Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μας μιλά για τον «Άγριο σπόρο» που ανεβαίνει στο Ακροπόλ αλλά και για τη «Μαργαρίτα», το all day στέκι, που δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη.
Τα «Αξύριστα πηγούνια» ήταν το.... πρώτο έργο του Γιάννη Τσίρου που ανέβασα σε συμπαραγωγή με τον Θανάση Παπαγεωργίου στο Θέατρο Στοά, το 2006. Η παράσταση αυτή έγινε η αφορμή να ξεκινήσει μια προσωπική σχέση φιλίας με τον Γιάννη, που για μένα είναι ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες συγγραφείς. Θα τολμούσα να πω πως είναι ένας σύγχρονος Καμπανέλλης ή Κεχαΐδης.
Αυτό που μου αρέσει στη δραματουργία του είναι το βάθος των κειμένων και η ματιά του πάνω στη ζωή. Έχει ένα νατουραλισμό, μια φωτογραφική ματιά πάνω στα πράγματα και την αποτυπώνει με ιδιαίτερο τρόπο. Τα έργα του είναι εξόχως ρεαλιστικά, αλλά έχουν και κάτι ποιητικό.
Με το που διάβασα τον «Άγριο σπόρο», το νέο του έργο, ένιωσα πως ήθελα να το κάνω παράσταση και ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Τσέζαρις Γκραουζίνις, ένα σκηνοθέτη που εκτιμώ κι έχει κάνει σημαντικά πράγματα στη σύγχρονη ελληνική θεατρική σκηνή. Στην παράσταση, μαζί με την κόρη μου έχουμε ένα μπιτσόμπαρο κοντά σε μια παραλία κι εκεί, συμβαίνει ένα απροσδόκητο γεγονός. Ένας Γερμανός εξαφανίζεται ξαφνικά και καταφθάνει το εγκληματολογικό από τη Γερμανία μαζί με ένα φίλο του για επιτόπια έρευνα. Θέλουν να διαπιστώσουν την εξαφάνισή του και να διαλευκάνουν τι έχει συμβεί. Το έργο έχει αστυνομική πλοκή, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η ουσία του. Πρόκειται για μια αλληγορία σχετικά με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση που ζούμε σήμερα. Είναι τρυφερό, έχει πικρό χιούμορ και είναι λυτρωτικό για το θεατή. Όπως διαπιστώσαμε στην πρεμιέρα του στη Θεσσαλονίκη προκαλεί έντονα συναισθήματα στους θεατές. Λειτουργεί πιο λυτρωτικά και από μια καθαρόαιμη κωμωδία. Μιλάει για το σήμερα, σε παρηγορεί και σε κάνει να φεύγεις ανάλαφρος από την παράσταση. Μέσα από το έργο δικαιώνονται οι ήρωες και με έναν τρόπο δικαιωνόμαστε κι εμείς, ως Έλληνες, για όλα αυτά που μας κατηγορούν. Από μια προκατάληψη καταστρέφεται η ζωή δυο προσώπων του έργου, χωρίς λόγο. Ό,τι δηλαδή γίνεται μ’ εμάς και τους Ευρωπαίους. Μπορεί να έχουμε ευθύνη απέναντι στα πράγματα, όμως υπάρχει ένα όριο γι’ αυτό που πρέπει να πληρώσουμε.
Μέχρι σήμερα ως λαός δείξαμε μεγάλη ωριμότητα, καρτερικότητα, αναλάβαμε τις ευθύνες μας, αλλά υπάρχει κι ένα όριο… Δεν θα μας πεθάνουν κιόλας. Δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα πια, έχουμε περάσει και περνάμε πολλά. Πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία και οι αποφάσεις γι’ αυτό θα πρέπει να είναι πρωτίστως ατομικές για να μπορούν να γίνουν και συλλογικές. Με ενοχλεί το γεγονός ότι δεν έχουμε μπορέσει ακόμα να εντοπίσουμε την αλήθεια για να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Όχι μόνο εμείς ως απλοί πολίτες, αλλά πρωτίστως οι πολιτικοί που ηγήθηκαν των αποφάσεων. Και δεν αναφέρομαι μόνο σ’ εκείνους που πέρασαν από την εξουσία αλλά σε όλους όσοι αποτελούν το πολιτικό σύστημα της χώρας. Η εκάστοτε αντιπολίτευση έχει τεράστια ευθύνη.
Δεν περνάμε άγονη περίοδο πνευματικά. Αν καταφέρουμε να αυτοπροσδιοριστούμε απέναντι στα πράγματα, θα υπάρξει μια ακόμα πιο γόνιμη περίοδος. Μετά τη μεταπολίτευση, κάνοντας ένα γρήγορο άλμα μέσα στην Ευρώπη, δεν βάλαμε όρους και χάσαμε τον προσανατολισμό μας, ως άνθρωποι και ως λαός. Τα ωραία πράγματα στην Ευρώπη έγιναν σταδιακά. Εμείς γυρίσαμε την πλάτη σ’ αυτό που ήμασταν και αποφασίσαμε να γίνουμε κάτι άλλο. Πιστέψαμε σε μια φιλολαϊκή πολιτική άποψη και απογοητευτήκαμε. Ο λαϊκισμός διαπότισε τα πάντα.
