Αν κάθε γλώσσα αναπαριστά με λέξεις και με σχήματα έναν κόσμο μοναδικό και απλησίαστο για όποιον δεν την κατέχει, το έργο του μεταφραστή είναι στην καλύτερη περίπτωση απαιτητικό... στη χειρότερη μάταιο.
Μόνο ευγνωμοσύνη μπορεί να νιώθει το αναγνωστικό κοινό για αυτούς που τρυπώνουν στον κόσμο των άλλων, τον πραγματικό και τον μυθοπλαστικό, και προσπαθούν να τον μεταφέρουν σε όλη του τη μαγεία. Το αποτέλεσμα, όμως, δεν ανταποκρίνεται πάντα στις προσδοκίες.
Το παρακάτω εκτενές σχόλιο της Τάνια Ραχματούλινα, με τίτλο «Κάποιος να προστατεύσει τους ποιητές» αναφέρεται στην απόδοση Ρώσων δημιουργών στα ελληνικά και επισημαίνει τις δυσκολίες για τους μεταφραστές που σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται ανυπέρβλητο εμπόδιο. Το παράδειγμά της το αντλεί κυρίως από τη μετάφραση του βιβλίου «Βλαδίμηρος Βισότσκι – Ο άγιος Βλαδίμηρος του πάθους» από τις εκδόσεις bibliotheque, 2013 σε μετάφραση του Δ.Τριανταφυλλίδη.
«Αγόρασα πρόσφατα τρία βιβλία, ένα εκ των οποίων είναι το «Βλαδίμηρος Βισότσκι – Ο άγιος Βλαδίμηρος του πάθους», εκδόσεις bibliotheque, 2013, με την ένδειξη: Συλλεκτική έκδοση σε 500 αριθμημένα αντίτυπα (εγώ είμαι το 132ο θύμα). Το δεύτερο είναι το «Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Βέρστια», εκδόσεις Ενδυμίων, 2013, και το τρίτο είναι το: «Β.Μ. Γκάρσιν, Το κόκκινο λουλούδι», εκδόσεις Πόλις, Μάρτιος 2014. Μεταφραστής και των τριών βιβλίων, από τα ρωσικά, είναι ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.
Κάθε φορά που βλέπω στα βιβλιοπωλεία μια καινούργια μετάφραση ρωσικών βιβλίων χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί θέλω αυτή η σπουδαία λογοτεχνία –κλασική και σύγχρονη– να φτάνει στα χέρια του Έλληνα αναγνώστη, να του δίνεται η δυνατότητα να τη γνωρίσει. Και πραγματικά, υπάρχουν εξαιρετικοί μεταφραστές που μεταφράζουν απευθείας από τα ρωσικά, φανερώνοντας πολύ καλή γνώση της ρωσικής και άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Αν και έχει πάνω από χρόνο που διάβασα τη «Μήδεια και τα παιδιά της» της Λιουντμίλας Ουλίτσκαγια (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2000), εξακολουθώ να είμαι γοητευμένη από τη μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά, και από το μυθιστόρημα φυσικά. Διαβάζοντάς το, ξεχνιόμουν και δεν παρακολουθούσα τόσο την υπόθεση όσο τη μετάφραση. Συχνά μάντευα από κάτω το ρωσικό κείμενο και θαύμαζα το πόσο άρτια μεταφερόταν στα ελληνικά. Δυστυχώς, δεν έτυχε να δω κι άλλες μεταφράσεις του Λ. Καρατζά, αλλά ελπίζω να συνεχίσει να μας δίνει, χωρίς ο ίδιος να το υποπτεύεται, μαθήματα μεταφραστικής τέχνης.
