Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Μποστ.
Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος, ζωγράφος, στιχουργός, αλλά και... θεατρικός συγγραφέας, ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου) μάγεψε την εποχή του όχι μόνο με τη σπαρταριστή ανορθογραφία και την παράξενη σύνταξη των κειμένων του, αλλά και με τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα, που ζουν σε έναν κόσμο ο οποίος αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Με αφορμή την εικοσάχρονη επέτειο, ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά του Μποστ, η «Φαύστα», κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μαζί με πέντε διηγήματά του.
Η «Φαύστα ή η απολεσθείς κόρη» έκανε πρεμιέρα το 1964 σε σκηνοθεσία Γιώργου Εμιρζά σε μια κατάμεστη αίθουσα, όπου, όμως, το κοινό έμεινε μέχρι το τέλος παγωμένο. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν τότε ακόμη να εξοικειωθούν με το ανατρεπτικό, σχεδόν βλάσφημο χιούμορ της, γράφει στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου ο γιος του Μποστ, ο εικαστικός Κωνσταντίνος Βοσταντζόγλου. Η «Φαύστα» ανέβηκε ξανά το 1965 και το 1973, αλλά η αξία της αναγνωρίστηκε μόνο όταν παρουσιάστηκε από το Θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η «Φαύστα» είναι, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Μποστ, μια «ιλαροτραγωδία». Παίρνοντας αφορμή από ένα πραγματικό γεγονός (ένα κορίτσι έπεσε θύμα καρχαρία κολυμπώντας στο Κερατσίνι), ο Μποστ θα ζωντανέψει επί σκηνής ένα ζευγάρι που έχει χάσει εδώ και πολύ καιρό την κόρη του.
Η κόρη, ωστόσο, το Ριτσάκι, θα ξεπηδήσει ξαφνικά από τα σπλάχνα ενός κήτους που έχει ψαρέψει ο πατέρας της. Θα πιάσει αμέσως να διηγείται με κέφι τα ταξίδια της ανά την υδρόγειο, φυλακισμένη στο στομάχι του ψαριού, πλην θα έχει κακό τέλος: η χρόνια ψαρίλα που αποπνέει το κορμί της θα κάνει τους γάτους της κουζίνας να τη νοστιμευτούν και να την ξεκοκαλίσουν εν ριπή οφθαλμού, με αποτέλεσμα να ατυχήσει σφόδρα μια πρόταση γάμου, η οποία θα καταφτάσει στους γονείς της μετά τη διάσωσή της ως άλλου Ιωνά.
Και όλα αυτά σαν να μη συμβαίνει το παραμικρό, με τη μάνα και τον πατέρα να φλυαρούν ασύστολα, κοροϊδεύοντας τον θάνατο και περιγελώντας ταυτοχρόνως τα πάντα: τους πολιτικούς, το φορολογικό σύστημα, την υποκρισία και τους συμβιβασμούς των μικροαστών. Τα διηγήματα του τόμου στήνουν ένα ξεχωριστό πανηγύρι, με τον αφηγητή άλλοτε να πετάει προς το “Αμστερνταμ, φοβούμενος μήπως πέσει το αεροπλάνο και τον βρουν στα συντρίμμια παρέα με την όμορφη αεροσυνοδό (τι όνειδος απέναντι στη σύζυγό του) άλλοτε να επισκέπτεται τη Σύρο και την Τήνο, όντας πεπεισμένος πως οι κάτοικοι μιλούν εξωτικές γλώσσες και πως τον υποδέχονται με κομπολόγια και χάντρες, και άλλοτε να μεταμορφώνει τον πιστό φίλο ο οποίος τον συνοδεύει σε πελεκάνο της Μυκόνου.
Ακόμα πιο απολαυστικά είναι τα κομμάτια «Ηρακλής μαινόμενος», όπου ο Μποστ αποκαθηλώνει όχι μόνο τον Ευριπίδη και την αρχαία τραγωδία, αλλά και τις παραστάσεις της Επιδαύρου, «Το σενάριο», όπου ξετινάζονται τα μελοδράματα του ελληνικού κινηματογράφου και «Το επάγγελμα της μητρός μου», μια υπερρεαλιστική κωμωδία με έναν σύζυγο ο οποίος στηρίζει ενθέρμως την απόφαση της γυναίκας του να γίνει πόρνη.