«Φωτογραφία είναι για μένα, ένας -ίσως ο μόνος τρόπος- να επικοινωνήσω με τους άλλους. Και να την κοινωνήσω στους άλλους. Το βλέμμα και η φωτογραφία για μένα είναι ένας τρόπος -μια “δική” μου γλώσσα για να μάθω τους... άλλους και να τους λέω ιστορίες».
Ο Ενρί Τσανάι είναι ο αλβανικής καταγωγής φωτογράφος (ήρθε στην Ελλάδα 11 χρονών με τους γονείς του στα 1991 και έκτοτε ζει στην Αθήνα) που σπούδασε φωτογραφία κι από το 2004 καταγράφει την Ελλάδα του σήμερα για λογαριασμό ξένων πρακτορείων και ελληνικών μέσων ενημέρωσης.
«Δεν νιώθω ούτε Έλληνας ούτε Αλβανός… Πιο πολύ πολίτης του κόσμου είμαι, ίσως λίγο περισσότερο πολίτης των Βαλκανίων» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ κι όταν τον ρωτώ «υπονομευτικά» – Τι είσαι; Απαντάει: Μετανάστης.
Επιλέγει να φωτογραφίζει περισσότερο αυτό που οι «άλλοι» ονομάζουν περιθώριο. Ασπρόμαυρους υγρούς και βρώμικους δρόμους στην «καρδιά» της Αθήνας, έγχρωμους τοξικομανείς, πόρνες, άστεγους, μέλη συμμοριών, εκπορνευόμενους νεαρούς άνδρες. Διεισδύει με το φακό του πέρα από το… εικαστικά προφανές και επιχειρεί να γράψει με φως την ιστορία, τις «ζωές των άλλων», αλλά του δικού του κόσμου- αυτού που κινείται «στην κόψη του κάδρου».
«Στην κόψη του κάδρου» είναι ο τίτλος της έκθεσης φωτογραφίας του Ενρί Τσανάι που εντάσσεται στη φετινή διοργάνωση του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.
Η έκθεση, με συνολικά 60 φωτογραφίες -στην πλειονότητά τους ασπρόμαυρες και προερχόμενες από την Ελλάδα που «βλέπει» καθημερινά ο καταγραφέας τους στην Αθήνα της κρίσης και πέντε φωτογραφίες από την Αλβανία του Βορρά και του «Κανούν» (της αλβανικής βεντέτας)- φιλοξενείται στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης (Αποθήκη Β1- Λιμάνι) από το περασμένο Σάββατο ως και την Κυριακή 23 Μαΐου (μέρα λήξης του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ).
Τις επόμενες μέρες, ο 34χρονος Τσανάι θα ξεκινήσει για το δικό του προσωπικό ρεπορτάζ στη χώρα όπου γεννήθηκε.
Όσο για τις επιλογές των κάδρων του και της δική τους «κίνησης» πάντα στην «κόψη»;
«Αυτές τις εικόνες ξέρω. Δεν πήγα στα Βόρεια Προάστια όταν ήρθα στην Αθήνα με τους γονείς μου. Στα ξενοδοχεία πέριξ της Ομόνοιας ζήσαμε. Οι πόρνες, οι μετανάστες, οι άστεγοι ήταν οι «άνθρωποί» μας. Οι γείτονες, οι “φίλοι’… Στην κόψη του… κάδρου της ζωής. Έτσι επιβιώσαμε. Μ” αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι γιατί δεν φοβούνται να βγουν από τον… κύκλο, όπου συνήθως βάζουν τους ανθρώπους οι δυτικές κοινωνίες. Αυτοί δεν φοβούνται, έχουν τους δικούς του κώδικες κι είναι αυτοί οι κώδικες, αυτές οι καρδιές- οι εκτός του κύκλου που με μαγεύουν, που μου εκπέμπουν το δικό τους φως κι εγώ τους… φωτογραφίζω» λέει.
(Πηγή: ΑΜΠΕ)