Ο ανθρώπινος πόνος, το δράμα της υπαρξιακής μοναξιάς, ο φόβος του αποκλεισμού και της κοινωνικής απόρριψης, η αδυναμία επικοινωνίας, σαν....
φάρσα και ταυτόχρονα σαν τραγωδία
φάρσα και ταυτόχρονα σαν τραγωδία
Σε ένα κόσμο κατακερματισμένο, χωρίς λογική θα ήταν μάταιο να αναζητήσει κανείς την αλήθεια. Απλούστατα γιατί αλήθεια δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστον δεν υπάρχει μία αλήθεια, αλλά πολλές. Τόσες όσες οι ματιές που διασταυρώνονται πάνω στο σανίδι του πιραντελικού θεάτρου. Καθένα πρόσωπο του έργου κουβαλά τη δική του, τις δικές του αλήθειες. Κι αυτές ακόμη έτσι όπως ο συγγραφέας μας επιτρέπει να τις δούμε και να τις ψηλαφήσουμε μέσα στα όρια του σκηνικού του μύθου.
Το θέατρο του Πιραντέλο γεννήθηκε σε μια αλλόκοτη εποχή για να εκφράσει μια εποχή αλλόκοτη. Σε μια εποχή ανασφάλειας, όπου οι πληγές του Μεγάλου Πολέμου ακόμη δεν είχαν επουλωθεί, ενώ οι άνθρωποι αγωνιούσαν και διαισθητικά οσμίζονταν τον ερχομό ενός δεύτερου φονικού ολέθρου. Η σύγχυση, η ρευστότητα, το αβέβαιο μέλλον, η κρίση αξιών, η απόδειξη του παρελθόντος ότι ο άνθρωπος δεν προοδεύει απαραίτητα, ούτε και σκέφτεται μονίμως λογικά, η σχετικότητα, επηρέασαν βαθύτατα τον σικελό στοχαστή, αλλά και το κοινό της εποχής που τον κατάλαβε, γιατί είχε ανάγκη το έργο του περισσότερο από τον στείρο νατουραλισμό που μέχρι τότε κρατούσε στο θεατρικό στερέωμα και απλά μιμούνταν τη ζωή.
Η θεματική εμμονή του Πιραντέλο σε πολλά από τα έργα του, οι επί σκηνής δρώντες να είναι ηθοποιοί, σκηνοθέτες και θιασάρχες, υποδηλώνει την αγεφύρωτη διάσταση ανάμεσα σε ηθοποιό και ήρωα, ανάμεσα σε αυθεντική μορφή και καθρέφτη. Έτσι, στο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», τεχνίτες του θεάτρου και πρόσωπα του έργου συγκρούονται για το τι είναι περισσότερο πειστικό, ποιο φέρσιμο είναι περισσότερο αληθινό. Η τέχνη, όπως και η ζωή άλλωστε, δεν υπακούει σε νόρμες, ούτε μπορεί να προβαριστεί, γι’ αυτό στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», οι ηθοποιοί εκδιώκουν το σκηνοθέτη της παράστασης, τον απομυθοποιούν, και βιώνουν την αλήθεια των προσώπων του κειμένου. Γίνονται τα πρόσωπα.
Φαινομενικό και πραγματικό, αληθινό και ψεύτικο, πρόσωπο και προσωπείο, όνειρο και ζωή, φαντασία και πραγματικότητα, αίσθηση και ψευδαίσθηση. Σ’ αυτές τις αντιθέσεις δομείται ο πιραντελικός κόσμος. Εύθραυστος όσο μία πορσελάνη, αλλά συγχρόνως στέρεα ριζωμένος όσο ο κορμός ενός δέντρου. Γεμάτος από το πάθος και τη συγκίνηση των θρύλων και του μυστηρίου της πρώτης πατρίδας του συγγραφέα, αλλά και βαθύτατα επηρεασμένος από την επαφή του με τα μεγάλα ρεύματα ιδεών της εποχής, όπως τον συμβολισμό, στην Αυστρία και τη Γερμανία, όπου αυτός σπούδασε.
Στο πιραντελικό σύμπαν τα πάντα μπορούν να οριστούν ως μια αυταπάτη. Ή αλλιώς ως μεταφυσική φάρσα ή γκροτέσκο κατασκεύασμα. Γιατί το χαρακτηριστικό του συγγραφέα αυτού είναι η μαεστρία του να γράφει για τα πιο βαθιά φιλοσοφικά θέματα της ύπαρξης και του «εγώ» εξαντλώντας ταυτόχρονα έως την τελευταία σταγόνα την εκπληκτική του κωμική ικανότητα. Ο ίδιος φαίνεται να γελά με όλους όσους εναγωνίως μάχονται να αποκαλύψουν τη μία και μοναδική αλήθεια για να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα κοινωνική ευταξία και ειρήνη του μικρόκοσμού τους. Το alter ego του στο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», ο Λαμπέρτο Λαουντίζι, ξεκαρδίζεται στο τέλος του έργου αναφωνώντας «Κοιταζόσαστε όλοι στα μάτια ε; Λοιπόν, ποια είναι η αλήθεια;».