Από τα τρία βιβλία που ανέφερα στην αρχή, θα σταθώ ιδιαίτερα στον «Άγιο Βλαδίμηρο του πάθους». Και πρέπει να πω αμέσως ότι είναι πολύ δύσκολο να μεταφράσεις Βισότσκι, αν όχι ακατόρθωτο. Ο Βλαντίμιρ Βισότσκι, o βάρδος, όπως αρέσει στους Ρώσους να τον αποκαλούν, έγραφε τους στίχους των τραγουδιών του, τα έπαιζε στην κιθάρα του και τα τραγουδούσε με τη βραχνή φωνή του. Δηλαδή, έγραφε στίχους που προορίζονταν να μελοποιηθούν και να τραγουδηθούν. Στην πλειοψηφία των τραγουδιών, η μελωδία είναι υποτυπώδης, ρυθμική, περισσότερο για να στηρίξει τους στίχους. Στίχους μεστούς νοήματος, με δυνατή, στέρεη ομοιοκαταληξία και αυστηρή δομή. Επομένως, εκτιμώ ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών είναι η ομοιοκαταληξία και ο ρυθμός. Αυτά πρέπει να τηρηθούν ευλαβικά στη μετάφραση, αλλιώς χάνεται η μαστοριά και η μαγεία τους.
Ο Βισότσκι έγραψε φαρμακερά σατιρικά τραγούδια και αριστοτεχνικές παρωδίες. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι μερικών από αυτά: «Γράμμα των εργατών ενός εργοστασίου στο Ταμπόφ προς Κινέζους ηγέτες», «Διάλεξη για τη σύγχρονη επιστήμη», «Πρωινή γυμναστική», «Για τον Τζέημς Μποντ», «Γι' αυτούς που πάνε στο εξωτερικό και επιστρέφουν» (εδώ υποθέτω πως θα ήθελε να γράψει γι' αυτούς που δεν επιστρέφουν, αλλά δεν θα τον άφηνε η λογοκρισία), «Στις μπιραρίες ξημεροβραδιαζόμουν», «Διάλογος στο τραμ», και τόσα άλλα. Έγραψε όμως και τραγούδια που διαπνέονται από βαθύ λυρισμό για τον έρωτα και τη φιλία, για την απελπισία και τα αδιέξοδα, όπως είναι το συγκινητικό «Δεν γύρισε απ' τη μάχη» ή το σπαρακτικό «Άλογα ατίθασα» και πάρα πολλά άλλα.
Ήταν ένας μοναδικός στο είδος του τραγουδοποιός που με τόση αμεσότητα και τέχνη αποτύπωνε στα τραγούδια του, που ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να έχουν τεράστια απήχηση, τον κόσμο της εποχής του. Έναν κόσμο, όμως, όχι και τόσο ιδανικό, όπως ήθελε να τον παρουσιάζει η επίσημη πολιτεία και η επίσημη διανόηση. Στις μπαλάντες του συχνά παρελαύνουν μέθυσοι, μαχαιροβγάλτες, παρακμιακοί τύποι της πόλης, κλεφτρόνια και, φυσικά, όλοι αυτοί μιλάνε με το ύφος και τη γλώσσα του περιθωρίου, την αργκό. Ποιος Έλληνας μεταφραστής γνωρίζει τη σοβιετική αργκό; Νομίζω κανείς!
Κάνω μια μικρή παρένθεση για να πω ότι είχα την τύχη να δω τον Βισότσκι και να τον ακούσω μία μοναδική φορά, κάπου εκεί γύρω στο '70, στην αίθουσα συναυλιών του πανεπιστημίου μας. Ήταν κατάμεστη από φοιτητές που κάθονταν, στέκονταν και κρέμονταν απ' όπου έβρισκαν. Εμείς είχαμε σφηνωθεί, όρθιοι πίσω από τις τελευταίες σειρές, και πιο πολύ τον ακούγαμε παρά τον βλέπαμε. Η εικόνα του όμως έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου: ένας μάλλον μικρόσωμος νέος άντρας, καθισμένος κατάχαμα στην άκρη της σκηνής, με τα πόδια να κρέμονται κάτω από το πάλκο, να μας μιλά και να τραγουδά με τη βραχνή φωνή του, που τότε ακόμα δεν ήταν και τόσο βραχνή.