Πάντα παλεύουμε με τα άγρια ένστικτα μας. Η τέχνη μπορεί να τα απαλύνει και να μας παρηγορήσει. Το θέατρο συγκεκριμένα λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Είναι ένα παιχνίδι που έχει γοητεία και κάτι βρίσκεις μέσα από αυτό. Το κράτος θα έπρεπε να φτιάξει τις σωστές υποδομές για μια δίκαιη, αξιοκρατική και οργανωμένη στήριξη του πολιτισμού^ μέχρι σήμερα είχαμε μια στρεβλή εκδοχή για το τι σημαίνει κρατική αρωγή στον πολιτισμό. Παράλληλα, το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί στις συνεργασίες. Εγώ είμαι πάντα ανοιχτός σ’ αυτές, το ίδιο και πάρα πολλοί καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς. Στις παλαιότερες γενιές ακόμα και σ’ αυτές πριν από τη δική μου, υπήρχαν συγκρούσεις και μεγάλος αγώνας και πόνος για την καταξίωση.
Στην παράσταση συνεργάζομαι με δύο νέα παιδιά τον Κίμωνα Κουρή και τη Μυρσίνη Χρυσοχοΐδου. Φοίτησαν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τους είδα να παίζουν σε παραστάσεις και σκέφτηκα πως ο «Άγριος σπόρος» ήταν μια καλή ευκαιρία να συνεργαστούμε. Τα παιδιά της Αθήνας έχουν περισσότερες ευκαιρίες σ' αυτή τη δουλειά. Και εγώ, ως Θεσσαλονικιός, τελειώνοντας τη δραματική τη δεκαετία του 1980, ήμουν στο περιθώριο επαγγελματικά. Τι κι αν κάναμε πειραματικές παραστάσεις χωρίς χρήματα αλλά με πολύ μεράκι; Οι αίθουσες ήταν άδειες στη Θεσσαλονίκη και το κοινό δεν ήταν εκπαιδευμένο. Ακόμα έτσι είναι η Θεσσαλονίκη σε σύγκριση με την Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια κάτι γίνεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αλλά και πάλι έχω την άποψη πως το θέατρο στην περιφέρεια πρέπει να λειτουργήσει με άλλους τρόπους. Ο κόσμος εκεί δεν έχει τις εμπειρίες που θα έπρεπε σε σχέση με τον πολιτισμό, έχει όμως τη δίψα. Το θέατρο για να υπάρξει στην περιφέρεια πρέπει να λειτουργήσει με διαφορετικούς τρόπους, γι' αυτό και πέθαναν τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Δεν βρέθηκε ο σωστός τρόπος λειτουργίας για να μπορέσουν να μείνουν ζωντανά. Ο κόσμος περιμένει πέντε αθηναϊκές παραστάσεις να περιοδεύσουν και πολλές φορές έχω ακούσει να λέει: «μα, τι είναι αυτό που μας φέρανε να δούμε;». Έχει συχνά την αίσθηση πως υποτιμούν τη νοημοσύνη του.
Μοιράζω το χρόνο μου στο θέατρο, την τηλεόραση και το café bar εστιατόριο, τη «Μαργαρίτα», που άνοιξα στη στοά Κολόμβου της Θεσσαλονίκης. Είναι μια από τις πιο όμορφες στοές της πόλης, συνδέεται με την προπολεμική ιστορία της και έχει μια θεατρικότητα, μια γοητεία που μου αρέσει. Γι’ αυτό και ήθελα να φτιάξω αυτό το χώρο. Κάναμε πολύ δουλειά τεχνικά για να αναδείξουμε τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία και σε ένα βαθμό το πετύχαμε. Προτείνουμε μια ιδιαίτερη λίστα κρασιών, δυνατά κοκτέιλ, ενώ βάλαμε αγάπη και φροντίδα και στο φαγητό. Η αρχική σκέψη ήταν η κουζίνα της «Μαργαρίτας» να συνδεθεί με τη θεσσαλονικιώτικη κουζίνα, φαγητά δηλαδή που τρώγαμε όταν ήμασταν παιδιά. Ο σεφ Βασίλης Τσιάμης, ετοίμασε τέτοια πιάτα, όπως είναι τα πεντανόστιμα σουτζουκάκια, αλλά και κάποιες ανατολίτικες συνταγές –ένα καταπληκτικό χουνκιάρ μπεγεντί– και ευρωπαϊκά πιάτα, όπως το ριζότο. Δίνουμε μεγάλη βάση στην πρώτη ύλη γι’ αυτό και έχουμε προμηθευτές από διάφορες περιοχές.