Σε μέλη της δυναστείας των Τημενιδών, ακόμα και στον ίδιο τον βασιλιά Κάσσανδρο ή κάποιον από τους γιους του αποδίδει η... διευθύντρια της ΙΖ” Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αγγελική Κοτταρίδη, την ταφική συστάδα που βρέθηκε στη Βεργίνα.
Η κ. Κοτταρίδη προχώρησε σε «επιστημονικά τολμηρές» υποθέσεις για την αποκάλυψη των πέντε νέων βασιλικών τάφων στη διάρκεια της εισήγησής της το απόγευμα της Πέμπτης στο αρχαιολογικό συνέδριο του ΑΠΘ η διευθύντρια της ΙΖ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων, Αγγελική Κοτταρίδη.
Ο βασιλιάς Κάσσανδρος υπήρξε ένας από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σύζυγος της αδελφής του, Θεσσαλονίκης.
Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ανάπλαση-ανάδειξη της βασιλικής Νεκρόπολης των Αιγών. Προστασία και ανάδειξη του νεκροταφείου των τύμβων και της ταφικής συστάδας των Τημενιδών» η κ. Κοτταρίδη ανακοίνωσε ότι συνολικά βρέθηκαν (από το 1996 μέχρι σήμερα) 20 τάφοι που χρονολογούνται από τα αρχαϊκά (α΄ μισό του 6ου αι.) μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου- αρχές 3ου αι. π.Χ.).
«Ερευνούμε την συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου των τύμβων και σημαδεύει την πορεία του αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε από την βορειοδυτική πύλη της πόλης -όπου η ταφική συστάδα των βασιλισσών- προς την περιοχή που θάφτηκε ο Φίλιππος Β ΄ και ο Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης για την ταύτιση του τάφου του οποίου κανείς ως τώρα δεν έχει διατυπώσει κάποια αντίρρηση» δήλωσε η κ. Κοτταρίδη.
Αναφερόμενη σε άλλο τάφο είπε:
«Άφθονη κεραμική, κυρίως κομψές λευκές λήκυθοι, τα χαρακτηριστικά ελαιοδοχεία των νεκρικών τελετών, χρονολογούν το σύνολο γύρω στο 420-410 π.Χ., ενώ ένα σιδερένιο ξίφος που ξέφυγε από τους τυμβωρύχους μαρτυρά ότι ο τάφος ανήκει σε έναν πολεμιστή, ίσως τον βασιλιά Περδίκκα Β΄ (454-413 π.Χ.) που χρειάστηκε σκληρούς αγώνες για να διατηρήσει το βασίλειό του ανεξάρτητο μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού πολέμου»
«Μολονότι οι τάφοι είναι όλοι συλημένοι, η παρουσία κατάλοιπων εντυπωσιακών ταφικών πυρών με πλούσια αφιερώματα (αγγεία και όπλα) που ανακαλούν περιγραφές των ομηρικών επών αλλά και το μέγεθος και την μορφή των ίδιων των μνημείων μας οδήγησαν στη σύνδεση με την οικογένεια των Τημενιδών».
Οι ανασκαφές της ΙΖ” Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων των οποίων προΐσταται η κ. Κοτταρίδη χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του έργου ΕΣΠΑ.
Νωρίτερα, η διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα καθηγήτρια αρχαιολογίας του ΑΠΘ (και ευρωβουλευτής), Χρυσούλα Παλιαδέλη, παρουσίασε νέα στοιχεία για το ότι ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο τον Β”.
Δίκην απάντησης με σειρά επιστημονικών δεδομένων σε όσους –Έλληνες και ξένους συναδέλφους της- έχουν κατά καιρούς αμφισβητήσει τα επιστημονικά συμπεράσματα του Μανόλη Ανδρόνικου, η κ. Παλιαδέλη – ως επικεφαλής της πανεπιστημιακής ανασκαφής, επέστρεψε από το 2010 μέχρι σήμερα στην επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, επανεκτιμώντας τις παλιότερες έρευνες με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων.
«Για το νεκρό του θαλάμου τα νέα πορίσματα οδηγούν σε ακριβέστερο καθορισμό της ηλικίας του (41-49 ετών), και εντοπίζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, χρόνιες παθήσεις και δείκτες δραστηριότητας που υποδεικνύουν μεσήλικο άνδρα με έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα.
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές αλλοιώσεις στα οστά του -που βεβαιώνουν πως ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά το θάνατό του- αποδυναμώνουν τη θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο και ενισχύουν, αντίθετα, την απόδοση του τάφου στον Φίλιππο Β΄” υποστηρίζει στην εισήγησή της με τίτλο «Σκελετικό υλικό από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας – Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στα ανθρωπολογικά δεδομένα»» η καθηγήτρια κ. Παλιαδέλη.
Όσον αφορά τη «νεκρή του προθαλάμου», η κ. Παλιαδέλη υποστήριξε ότι «νέες παρατηρήσεις σε οστά που δεν είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν προσδιορίζουν με ακρίβεια πλέον, την ηλικία της (30-34 ετών), που αποκλείει οριστικά τρεις από τις πιθανές ταυτίσεις που έχουν μέχρις στιγμής προταθεί για την ταυτότητά της (Κλεοπάτρα και Μήδα, γυναίκες του Φιλίππου Β΄ και Αδέα/Ευρυδίκη, γυναίκα του Φιλίππου Γ΄ Αριδαίου).
Μορφολογικές αλλοιώσεις βεβαιώνουν πως η νεκρή κάηκε, όπως κι ο νεκρός του θαλάμου, αμέσως μετά το θάνατό της, ενώ οι δείκτες ιππικής δραστηριότητας δηλώνουν πως ίππευε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ένα κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης που προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου της ανήκει και πως το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού που βρέθηκε στο χώρο ταφής της είναι δικός της».
«Τα δεδομένα αυτά», καταλήγει η κ. Παλιαδέλη «ενισχύουν την παλιά υπόθεση του N.G.L.Hammond για την ταύτιση της νεκρής με μιαν άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς βεβαίως να αποκλείουν το ενδεχόμενο στη νεκρή του προθαλάμου να αναγνωρίσουμε την Αυδάτα, γυναίκα του Φιλίππου Β΄ από την Ιλλυρία».
«Το σημαντικότερο όμως συμπέρασμα της έρευνας» είπε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η επικεφαλής της πανεπιστημιακής ανασκαφής,
«αφορά στην ενίσχυση, όχι μόνον από αρχαιολογική, αλλά και από ανθρωπολογική άποψη, της θεωρίας ότι ο τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας ανήκει στον Φίλιππο Β’ και η χρονολόγηση του θανάτου του υπολογίζεται στο 336 π.Χ.».