Μεταφραστικές ασυναρτησίες
Οι στίχοι των τραγουδιών του είναι γεμάτοι μεταφορές, συμβολισμούς και αλληγορίες που αποτελούν γρίφους για τους περισσότερους Έλληνες μεταφραστές που θα αποτολμήσουν να δοκιμάσουν τη μετάφρασή τους. Πίσω από μια λέξη μπορεί να κρύβονται οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής στη Μόσχα της μπρεζνιεφικής εποχής. Μια λέξη της αργκό μπορεί να παραπέμπει σε μιαν ολόκληρη ομάδα του περιθωρίου ή σε καταστάσεις εκείνης της συγκεκριμένης εποχής. Π.χ. η λέξη «феня» είναι η ομιλία, η γλώσσα των κλεφτών.
Ο μεταφραστής πρέπει πρώτα ο ίδιος να κατανοήσει τα φανερά και τα κρυφά νοήματα των στίχων του Βισότσκι. Και για να μην τον αρπάξουν... οι γρύπες, θα πρέπει να αναζητήσει βοήθεια για να λύσει όλους τους γρίφους, με την αρωγή όχι μόνο λεξικών, αλλά πιο πολύ μορφωμένων Ρώσων, που θα τους συμβουλευτεί και θα του εξηγήσουν τι εννοεί ο ποιητής. Πρέπει να ανοίξει όχι ένα, αλλά πολλά λεξικά και στις δυο γλώσσες και, προπάντων, ρωσικά ερμηνευτικά λεξικά. Και πάλι, δεν θα αρκεστεί σε αυτά, αλλά θα ρωτήσει για να διασταυρώσει ώστε να βεβαιωθεί. Είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση να διαθέτει από τη μια γερή γνώση της τότε σοβιετικής πραγματικότητας και από την άλλη την ανάλογη γλωσσομάθεια, τον ανάλογο πλούτο και στην ελληνική γλώσσα. Και ακόμα θα πρέπει να έχει την αίσθηση της ποιητικής γλώσσας, να γνωρίζει μετρική. Οπλισμένος με αυτά τα εφόδια, μόνο τότε θα προσπαθήσει να μεταφέρει αυτούς τους στίχους όσο γίνεται πιο κοντά στη γλώσσα μας.
Η συγκεκριμένη έκδοση είναι δίγλωσση, και βλέποντας το ρωσικό πρωτότυπο, το μάτι αμέσως πέφτει στις ανορθογραφίες! Δηλαδή, τα σημεία της στίξης, όπως το θαυμαστικό, η τελεία, το κόμμα, το ερωτηματικό κλπ., δεν είναι σωστά βαλμένα, πράγμα που κάνει δυσνόητο το κείμενο. Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις λείπουν γράμματα από λέξεις, αλλάζοντας έτσι το νόημα. Αλλά και ο αναγνώστης που δεν ξέρει ρωσικά και θα διαβάσει μόνο το ελληνικό κείμενο, θα βγάλει το συμπέρασμα ότι ο Βισότσκι έγραφε καθαρές... ασυναρτησίες. Π.χ. «Τα παράθυρα σφάλισαν/ σα χαράδρα έγιναν,/ κι οι πόρτες/ στη δημοσιά». Στο πρωτότυπο: «Всеми окнами обратясь в овраг\ а воротами – на проезжий тракт. «Με όλα τα παράθυρα/ να βλέπουν στον γκρεμό/και τις πύλες του/ στη δημοσιά» (σ. 38). Πιο κάτω: «...Με πήρε απ' εδώ, με πήγε απ' εκεί!/Η ζωή με παρέσυρε – μα δεν έσυρε». Στην πραγματικότητα ο ποιητής λέει: «Сколько кануло, сколько схлынуло!\ Жизнь кидала меня – не докикула.» «Πόσα κατάπιε η λήθη, πόσα πέρασαν ορμητικά!/ Η ζωή με πέταξε από δω κι από κει, δεν με νίκησε» (σ. 43). {Γιατί το σπίτι σώπασε/Чужой дом }
