Του Γιώργου Αναγνώστου
«Θυμηθείτε αυτόν που τα θυσίασε όλα για την ελευθερία της χώρας του» γράφει η επιγραφή στο μνήμα του μεγάλου θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν που μόνο... θλίψη θα μπορούσε να νιώσει για τη βεβήλωση του αγάλματος ενός ποιητή, και μάλιστα του ποιητή του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», Κωστή Παλαμά.
Η πράξη αυτή, στοχευμένη ή όχι, δεν προσβάλλει τον ποιητή, αλλά την ίδια την ιδεολογία του πανηγυρικά πεπλανημένου, αν όχι ηλίθιου, που χάραξε ένα Α σε κύκλο με μαύρο σπρέι, στη θέση της καρδιάς και άπλωσε μαύρο στη θέση του προσώπου του σκεπτικού αγάλματος.
Σε μια ασχημονούσα εποχή, με μια κυρίαρχη ιδεολογία μαζικοποίησης που ισοπεδώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να υπάρξει ως πρόσωπο, η αυτοχειριακή αυτή χειρονομία ενός -υποτιθέμενα νέου- «καταπιεζόμενου» ατόμου αποπροσωποποίησης του αγάλματος είναι μάλλον και το άκρον άωτον της σύγχυσης που επικρατεί στα ταραγμένα μας κρανία.
Ο πιο δύσκολος ίσως να αποκτηθεί τίτλος στον κόσμο είναι εκείνος του ποιητή. Πόσο μάλλον ενός ποιητή που διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο έργο του. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Για τους μη σχετικούς με το έργο του, η κορυφαία έκφραση της «λυρικής σκέψης» του Παλαμά είναι ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη.
Αφιερωμένοι λοιπόν στον άγνωστο βεβηλωτή οι στίχοι του βεβηλωμένου:
«Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα
και στην χλαλοή του κόσμου,
άμαθος από πατέρα
κι άγνωρος από μητέρα
Κι από κάθε χάιδιο ασκλάβωτος,
έστεκα σαν κορφοβλάσταρο
δέντρου ακλάδευτου κι αγέραστου
κι άκαρπου βαρίσκιωτου δεντρού.
Καβαλάρης γυμνοπόδαρος
μαύρης μούλας πεισματάρας,
μόνος, μάντευα το είναι μου,
(μήτε που άλλος θα το μάντευε κανείς)»
Αν τους είχε διαβάσει, ακόμη κι αν δεν έφτανε να τον αποκαλέσει «αδερφό», δεν θα έβρισκε τον λόγο να του κάνει «deface».