Την ιστορία μιας οικογένειας από το Ναύπλιο της Επανάστασης ως την Αθήνα του 2009 αφηγείται το τελευταίο πεζογράφημα του Νίκου Θέμελη που εκδίδεται μετά τον θάνατό του...
(φωτογραφία: Εφιππος έλληνας αγωνιστής (1856). Εργο του Ευγένιου Ντελακρουά)
Ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ ήταν ένας τσιφλικάς στην Πελοπόννησο των αρχών του 19ου αιώνα. Το κτήματά του στον κάμπο του Ναυπλίου ήταν εύφορα σαν τους Κήπους της Εδέμ, λιόδεντρα, πορτοκαλιές, αμπελώνες, στάρια. Πλήρωνε τους φόρους του στους Τούρκους και είχε το κεφάλι του ήσυχο. Εστελνε κοφίνια με καλούδια στο γειτονικό μοναστήρι και είχε τις ευλογίες των καλογραιών. Ηταν δίκαιος και γενναιόδωρος αφέντης και είχε την αφοσίωση των ανθρώπων στη δούλεψή του. Παρά τα πλούτη του, δεν κουβαλούσε μυαλά προκρίτου, περισσότερο καμάρωνε για τη βιβλιοθήκη του παρά για τα έσοδά του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει στη γέννα αφήνοντάς του έναν γιο. Στα χρόνια του Αγώνα η Επανάσταση εισβάλλει στον μικρόκοσμο του υποστατικού του με κάθε δυνατή μορφή: με την καλλιεργημένη μορφή του γάλλου φιλέλληνα, περιηγητή, αρχαιολάτρη και γιατρού Μισέλ ντε Κριγιόν, με την ευειδή μορφή της Μυρτώς, προσφυγοπούλας από τη Χίο, ή με τη μορφή δύο ανήλικων τουρκόπουλων που εξαθλιωμένα βρέθηκαν στο κατώφλι του μετά τη σφαγή της Τριπολιτσάς. Ολοι βρίσκουν καταφύγιο στη φιλόξενη στέγη του, την οποία επισκέπτονται ύποπτοι Φαναριώτες, ψευτοκαλόγεροι, ληστές, ακτήμονες, πεινασμένοι, πολεμιστές Ελληνες και Τούρκοι. Γύρω του Φιλικοί και κοτζαμπάσηδες, Κουντουριώτηδες και Κολοκοτρώνηδες αλληλοσπαράσσονται στον πρώτο εμφύλιο που θα γνωρίσει η νέα χώρα προτού καλά-καλά γεννηθεί. Ο Χατζημιχαήλ υποστηρίζει την αναγέννηση του έθνους, είναι υπέρμαχος της ενότητας και της δημοκρατίας, ένας ναυπλιώτης διαφωτιστής - όπως οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του Θέμελη - που στήνει στην αυλή του πρόχειρο σχολείο για να προσφέρει μόρφωση στα ορφανά του σπιτιού του. Ολοι λένε πως δεν έχει εχθρούς, μα κάποιος θέλει να τον βγάλει από τη μέση.
Ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ και η ιστορία του καταλαμβάνουν τα δύο τρίτα της αφήγησης της Αναχώρησης (Μεταίχμιο, 2014), του τελευταίου πεζογραφήματος του Νίκου Θέμελη (1947-2011), το οποίο ανέσυρε από τα κατάλοιπά του στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή η σύζυγός του Μαριάννα. Ογδοο σε μια σειρά πεζογραφημάτων που άρχισε με την Αναζήτηση (Κέδρος, 1998) και ολοκληρώθηκε με τη Συμφωνία των ονείρων (Μεταίχμιο, 2010), το κείμενο εκδίδεται τώρα με τη φροντίδα της Μαριάννας Θέμελη και τη συνεργασία της σταθερής επιμελήτριας του Θέμελη Ελένης Μπούρα και επίμετρο του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου.
Την ιστορία του προγόνου του καταγράφει το φθινόπωρο του 2009 ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ ο νεότερος, ανώτερος δικαστικός, λίγο προτού βγει στη σύνταξη. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησης του Θέμελη μαθαίνουμε την ιστορία της δικής του οικογένειας: για τον αστό πατέρα που στη χούντα επέλεξε την ανοχή και τη σιωπή, για τον αδελφό, πολιτικό μηχανικό του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και έφεδρο αξιωματικό «με όλες τις αγωνίες της κρίσης του Κυπριακού ακόμα στα σωθικά του», που κατέληξε να κάνει δουλειές με μεγαλοεργολάβους της χούντας και με το πασοκικό Δημόσιο του Ανδρέα ενώ πολιτευόταν με τη Νέα Δημοκρατία. Απέναντι στον αμοραλιστή αριβίστα Σάκη ο συνομήλικος γείτονας Λευτεράκης, που περίμενε από το κόμμα κάπου να τον βολέψει. Με το πέρασμα του χρόνου, εξηγεί ο αφηγητής, ο Λάζαρος ανακαλύπτει «πάνω στο παράδειγμα της διαδρομής του αδελφού του, που από εξαίρεση γινότανε κανόνας, από πράξεις ντροπής μεταλλάσσονταν σε πράξεις καταξίωσης και επιτυχίας, τη μεταμόρφωση της κοινωνίας τους· πράγμα που τον έκανε να νιώθει όλο και πιο ξένος» και ετοιμάζει την αινιγματική αναχώρησή του.