Και οι ασυναρτησίες συνεχίζουν ακάθεκτες να τσαλαπατούν τους στίχους του δύστυχου Βισότσκι. «Ουρλιάζω, – μα δεν ακούω την κραυγή,/ να δέσω από τον φόβο δεν μπορώ τη φλούδα,». «Я кричу, – не слышу крика, Не вяжу от страха лыка» σ. 81). «Λεβέντικα κουπί τραβώ προς τη δίνη/ δυο κουπιά μέχρι τη μέση/ – ωχ τι πονηρός που είμαι!» «Лихо выгреб на стремнину\ в два гребка на середину\ ох, пройдоха я!» (σ. 85).{Δυο μοίρες/ Две судьбы} Και αλλού: «Βιάσου – γρίφος λεπτός πάνω απ' τη χώρα στροβιλίζεται/ στο δάσος – το σπιτικό σου – η άνοιξη ανήγγειλε!» (...)Торопись – тощий гриф над страною кружит!\ Лес – обитель твою – по весне навести! «Το μίσος σε γεμάτα βαρέλια βασανίζεται» «Ненависть – в почках набухших томится» (σ. 89). {Μπαλάντα για το μίσος/Баллада о ненависти}
Άλλα αντ' άλλων
Αυτές ήταν μερικές από τις πολλές ασυναρτησίες. Αν ήταν όμως μόνον αυτές... Ο μεταφραστής δεν γνωρίζει τη ρωσική γλώσσα, τουλάχιστον σε βαθμό που να δικαιούται να τη μεταφράσει. Και δεν εννοώ μόνο τις μεταφορές, τις αλληγορίες και την αργκό που είναι διάσπαρτα σε όλους τους στίχους, Εννοώ απλές ρωσικές λέξεις, όπως π.χ. τα «μάτια» στα γυμνά κλαδιά των δέντρων που ο ποιητής λέει πως έχουν φουσκώσει (δηλαδή είναι έτοιμα να ξεπεταχτούν τα φυλλαράκια), χωρίς δεύτερη σκέψη μεταφράζονται σαν «γεμάτα βαρέλια», επειδή αν αλλάξεις ένα γράμμα στη ρωσική λέξη, τότε η σημασία γίνεται βαρέλια (почки\ бочки)! Αντί για «όνειρα», «ονειροπόλημα», διαβάζουμε «τύψεις», γιατί ηχητικά μοιάζουν κάπως οι λέξεις στα ρωσικά. Ο στίχος: «Μα εδώ είμαστε ελεύθεροι» -«Но здесь мы на воле»- στα ελληνικά έγινε «Μα εδώ ήρθαμε εθελοντικά». Το έλατο (ель), το αγαπημένο δέντρο των Ρώσων, που έχει μπει μαζί με τη σημύδα στην ποίησή τους, χάρη στον μεταφραστή μετατρέπεται σε ελιά (оливковое дерево), το «στόμα» σε «θωριά», γιατί στα ρωσικά το ένα γράφεται лыко και το άλλο лико. Το «γλωσσικό φράγμα», εννοείται φυσικά η δυσκολία συνεννόησης όταν δυο άνθρωποι δεν μιλάνε την ίδια εθνική γλώσσα, στην ελληνική μετάφραση γίνεται «της γλώσσας η μεθόριος».
Όποιον γνωρίζει, και κυρίως αγαπά, την ποίηση του Βλαντίμιρ Βισότσκι, τον απελπίζουν πραγματικά οι απόλυτες παρερμηνείες που σχεδόν συνοδεύουν όλους τους μεταφρασμένους στίχους. Πόσα να πιάσω και πόσα ν' αφήσω!
