Αν είχατε δίλημμα, από τι μια να χάσετε το έξτρα εισόδημα σας ή μήπως την απόλυση ενός συναδέλφου, εσείς τι θα επιλέγατε;
Αυτό το ερώτημα... είναι το θέμα της τελευταίας ταινίας των αδελφών Νταρντέν, «Δυό μέρες, μια νύχτα».
Ξεχάστε τα αμέρικανικα φίλμ με πρωταγωνιστές δεινόσαυρους, πονέμενους χιμπατζίδες και φιλόζωους ανθρώπους, που θεραπεύουν τις πληγές του πλανήτη. Εδώ τα πράματα είναι δύσκολα, ταινία σκέτη μαχαιριά στα ξεγυμνωμένα στήθια του εργάτη, που ντρέπεται να ξεστομίσει ότι παραμένει ένας ματωμένος και θλιβερός προλετάριος.
Οι στρατευμένοι Βέλγοι δημιουργοί της θρυλικής «Ροζέτας», έχουν ξεκάθαρο ταξικό προσανατολισμό, βλέπουν τη γυμνή πραγματικότητα δίχως παρωπίδες, αναγκάζουν το θεατή να κρατήσει ανοιχτά μάτια στην εργασιακή μας κατάντια.
Μια γυναίκα, η Σάντρα, μπαίνει στη ζυγαριά, από την άλλη πλευρά το πριμ, που δίνει το αφεντικό στους 17 εργαζόμενους για να δουλεύουν όσο είναι απαραίτητο για την εταιρεία, αφού δεν υπάρχουν υπερωρίες και εργασιακοί κανόνες. Οι συνάδελφοί της θα κληθούν να ψηφίσουν και να αποφασίσουν στο τελεσίγραφο.
Αν θα συνεχίσουν να παίρνουν το έξτρα εισόδημα και ο εργοδότης θα απολύσει την Σάντρα ή θα το αρνηθούν, και η γυναίκα θα παραμείνει στη δουλειά.
Απλά πράγματα, ο θάνατος σου, η ζωή μου!
Στο ρόλο της γυναίκας, που ζει το προσωπικό της δράμα η εκπληκτική και όμορφη Μαριόν Κοτιγιάρ, κρατά τις ανάσες του θεατή ανάμεσα στο πιγούνι και το μέτωπο της. Η κάμερα στο χέρι, τα γυρίσματα αφτιασίδωτα, δεν έχουν την ανάγκη να κρύψουν ή να στρέψουν το μάτι μας σε κρυφά, αφώτιστα σημεία.
Το βουβό κλάμα γίνεται ποταμός δακρύων και εμείς ή θεατές, στα σκοτεινά σκύβουμε το κεφάλι, θέλουμε να το παραχώσουμε κάτω από τα καθίσματα, αφού συνηθίσαμε τη μαγεία του καναπέ, ενώ οι συνηθισμένοι σωτήρες μας εμφανίζονται ιδρωμένοι από τους κόπους τους στα κανάλια.
Η Σάντρα και ο σύζυγος της παλεύουν μαζί, για να πείσουν τους συναδέλφους να αρνηθούν το μπόνους και να παραμείνει στη δουλειά. Όμως πάνε τέσσερις μήνες να αγγιχτούν και να κάνουν έρωτα. Καμμιά κίνηση δεν γίνεται εύκολα, καταπίνει με τις χούφτες της χάπια, και έπειτα προσπαθεί να κοιμηθεί, να ξεφύγει από έναν κόσμο που μας θέλει μονάχους και τους λίγο πιο αδύναμους κρυμμένους ή καλύτερα πεταμένους. Σίγουρα δεν έχουν καμμιά θέση οι άσχημοι, οι γέροι και οι άρρωστοι, στην νέα, ολοκαίνουρια λαμπρή κοινωνία που μας περιμένει.
Η ταινία τελειώνει και δεν ακούς κιχ, ο κόσμος γλυστρά αθόρυβα από την αίθουσα, συλλογιζόμαστε, μάλλον κάναμε λάθος!
Καλύτερα να μην γνωρίζεις την αρρώστια, ούτε και να λες το όνομα της. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν εργασιακοί κανόνες, όλα είναι στα χέρια του καλού ή κακού εργοδότη και εμείς, οι μόνιμοι (άκου μόνιμοι!) εργάτες είμαστε διαφορετικοί από τους συμβασιούχους. Όσο για τους ανέργους, αυτοί πια είναι από άλλον πλανήτη και εκεί να πάνε.
Μην το συζητάς λοιπόν! Η ταινία ίσως βρεί το δρόμο της όταν κοιτάξουμε μπροστά και αναλογιστούμε την ταξική ευθύνη και το ρόλο μας.
Μέχρι τότε ας πληρώνουμε για να δούμε ιπτάμενους ήρωες με πολύχρωμες στολές και που το ξέρεις εσύ, στα όνειρα μας μπορεί τότε να αρνιόμασταν και το μπόνους…Σήμερα το έχουμε ανάγκη…