«Οι πιέσεις που μπορεί να ασκήσει μια γλώσσα είναι ευθέως ανάλογες με τον όγκο της, με το γενικότερο επίπεδο ανάπτυξης που αυτή εκφράζει ακόμη και με την.... οικονομική ευρωστία που τη στηρίζει. Η ελληνική γλώσσα είναι πολύ μικρή από κάθε άποψη. Μιλιέται από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους. Δεν μπορεί να ασκήσει πιέσεις, μπορεί ωστόσο να αμυνθεί. Για το σκοπό αυτό διαθέτει ένα ισχυρότατο όπλο το οποίο πρέπει να μάθει και να αποφασίσει να χρησιμοποιεί. Το όπλο αυτό είναι η πολύ μεγάλη ιστορία της. Η ανθρώπινη σκέψη, η ανθρώπινη ευαισθησία έχουν οριοθετηθεί με τα δικά της μέτρα. Αυτά τα μέτρα εξακολουθούν να ισχύουν και κανείς δεν μπορεί να της τα αφαιρέσει ποτέ». Οι «κρίσεις» και οι κρίσεις της γλώσσας μας ήταν το θέμα της πρώτης ομιλίας του πεζογράφου Θανάση Βαλτινού ως προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών για το 2016.
Η εγκατάσταση του προέδρου και του αντιπροέδρου της Ακαδημίας για το τρέχον έτος πραγματοποιήθηκαν στην επιβλητική αίθουσα τελετών του ιδρύματος, στη διάρκεια της πρώτης δημόσιας συνεδρίας της Ακαδημίας Αθηνών για το 2016, το απόγευμα της Τρίτης 12 Ιανουαρίου. Στα αξιώματα εγκαταστάθηκαν αντίστοιχα ο Θανάσης Βαλτινός και ο οικονομολόγος Λουκάς Παπαδήμος. Η τελετή ξεκίνησε με τον καθιερωμένο απολογισμό του έργου των Κέντρων και Γραφείων Ερεύνης της Ακαδημίας για το παρελθόν έτος από τον απερχόμενο πρόεδρο, τον φυσικό Δημήτρη Νανόπουλο, ο οποίος επέδωσε και τα μεγάλα διάσημα της Ακαδημίας στον διάδοχό του.
Στην ομιλία του ο νέος πρόεδρος, με σημείο εκκίνησης πραγματικές ή πλασματικές επιστολές σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα για τη σύγχρονη χρήση της νέας ελληνικής, τις «ελληνικούρες» στον δημόσιο λόγο και την άτυπη επαναφορά της καθαρεύουσας, διέτρεξε βασικούς σταθμούς και κρίσεις στην Ιστορία της γλώσσας μας, από τα Ευαγγελικά και τα αιματηρά Ορεστειακά των αρχών του 20ού αιώνα μέχρι την καθιέρωση της δημοτικής και τις σημερινές «κρίσεις», τις συζητήσεις για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία και την επαναφορά της καθαρεύουσας. «Για τα περασμένα είμαστε ψύχραιμα κριτικοί, άλλωστε η ίδια η γλώσσα έχει αφαιρέσει τις αφορμές για τη μεγάλη διαμάχη» τόνισε λέγοντας ότι η γλώσσα μας περιλαμβάνει και τον Σολωμό και τον Μακρυγιάννη από τη μια και τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη από την άλλη.
«Είμαστε εξίσου ψύχραιμοι και κριτικοί για την εποχή μας;» αναρωτήθηκε. Θυμήθηκε τα λόγια του Βιτγκενστάιν «Ο κόσμος μου είναι η γλώσσα μου» και του, αυτοεξόριστου, Τόμας Μαν «Πατρίδα μου είναι η γερμανική γλώσσα» και έθεσε το ερώτημα: «Αν πατρίδα μας, αν κόσμος μας είναι η γλώσσα, μήπως αυτό που εισπράττουμε ως κρίση της γλώσσας είναι κρίση της πατρίδας, κρίση του κόσμου μας; Μήπως οι κρίσεις της γλώσσας υποκρύπτουν κρίσεις αβεβαιότητας του ελληνισμού;»
Πέρασε στη συνέχεια στη συνάντηση της γλώσσας με τη λογοτεχνία και αναφέρθηκε στις δυνατότητες αναγνώρισης που προσφέρουν οι γλώσσες, ανάλογα με τη εμβέλειά τους, μικρές και μεγάλες, στους τεχνίτες του λόγου: «Ένας αγγλόφωνος συγγραφέας υπερτερεί και μόνο από το γεγονός ότι γράφει σε μια μεγάλη και πολιτισμικά ισχυρή γλώσσα από έναν συγγραφέα ίσης ίσως και μεγαλύτερης αξίας που όμως γράφει σε μια γλώσσα μικρή, όπως
η ελληνική. Ο αμερικανός Ουίλιαμ Φόκνερ θεωρείται και είναι μεγάλος συγγραφέας, είναι παγκόσμια γνωστός, όπως είναι γνωστό ότι έχει τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ. Το έργο του κατά μεγάλο μέρος διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο, στη φανταστική επαρχία Γιοκναπατάουφα, και μια από τις πλευρές του είναι καθαρά ηθογραφική. Ο Έλληνας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μεταβάλει το συγκεκριμένο υπαρκτό γενέθλιο νησί του σε ένα φανταστικό σύμπαν κίνησης μέσα από το υψηλής στάθμης έργο του, που μια από τις πλευρές του είναι καθαρά ηθογραφική. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι και θεωρείται μεγάλος στον ελληνόφωνο κόσμο αλλά πέρα από τα σύνορα αυτού του κόσμου ως συγγραφέας είναι ανύπαρκτος».