Στη σελίδα 16, σε ένα άλλο ποίημα, στην 8η στροφή, το πρωτότυπο λέει: «Εκείνην, ως συνήθως τη συγχώρεσα/ αυτόν που ήταν μαζί της πριν δεν τον συγχωρώ». «Ее, как водится, простил, /Того ж, кто раньше с нею был, Я не прощаю!» Ο μεταφραστής, που δεν φαίνεται να ξεχωρίζει τις προσωπικές αντωνυμίες, γράφει: «Κι εκείνον που' ταν μαζί της πριν, που τη συγχώρεσε,/ όπως ήταν φυσικό, εγώ δεν τονε συγχωρώ». Εκτός από την ισοπεδωτική απόδοση, σ' ολόκληρο αυτό το αφηγηματικό μακρύ ποίημα, άλλα λέει ο ποιητής, άλλα καταλαβαίνει ο μεταφραστής. « И как-то в осень и как-то в осень» (Ένα φθινόπωρο ή Το φθινόπωρο μια μέρα) στη μετάφραση: «Και ήταν άνοιξη θαρρώ». Κι αλλού: «Но тот, кто раньше с нею был,/ Он эту кашу заварил», δηλαδή «Αυτός που ήταν μαζί της πριν, αυτός τα έκανε μαντάρα». Στη μετάφραση του Τριανταφυλλίδη: «Κι εκείνος που ήταν μαζί της πριν,-/ μ' απείλησε και μ' έβρισε» (!!!){Εκείνο το απόγευμα δεν έπινα/Тот, кто раньше с нею был}
Στη σελίδα 24, ο καημένος ο ποιητής λέει: «Κάθε βράδυ κεριά μου ανάβουν/ και τη μορφή σου τυλίγει ο καπνός». «Мне каждый вечер зажигают свечи/и образ твой окуривает дым.» Ενώ στη μετάφραση τον ποιητή τον ανάβουν τα κεριά και η φλόγα τους καπνίζει τη μορφή της: «Κάθε βράδυ κεριά μ' ανάβουν/ κι η φλόγα τους καπνίζει τη μορφή σου». {Κάθε βράδυ κεριά μ'ανάβουν/Мне каждый вечер зажигают свечи...} Στη σελίδα 78, στο πρωτότυπο: «Το ρεύμα ακολουθούσα/ κι όπου με βγάλει ο δρόμος», «Плыл, куда глаза глядели»- στη μετάφραση διαβάζουμε: «Το ρεύμα ακολουθώντας/ ταξίδευα εκεί που έφταναν τα μάτια». {Δυο μοίρες/ Две судьбы}
Μια απ' τις κορυφαίες παρανοήσεις είναι στο σημείο που η απειλητική ζοφερή ατμόσφαιρα στο τραγούδι του Βισότσκι, μετατρέπεται σε μια ακαταλαβίστικη ανοησία. Στα ρωσικά «гриф» είναι ο μυθικός γρύπας, αλλά σήμερα είναι και ένα είδος γύπα που τρέφεται μόνο με κουφάρια ζώων ή ανθρώπων. Ο ποιητής, στην «Μπαλάντα του μίσους» (σ. 88), λέει: «Βιάσου, σκελετωμένος γρύπας πάνω απ' τη χώρα κύκλους κάνει!/ στο κονάκι σου, το δάσος, την άνοιξη να πας». Торопись – тощий гриф над страною кружит!\ Лес – обитель твою – по весне навести! Κι ο Τριανταφυλλίδης: «Βιάσου – γρίφος λεπτός πάνω απ' τη χώρα στροβιλίζεται!/Στο δάσος – το σπιτικό σου – η άνοιξη ανήγγειλε!» Ξέρετε μήπως κανένα αίνιγμα που να στροβιλίζεται πάνω απ' τη χώρα λες και θα μας χορέψει... βαλς και καμιά άνοιξη να αναγγέλλει σπιτικά; {Μπαλάντα για το μίσος/Баллада о ненависти}
Η αδυναμία του μεταφραστή να αναγνωρίζει τη ρωσική αργκό και να την καταλαβαίνει τον οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερες μεταφραστικές αστειότητες, που δίνουν και τη χαριστική βολή στον άτυχο Βισότσκι. Είναι τόσες πολλές που θα βαρεθεί ο αναγνώστης να διαβάζει.