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε κάποτε λέει:
«…όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δε φαίνεται. Λοιπόν, κάνετε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μη δει τον εαυτό του ή έξω φρενών, φτύνει την εικόνα του ή, οργισμένος, δίνει μια γροθιά για να την καταστρέψει. Κι αν έκλαιγε, δε μπορεί πια να κλάψει κι αν γελούσε, δε μπορεί πια να γελάσει… Οπωσδήποτε κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το θέατρό μου.»
Υποφέρουμε από μόνιμη αυτοάγνοια. Ηθελημένη αυτοάγνοια. Η αυτοάγνοια μας είναι η απάντηση στον πόνο που προκαλεί η γνώση του εαυτού και στη μοναξιά που αυτή συνεπάγεται. Παύουμε να έχουμε αληθινό εαυτό, αλλά δημιουργούμε τον εαυτό μας, τους εαυτούς μας, γιατί αυτό που δημιουργούμε έχει τελικά σημασία. Είναι «το θαύμα μιας πραγματικότητας που γεννιέται» θα μας πει ο πατέρας στο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Η αλήθεια μας είναι η πίστη μας, είναι οι θολές αντανακλάσεις της μορφής μας πάνω στους λογής-λογής καθρέφτες που κρατούν οι άλλοι για μας. Είμαστε «ένας, κανένας κι εκατό χιλιάδες». Έτσι, σιγά-σιγά το άτομο εξαφανίζεται και δεν επιβιώνει παρά μόνο μια σκιά, μια ανάμνηση, μια ιδέα. Γι’ αυτό και οι ήρωες του Πιραντέλο συχνά δε μοιάζουν με αληθινούς ανθρώπους, αλλά περισσότερο με ιδέες. Κι αν και θέλει να τραβήξει από τα πρόσωπα τους τις «γυμνές μάσκες» τους, δεν παύει να νοιώθει τις πληγές τους και το φόβο τους μπρος σε μια τέτοια σπαρακτική αποκάλυψη και τελικά τους σπλαχνίζεται.
Η ανάδειξη στο έργο του της διασπασμένης προσωπικότητας του ατόμου δε μπορεί να εξεταστεί ξέχωρα από την τρέλα, την κατεξοχήν κατάσταση όπου το άτομο ταλαντεύεται βίαια ανάμεσα στο καθολικά υποδεικνυόμενο ως πραγματικό και το υπαρκτό φανταστικό. Η τρέλα στο πιραντελικό θέατρο δεν είναι μόνο μια τεχνική ικανή να βοηθήσει την ιστορία, που κατακερματίζεται ενώ συγχρόνως χτίζεται με υλικό τις αμέτρητες πραγματικότητες. Η τρέλα είναι βίωμα προσωπικό και τραυματική έμπνευση του συγγραφέα. Η αδερφή του πρώτα κι η γυναίκα του έπειτα έχασαν τα λογικά τους. Τότε αυτός κατά παράδοξο τρόπο άρχισε να παρατηρεί σχεδόν με θαυμασμό τη γυναίκα του. Άρχισε να εξετάζει ακούραστα τις αντιδράσεις της. Τις παραδοξολογίες της συμπεριφοράς της και την ασυμμετρία της στην κανονικότητα. Άρχισε να αντλεί από τα συμπτώματα της παράνοιάς της αφορμές τέχνης για να περιγράψει με το γλαφυρότερο ίσως μέχρι τα τότε τρόπο την ψυχοπαθολογία της καθημερινότητας.
Στο θέατρο του Πιραντέλο, όπου η ζωή είναι θέατρο, μπορεί η αλήθεια να ματαιώνεται, όμως υπάρχει γνήσια η αλήθεια της αγωνίας για τον άνθρωπο και είναι αυτή που το έκανε τόσο αγαπητό και οικείο. Ο ανθρώπινος πόνος, το δράμα της υπαρξιακής μοναξιάς, ο φόβος του αποκλεισμού και της κοινωνικής απόρριψης, η αδυναμία επικοινωνίας με τον άλλο είναι θέματα που το πιραντελικό θέατρο προσέγγισε και μάλιστα με τον τρόπο που συχνά η ίδια η ζωή τα προσεγγίζει και ως τραγωδία, αλλά και ως φάρσα.