«Σε πενήντα χρόνια όλο αυτό το πάθος που οι έλληνες συγγραφείς προσπαθούν να περάσουν στα γραπτά τους τι θα γίνει; Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι δυσοίωνες προοπτικές;» αναρωτήθηκε. Ναι μεν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προγράμματα που προστατεύουν τις μικρές γλώσσες –που θυμίζουν τις προσπάθειες για τη διάσωση της πανίδας–, «αλλά αυτό γίνεται από τους ξένους προς εκπλήρωση ενός ηθικού καθήκοντος προς την Ιστορία του πολιτισμού. Εμείς τι κάνουμε; Έχουμε συνειδητοποιήσει τον επικείμενο γλωσσικό μαρασμό μας και, αν ναι, πώς μεθοδεύουμε και προς τα πού κατευθύνονται οι αντιδράσεις μας;» ρώτησε. «Πρόκειται για τη γλώσσα κιβωτό του πολιτισμού μας αλλά κυρίως δημιουργό του πολιτισμού», υπογράμμισε, «γιατί μια έκφραση του προσώπου μας είναι και αυτή».
«Είμαι ένας εμπειροτέχνης της γλώσσας», κατέληξε σε τόνο προσωπικό ο Θανάσης Βαλτινός στην ομιλία του. «Βεβαίως κάπου έμαθα τη δουλειά μου. Προσπαθώντας να ανιχνεύσω σε ποια σχολεία διδάχτηκα γράμματα σταματάω στο δημοτικό τραγούδι, αυτό το θριαμβικό κατόρθωμα ενός λαού στερημένου επί αιώνες οποιαδήποτε παιδεία, στα παραμύθια, στα εκκλησιαστικά κείμενα και ακόμη στα μοιρολόγια». Με συγκίνηση ανέφερε τις οφειλές του στην αγράμματη εκ του πατρός γιαγιά του Μάρθα, η οποία του έμαθε την αυστηρότητα του λόγου, στην αγράμματη κόρη της θεία Σταυρούλα, που του έμαθε τη γοητεία της σιωπής, και τους σχεδόν αγράμματους παπάδες της ορεινής Κυνουρίας που παλεύοντας με τις δυσκολίες εκφοράς των εκκλησιαστικών κειμένων του έκαναν σαφές το δέος που εκχέει η γλώσσα. Για να τιμήσει τους ανθρώπους αυτούς έκλεισε την ομιλία του με την ανάγνωση ενός διηγήματος που καθήλωσε τους παρευρισκόμενους, ενός διηγήματος «κοντά στο ήθος εκείνης της εποχής», όπως είπε, του «Φουραντάν», από την πρόσφατη συλλογή του «Επείγουσα ανάγκη ελέου» (Εστία, 2015).
Ο νέος πρόεδρος Θανάσης Βαλτινός εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 2008 και από τις αρχές του 2015 τελεί χρέη αντιπροέδρου. Γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας το 1932. Φοίτησε στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης και το 1950 ήρθε στην Αθήνα, όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό: Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και ΗΠΑ, καλεσμένος από Πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έχει μεταφράσει τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη και την «Ορέστεια» του Αισχύλου, που παίχτηκαν στην Επίδαυρο το 1979 και 1980 αντιστοίχως, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα». Το 1990 τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο «Στοιχεία για την Δεκαετία του 60». Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του δεύτερου καναλιού της κρατικής τηλεόρασης (1989-1990). Έχει εκδώσει τα πεζογραφήματα: «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική» (1972), «Η κάθοδος των εννιά» (1978), «Τρία ελληνικά μονόπρακτα»