Από λάθος σε λάθος
Πρέπει δε να αναφερθώ σε κάτι ακόμα που θεωρώ θεμελιώδες όταν μεταφράζουμε ποίηση. Δεν μπορεί αυθαίρετα, ο επίδοξος μεταφραστής, να αλλάζει τον αριθμό των στίχων στις στροφές του ποιήματος. Αν ο ποιητής γράφει οχτάστιχες στροφές, δεν μπορεί στη μεταφερόμενη γλώσσα να γίνονται αυθαίρετα πότε εννιάστιχες και πότε εφτάστιχες οι στροφές. Είναι αδιανόητο. Επίσης, αν ο στίχος δίνεται με τρεις λέξεις, δεν μπορεί ο αδέξιος μεταφραστής να τις διπλασιάζει αν μπορεί (και μπορεί!) να αποδοθεί στη γλώσσα μας με τον ίδιο αριθμό λέξεων χωρίς αυτές να υπολείπονται σε ομορφιά και ακρίβεια. Ή, αντίθετα, να λογοκρίνει τον ποιητή: «Εκείνο το βράδυ δεν έπινα, δεν τραγουδούσα», στη μετάφραση: «Εκείνο το απόγευμα δεν έπινα». Μα ο Βισότσκι μας πληροφορεί πως ούτε και τραγουδούσε!
Και μια τελευταία παρατήρηση. Ο μεταφραστής μπερδεύει τους χρόνους, τον ενεστώτα τον μετατρέπει εντελώς αχρείαστα και παραπλανητικά σε παρελθόντα χρόνο, τους χρόνους διαρκείας τους μετατρέπει και πάλι χωρίς κανένα λόγο σε στιγμιαίους, κάτι που δίνει στο στίχο διαφορετικό νόημα από αυτό που έχει στο πρωτότυπο, την άρνηση την κάνει κατάφαση και το αντίθετο. Κι ακόμα, στα ρωσικά, οι πτώσεις (είναι πέντε) στα ουσιαστικά, τα επίθετα και τις μετοχές, καθορίζουν και τη θέση τους μέσα στη φράση. Δείχνει δηλαδή αν είναι υποκείμενα, αντικείμενα κλπ. και μπορείς να κατανοήσεις ποιος κάνει τι μέσα στη φράση. Επομένως, αν δεν ξέρεις τη ρωσική γραμματική, δεν μπορείς να αντιληφθείς σωστά το νόημα της φράσης. Συχνά, οι παρανοήσεις στη μετάφραση βασίζονται σ' αυτήν ακριβώς την αδυναμία.
Το βιβλίο, δυστυχώς, είναι γεμάτο με λάθη κάθε είδους. Συνοψίζοντας αναφέρω τα βασικά:
1. Ο μεταφραστής αλλάζει αυθαίρετα τον αριθμό των στροφών και των στίχων.
2. Σμίγει στίχους, χωρίζει τις στροφές όπου του κατέβει, αφαιρεί απαραίτητες λέξεις από τους τίτλους, δίνει τίτλο σε ποιήματα που δεν έχουν, παραλείπει τις αφιερώσεις (π.χ. «Στη Μαρίνα», την παλιά δόξα του γαλλικού σινεμά Μαρίνα Βλαντί, που ήταν και γυναίκα του Βισότσκι), χρησιμοποιεί τα σημεία της στίξης τόσο λανθασμένα που δυσκολεύουν το νόημα.
3. Πάρα πολλές φορές, γνωρίζει μόνο τη μία σημασία της ρωσικής λέξης, αγνοώντας τις άλλες σημασίες της που από αυτές θα πρέπει να βρει την κατάλληλη, αλλιώς ο στίχος γίνεται ασυνάρτητος.
