Hταν το φθινόπωρο του 1985 όταν η καθηγήτρια στην Ιστορία της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο ...Θεσσαλίας Μαρία Βασιλάκη αντίκρισε για πρώτη φορά τα ανθίβολα του φακέλου του Ανδρέα Ξυγγόπουλου, χάρη στη Λασκαρίνα Μπούρα.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απόλυτη αίσθηση του χειροποίητου που ένιωσα καθώς έπιανα στα χέρια μου αυτά λυτά φύλλα χαρτιού. Φθαρμένες σελίδες γεμάτες εικονογραφικές παραστάσεις και σημειώσεις», θυμάται. «Τα ίχνη από τη χρήση τους ήταν εμφανή: καρβουνόσκονη απλωμένη στην πίσω πλευρά του χαρτιού, διάσπαρτοι λεκέδες, φθορές και απώλειες. Πολλά χρόνια μετά συνειδητοποίησα πως επάνω σε αυτά τα φύλλα χαρτιού δεν είχαν μόνο αποτυπωθεί τα ίχνη από τη χρήση τους, αλλά αρχικά θα πρέπει να διατηρούνταν και τα δαχτυλικά αποτυπώματα των κατόχων και των χρηστών τους».
Σήμερα, τρεις δεκαετίες αργότερα, όλο αυτό το σπάνιο υλικό έχει συγκεντρωθεί σε μια δίγλωσση (ελληνική και αγγλική) έκδοση, τα «Σχέδια εργασίας των ζωγράφων μετά την Αλωση. Ο Φάκελος Ανδρέα Ξυγγόπουλου του Μουσείου Μπενάκη» (Μουσείο Μπενάκη, Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, Λεβέντειος Πινακοθήκη). Τα σχέδια εργασίας που παρουσιάζονται στον ογκώδη τόμο επιτρέπουν στον αναγνώστη να εκτιμήσει τον «μηχανισμό» που κρυβόταν πίσω από τη δημιουργία των μεταβυζαντινών εικόνων.
Χωρίς υπογραφή
Το ανθίβολο ή αθίβολο είναι ένα ζωγραφικό σχέδιο με διάτρητα περιγράμματα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί ζωγράφοι για να αποτυπώσουν το σχέδιο στην επιφάνεια που ήθελαν να ζωγραφίσουν. Eπάνω στο ανθίβολο έριχναν καρβουνόσκονη, η οποία περνούσε μέσα από τις τρύπες και έτσι αποτυπωνόταν το σχέδιο του αγίου. Στη συνέχεια χάρασσαν το σχέδιο με ένα αιχμηρό εργαλείο ώστε να φαίνεται καλύτερα. Στο βιβλίο δημοσιεύεται και σχολιάζεται το σύνολο των 452 σχεδίων εργασίας (17ος-20ός αι.), τα οποία συγκροτούν τον φάκελο Ανδρέα Ξυγγόπουλου του Μουσείου Μπενάκη. Αν και πέρασε από γενιά σε γενιά ζωγράφων, τα ονόματα των ζωγράφων αυτών δεν μνημονεύονται επάνω στα ανθίβολα. Εξαίρεση αποτελεί το όνομα του ζωγράφου Αθανασίου που αναγράφεται σε δώδεκα ανθίβολα του φακέλου. «Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να ταυτίσουμε τον Αθανάσιο των ανθιβόλων με έναν από τους δεκατρείς ζωγράφους με το όνομα Αθανάσιος που καταγράφονται στους Ελληνες ζωγράφους μετά την Αλωση», σημειώνει η Μαρία Βασιλάκη.
Ο όρος «σχέδια εργασίας», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το περιεχόμενο του φακέλου, δεν αναφέρεται σε ομοειδή, αλλά σε διαφορετικού τύπου σχέδια. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διάτρητα και έκτυπα ανθίβολα, τα οποία είχαν δημιουργηθεί με μηχανική μέθοδο αναπαραγωγής, ζωγραφικά σχέδια, που είχαν γίνει με ελεύθερο χέρι και σκαριφήματα. Τα ανθίβολα αποτελούν τα σχέδια εργασίας των μεταβυζαντινών κυρίως ζωγράφων, με ιδιαίτερη διάδοση αρχικά στην Κρήτη και στις ενετοκρατούμενες περιοχές. Η αυξανόμενη ζήτηση των εικόνων, αλλά και η διάδοση του χαρτιού ως υλικού σχεδίασης επέβαλλαν σταδιακά τα ανθίβολα στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο σε σχεδόν όλα τα σημαντικά κέντρα της μεταβυζαντινής τέχνης.
Κάποια από αυτά σχετίζονται με γνωστές εικόνες κυρίως Κρητικών αλλά και άλλων ζωγράφων, ενώ άλλα εικονογραφούν σκηνές από τον βίο αγίων και προέρχονται από βιογραφικές εικόνες πολύ σημαντικές για τη μελέτη του εικονογραφικού τους κύκλου, οι οποίες όμως δεν έχουν σωθεί. «Παρά τη διαπιστωμένη στενή σχέση των ανθιβόλων με γνωστές εικόνες Κρητικών ζωγράφων, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι τα συγκεκριμένα ανθίβολα ανήκαν στους ίδιους τους ζωγράφους, εικόνες των οποίων αντιγράφουν», σύμφωνα με τη συγγραφέα.
Το μόνο αδιαμφισβήτητο κριτήριο για τη χρονολόγηση των ανθιβόλων, εξηγεί η ίδια, «προσφέρεται από τη δυνατότητα να χρονολογηθεί το ίδιο το χαρτί που έχει χρησιμοποιηθεί για την αναπαραγωγή τους». Η χρονολόγηση του χαρτιού γίνεται με τη βοήθεια του υδατοσήμου του, εφόσον υπάρχει στο συγκεκριμένο τμήμα του χαρτιού. «Μια εικόνα μπορεί να αντιγραφεί οποιασδήποτε στιγμή, εντούτοις την ακριβή χρονική στιγμή μόνο το υδατόσημο του χαρτιού μπορεί να καθορίσει με ασφάλεια». Ο φάκελος Ξυγγόπουλου περιέχει ανθίβολα από εικόνες που δεν έχουν σωθεί, αλλά που μπορούν να αποδοθούν ή να συνδεθούν με το έργο επώνυμων ζωγράφων.
Πηγή: ethnos.gr