι”).

Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο “Αθήναιον” με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι “Το μεγάλο μας τσίρκο”. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.

“Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χτες στο Πολυτεχνείο” ενημερωνουν, μετατρέποντας τον ήδη φορτισμένο πολιτικά τραγουδιστή σε “Κόκκινο πανι” της μεταλλαγμένης δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί. Από τη “Λύδρα” στην “Αρχόντισσα”, μετά στην “Αποσπερίδα”. Ξανά στη “Ληδρα”, μετά στο “Κύτταρο” και στο “Θεμέλιο”. Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου.

Παράλληλα ηχογραφεί τα “Αντιπολεμικά” τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον “Αργαλειό”, το “Φιλεντέμ”, τον “Πραματευτή” αλλά και το “Μεσοπέλαγα αρμενίζω” ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι “τραγούδια ζωής”. Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται.

Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.

Υ.Γ. Η αναζήτηση στο YouTube με οδήγησε στην ανακάλυψη ενός μοναδικού βίντεο. Ο Νίκος Ξυλούρης, παλικαράκι με κοστούμι και κοντά μαλλιά παίζει λίρα σε ταβέρνα του Ηρακλείου, το 1961.


Πηγή: www.tvxs.gr






Το αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη από το site ToVima.gr

Μέχρι τα δώδεκά του χρόνια είχε εργαστεί σε κλωστήριο, ύστερα ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης και λούστρος. Σχολείο πήγε λίγο αλλά σταμάτησε νωρίς γιατί έπρεπε να δουλέψει όταν πήραν τον πατέρα του στο στρατό. Έπρεπε, ως ο μεγαλύτερος, γιος της οικογένειας να στηρίξει την οχταμελή οικογένεια.


Το 1917, ήταν 12 ετών, μπάρκαρε για τον Πειραιά όπου δούλεψε ως εκδορέας στα σφαγεία, γαιανθρακεργάτης, ακόμα και ως λιμενεργάτης. Τα βράδια όμως που σύχναζε στους τεκέδες πρωτάκουσε το μπουζούκι και εντυπωσιάστηκε τόσο που βάλθηκε να το μάθει. Και τα κατάφερε. Μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες.

Αργότερα ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, ταλέντο που κληρονόμησε από τον παππού του. Λίγο μετά το 1933, μετά από πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη ηχογράφησε τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» («Να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου»). Τα ρεμπέτικά του σημείωναν επιτυχία και ο Μάρκος ήταν περιζήτητος.

Μέχρι το 1933 είχε γράψει 50 τραγούδια. ενώ το 1935 γράφει, μεταξύ άλλων, την «Φραγκοσυριανή», ίσως το πιο γνωστό του τραγούδι. ο ίδιος αφηγείται για την δημιουργία του τραγουδιού.

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου΄χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».


Αναγκάστηκε όμως να διακόψει πάλι την μουσική. Γύρισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Σύρο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα καθώς η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο θάνατος του αδερφού του Λεονάρδου και της μητέρας του Ελπίδας.

Τότε παντρεύτηκε και την δεύτερη σύζυγό του, την Βαγγελιώ, με τη οποία απέκτησε 4 παιδιά από τα οποία τα δύο πέθαναν πρόωρα. Ο ορθόδοξος γάμος του μαζί της υπήρξε ο λόγος που η καθολική εκκλησία τον αφόρισε μέχρι το 1966. Πριν όμως από την Βαγγελιώ ήταν παντρεμένος, με την Ζιγκοάλα, την οποία μίσησε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.

Η κατάσταση καλυτέρεψε μετά τον πόλεμο όταν ο Μάρκος επέστρεψε στο τραγούδι κυκλοφορώντας πολλές επιτυχίες. Μέχρι που αρρώστησε βαριά, από αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν ήταν έτοιμος να επιστρέψει τα πράγματα δεν ήταν πλέον ίδια. Τον είχαν ξεχάσει. Και κανείς δεν το έπαιρνε σε κάποιο μαγαζί μέχρι που, το 1960, καλλιτέχνες όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι και ο Στράτος Διονυσίου ξεκίνησαν να τραγουδούν παλιά και καινούργια τραγούδια του Βαμβακάρη.

Το εγχείρημα σημείωσε επιτυχία και ο Μάρκος Βαμβακάρης επανήλθε ξανά στο μουσικό προσκήνιο μέχρι τον θάνατό του, στις 08 Φεβρουαρίου του 1972.

Πηγή: www.tovima.gr

Αντιστοιχισμένο περιεχόμενο

Η Ενημέρωση στην Ελλάδα και τoν Κόσμο