4. Δεν έχει την αίσθηση της γλώσσας. Όταν ο ποιητής λέει «Я люблю тебя сейчас!» Δηλαδή «Σ' αγαπώ τώρα!», και δομεί όλο το νόημα του ποιήματος ακριβώς σ' αυτό, ότι την αγαπά ΤΩΡΑ και όχι χτες ή αύριο, όταν τονίζει αυτό το «τώρα», δεν μπορεί ο μεταφραστής να μεταφράζει: «Μα τώρα σ' αγαπώ». Με αυτή τη σειρά των λέξεων χάνονται όλα όσα ήθελε να πει ο ποιητής. Τη «малина» τη μεταφράζει «σμέουρα», αλλά μόνο σμέουρα δεν είναι. Είναι λέξη της αργκό και θα πει ο μυστικός τόπος που συναντιούνται οι κλέφτες, οι παράνομοι. Κι όταν ο στίχος λέει: «Раз однажды я малину οптом запродал» δεν εννοεί, όπως κατάλαβε ο Τριανταφυλλίδης, «Σμέουρα χοντρικά πούλησα μια φορά», αλλά ότι «πούλησε», πρόδωσε τους συντρόφους του! Ή όταν ο ποιητής λέει: «Запишите мне по глазу, если я соврал», δεν εννοεί βέβαια: «Φαίνεται απ' τη θωριά/ψέματα σαν είπα», αλλά «Πάρτε μου τα μάτια, αν είπα ψέματα». Ή καλύτερα: «Στο φως μου, αν λέω ψέματα».
Καταλήγοντας, θα ήθελα να τονίσω πως η μετάφραση, και μάλιστα της ποίησης και πολύ περισσότερο ποιητών όπως ο Βισότσκι και η Τσβετάγιεβα, είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Και σίγουρα δεν πρέπει να γίνονται σοβαρές μεταφράσεις από το διαδίκτυο. Νομίζω ότι ο Δ. Τριανταφυλλίδης αυτό έκανε. Εκτός όλων αυτών που ανέφερα πιο πάνω, οι μεταφράσεις του έχουν κι αυτό το μειονέκτημα. Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στην εγκυρότητα του διαδικτύου. Προσωπικά, για να γράψω αυτό το άρθρο βασίστηκα στο βιβλίο:
«Владимир Высоцкий» Избранное («Βλαντίμιρ Βισότσκι» Επιλογή) – ένα βιβλίο που εξέδωσε η Επιτροπή Λογοτεχνικής Κληρονομιάς Β. Σ. Βισότσκι, εκδόσεις Σοβιέτσκι πισάτελ, 1988.
Και εν τέλει δεν με ενδιαφέρει που γελοιοποιούνται οι μεταφραστές μέσα στο θράσος τους, ή τη μακαριότητά τους θα έλεγα εγώ, με νοιάζει που δεινοπαθούν στα χέρια τους αυτοί οι ποιητές, που αν ζούσαν, πιθανόν να τους έστηναν στα πέντε μέτρα.
Υ.Γ.: Στη μετάφραση του Δ. Τριανταφυλλίδη, η Τσβετάγιεβα είχε την ίδια τύχη με τον Βισότσκι, δυστυχώς. Ο Γκάρσιν, επειδή είναι πεζογράφος, είχε κάπως καλύτερη τύχη...
Υ.Γ. 2: Ο Βισότσκι γεννήθηκε στη Μόσχα το 1938 και πέθανε το 1980. Η μητέρα του ήταν Ρωσίδα και ο πατέρας του, αξιωματικός του σοβιετικού στρατού που πολέμησε τους ναζί, εβραϊκής καταγωγής. Πολύ καλός ηθοποιός του Θεάτρου Ταγκάνκα, παραμένει, καθώς λένε, αξεπέραστος στον ρόλο του Άμλετ. Έπαιξε και σε αρκετές καλές ταινίες στον κινηματογράφο. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Η τελευταία του γυναίκα ήταν η ρωσικής καταγωγής Γαλλίδα ηθοποιός Μαρίνα Βλαντί. Πέθανε από ανακοπή. Λένε ότι η καρδιά του δεν άντεξε το αλκοόλ και τα ναρκωτικά».
Πηγή σχολίου: e-dromos.gr