Κλασικός μα ανολοκλήρωτος Θέμελης
Ο Θέμελης εισήλθε στη λογοτεχνία αργά και έφυγε πρόωρα. Τούτη η μετά θάνατον έκδοση προκαλεί τα συνήθη σε αντίστοιχες περιπτώσεις ερωτήματα. Το πρώτο αφορά το ζήτημα γνησιότητας: Πόσος Θέμελης υπάρχει στο τελευταίο αυτό κείμενο και πόσο διακρίνεται η επέμβαση όσων φρόντισαν την έκδοση; Το δεύτερο σχετίζεται με την αρτιότητα του κειμένου: πρόκειται για κείμενο ολοκληρωμένο ή ο θάνατος έδωσε στην αφήγηση ένα αθέλητο τέλος;
Οτι διακρίνουμε στο κείμενο τη σφραγίδα του Νίκου Θέμελη δεν χωρεί αμφιβολία, ήδη από τον τίτλο: «Αναχώρηση», ένα θηλυκό ουσιαστικό που εμπεριέχει την προσφιλή στον Θέμελη πρόθεση «ανα», παραπέμποντας στους τίτλους της δημοφιλούς τριλογίας του, της Αναζήτησης (1998), της βραβευμένης με Κρατικό Βραβείο Ανατροπής (2000) και της μετέπειτα Αναλαμπής (2003). Οικείοι ο κεντρικός θεματικός άξονας και οι τρόποι του βιβλίου: μια υπαρξιακή αναζήτηση ταυτότητας που διασχίζει απαρέγκλιτα τον μικρόκοσμο της οικογενειακής ιστορίας και τον μακρόκοσμο της ευρείας ελληνικής συλλογικότητας, ένα ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο. Ιστορικό σκηνικό, ατομικά όνειρα, εθνικές αγωνίες. Ενας πρωταγωνιστικός χαρακτήρας ακέραιος, υπερήφανος, αισιόδοξος, μαχητικός, οραματιστής. Λόγος απλός, διαυγής. Αφήγηση γλαφυρή, απρόσκοπτη, μαυλιστική. Μια τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα από την πλευρά του εκσυγχρονισμού, της προόδου, της συνεργασίας, του διαφωτισμού. Ενας τρόπος να σχεδιάζει κάποιος την πορεία προς τα εμπρός στρέφοντας το βλέμμα στον δρόμο πίσω, διατηρώντας τη μνήμη της διαδρομής του.
Μόλις 150 σελίδες στο σύνολό του, το αφήγημα είναι πολύ συντομότερο από τα κατά παράδοση πολυσέλιδα μυθιστορήματα του Θέμελη. Η έντονη ασυμμετρία στην έκταση του δεύτερου μέρους ως προς το πρώτο, η ελλειπτική αφήγηση, τα νήματα της πλοκής που κρέμονται, τα χρονικά άλματα που αφήνουν κενά στην αφήγηση και το αιφνίδιο τέλος που δίνει την εντύπωση παραγράφου που αναμένει συνέχεια συνηγορούν προς την εκτίμηση ότι η Αναχώρηση συνιστά μάλλον ένα ημιτελές μυθιστόρημα παρά μια ολοκληρωμένη νουβέλα.
Δεν είναι η αρτιότητα του κειμένου που καθιστά άξιο έκδοσης αυτό το τελευταίο αφήγημα του Νίκου Θέμελη αλλά η θέση του στο συγγραφικό σύμπαν του συγγραφέα. Μελαγχολικό στο δεύτερο μέρος του, αυτό το ύστατο κείμενο που αφηγείται μια συμβολική «αναχώρηση» και αφήνει έκθετους τους αρμούς του αποτελεί το πιο προσωπικό γραπτό του Θέμελη, ένα εξομολογητικό κείμενο ατομικής τοποθέτησης απέναντι στα εθνικά ζητήματα, ένα κείμενο ποιητικής, ένα αλληγορικό επίμετρο στο σύνολο της πεζογραφίας του, το τέλος της γραφής και την αρχή της επανεκτίμησης του έργου του.