Εξήντα ακριβώς χρόνια από την πρώτη ταινία του, τη «Μαγική πόλη», μια ολιγοσέλιδη αλλά πυκνή μονογραφία φωτίζει το παλίμψηστο του έργου του μεγάλου σκηνοθέτη...
Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Αν ο κινηματογράφος της Φίνος Φιλμς με έναν τρόπο παρακολουθούσε και πριμοδοτούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του '60 και την άνοδο των μεσαίων στρωμάτων, υπήρξαν κινηματογραφιστές που ήδη από τη δεκαετία του '50 αιχμαλώτισαν στις σεκάνς τους την παλιά μεταπολεμική ζωή με τις παράγκες και τις λάσπες.
Η «Μαγική Πόλις» του Νίκου Κούνδουρου που γυρίστηκε το 1954 σε σενάριο της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη έχει εξέχουσα θέση σε αυτές και η ιδέα για να γίνει προέκυψε με έναν παράξενο τρόπο: ο Νίκος Κούνδουρος, λοιπόν, επισκέφθηκε τότε την παραγκούπολη των προσφύγων στο Δουργούτι (περιοχή μεταξύ Συγγρού, εργοστασίου Φιξ, Ιντερκοντινένταλ) για έναν ειδικό λόγο - είχε να μεταφέρει το μήνυμα του συγκρατούμενού του στην Μακρόνησο, ποιητή και μεταφραστή Αρη Αλεξάνδρου προς τη μητέρα του. Η τενεκεδένια πολιτεία σόκαρε τον νεαρό τότε αστό εικαστικό (ο Κούνδουρος είχε σπουδάσει ζωγραφική και αρχιτεκτονική) και όπως γλαφυρά σημειώνει ο κινηματογραφιστής Λάκης Παπαστάθης «η παραγκούπολη έγινε η μήτρα της δικής του ποίησης».
Και πλάι στο κινηματογραφικό σύμπαν του Κούνδουρου που συνοψίζεται σε δώδεκα ταινίες, ακριβώς 60 χρόνια μετά τη «Μαγική Πόλη», μία ακόμη πλευρά έρχεται να φωτιστεί. «Στο Δουργούτι, οι εκατοντάδες προσωπογραφίες που προβάλλονται στο ασβεστωμένο λευκό των χαμόσπιτων και πάνω στην απλωμένη μπουγάδα αποτελούν ιστορικό τεκμήριο της εποχής» σημειώνει ο Λάκης Παπαστάθης.
Ο τελευταίος προλογίζει τη νέα μονογραφία «Οι τέσσερις εποχές του Νίκου Κούνδουρου» που συνέγραψε ο ποιητής και σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος και δούλευε λέξη-λέξη για πέντε χρόνια. Μια ματιά πάνω στους κώδικες και τη γλώσσα του Κούνδουρου, διανθισμένη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τώρα που ο μεγάλος σκηνοθέτης κοντεύει τα 90 και οι ταινίες του αποτελούν ένα παλίμψηστο, όπως σημειώνει ο Ξανθόπουλος που πρωτοείδε ταινία του («Ο Δράκος») στις 22 Ιανουαρίου του 1966 σε προβολή της φοιτητικής κινηματογραφικής λέσχης του Πανεπιστημίου Αθηνών μαζί με άλλα 1.200 άτομα.
Σήμερα, ο Ξανθόπουλος μελετώντας τη φιλμογραφία του Κούνδουρου κωδικοποιεί στο βιβλίο του τούς κοινούς εκφραστικούς κώδικες που τις διατρέχουν - με μια βασική θέση: αυτός ο δημιουργός είναι «ντεσπεράντο» και «η κινηματογραφική πράξη του είναι άγρια πολεμική τέχνη». Περισσότερο όμως από το σινεμά του, ο Κούνδουρος είναι ένα από τα πρόσωπα μιας ηρωικής γενιάς που πέρασε διά πυρός και σιδήρου και μετουσίωσε το βίωμα σε τέχνη.
ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ. Εξόριστος στη Μακρόνησο θεώρησε σχεδόν χρέος του όσους γνώρισε στο κολαστήριο να τους βάλει στο πρώτο του φιλμ, τη «Μαγική Πόλη»: Τον Μάνο Κατράκη και ας μην τον χρειαζόταν πολύ η αφήγηση. Τον δάσκαλο με τα γυαλιά - συνεξόριστό του - για έναν μικρό ρόλο. Τον Θανάση Βέγγο που έκανε την παρθενική του εμφάνιση στην ταινία ως ηθοποιός με τη γνωστή συνέχεια (θα τον ξαναβρούμε στη δεύτερη ταινία του Κούνδουρου, «Ο Δράκος», όπου υποδύεται τον μπάρμαν στο υπόγειο καμπαρέ). Εξάλλου και η πρώτη γνωριμία Κούνδουρου - Βέγγου ήταν σχεδόν κινηματογραφική.
Στη Μακρόνησο, ο σκηνοθέτης με τη βαθιά αστική καταγωγή ζήτησε από τους βασανιστές να πάει να μείνει στο βουνό για να μην τον βλέπουν και να μην τους βλέπει. Την πρώτη ημέρα, περπάτησε μόνος, έφθασε σε ένα ύψωμα και ατένιζε το τοπίο. Αίφνης, ένας άνθρωπος-σίφουνας εμφανίστηκε και άρχισε να στήνει ένα αντίσκηνο με γρήγορες κινήσεις.
«Ποιανού είναι;» τον ρώτησε ο έκπληκτος Κούνδουρος.
«Δικό σου» απάντησε ο αεικίνητος τύπος που δεν ήταν άλλος από τον Θανάση Βέγγο. Μαζί, λίγο αργότερα, θα συμβάλουν στην κατασκευή τριών υπαίθριων θεάτρων στη Μακρόνησο, όπου ο Βέγγος άρχισε να παίζει ως ηθοποιός. Υπάρχει όμως - και καταγράφεται στον πρόλογο του βιβλίου του Λευτέρη Ξανθόπουλου, διά χειρός Λάκη Παπαστάθη - ακόμη μια άγνωστη ιστορία, αυτήν τη φορά για τον συνθέτη εκείνης της ταινίας, τον Μάνο Χατζιδάκι.
Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΣΤΟΥ ΦΙΞ. «Οταν γνώρισα τον Χατζιδάκι, δούλευε στου Φιξ και μετρούσε καφάσια με μπίρες. Για το μεροκάματο. Γνωριστήκαμε μέσω των μανάδων μας που ήταν φίλες. Τότε, η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών έφερνε στην Ελλάδα μεγάλα κιβώτια γεμάτα άχυρα που μέσα είχαν δίσκους 78 στροφών με μουσική σύγχρονων και παλαιότερων σπουδαίων μουσικών. Εγώ τότε είχα βρει τον τρόπο να κλέβω κάποιους από αυτούς τους δίσκους και να τους πηγαίνω στον Μάνο» θυμάται ο Κούνδουρος. Ετσι, μοιραία, ο Μάνος θα ντύσει μουσικά τη «Μαγική Πόλη», μετά τον «Δράκο» και το «Ποτάμι». Η μουσική πάντως της «Μαγικής Πόλης» δεν γλίτωσε από τα βέλη της τότε αριστερής κριτικής και συγκεκριμένα από την Επιθεώρηση Τέχνης: «Η μουσική του είναι κακή όταν πρόκειται να συνοδεύσει την εικόνα. Η κινηματογραφική μουσική δεν είναι ούτε γλυκερά ακομπανιαμέντα ούτε σπαραξικάρδιες πενιές». Ο Χατζιδάκις έφθασε να εξαφανιστεί και μάλιστα τη μουσική της τελευταίας σκηνής έγραψε ο Αργύρης Κουνάδης.
πηγη
πηγη