Το 1926 ο Κώστας Βάρναλης επισκέφθηκε τη Γαλλία, ως ανταποκριτής της Προόδου των Αθηνών. Στη στήλη «Γράμματα από το Παρίσι» ή «Παρισινά γράμματα» της εφημερίδας, το καλοκαίρι του ίδιου έτους, κατέγραψε τις...
εντυπώσεις του από την πόλη των Φώτων και άλλα μέρη της Γαλλίας. Ρέκτης και δεινός ερευνητής, ο Νίκος Σαραντάκος τα εντόπισε (όχι πλέον σε κάποιες σκωληκόβρωτες και σκονισμένες σελίδες παλιών εφημερίδων, αλλά ψηφιοποιημένα στο διαδίκτυο), τα συγκέντρωσε, τα επιμελήθηκε και τα σχολίασε σε ένα ωραίο τομίδιο που μόλις κυκλοφόρησε από έναν καινούργιο εκδοτικό οίκο, το «Αρχείο».
Το βιβλίο, μαζί με άλλες πρόσφατες εκδόσεις του «Αρχείου», θα παρουσιαστεί την άλλη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου, στις 20.15, στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Με την ευκαιρία αυτή μιλήσαμε με τον φίλο και συνεργάτη μας Νίκο Σαραντάκο για τον Βάρναλη και το βαρναλικό έργο, για το Παρίσι του Μεσοπολέμου και τους διανοούμενους, το Διαδίκτυο.
***
Τι είναι αυτό που σε οδήγησε να επιμεληθείς το βιβλίο; Τι είναι αυτό δηλαδή που σε κινητοποίησε, αλλά και τι μας προσφέρει όσον αφορά τον Βάρναλη και την εποχή του;
Εδώ και καιρό μελετάω τη λογοτεχνία αλλά και την ιστορία του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στ’ άλλα και μέσα από πρωτογενείς πηγές, κι έτσι μου είναι αρκετά οικεία η εποχή. Μου αρέσει να φυλλομετράω παλιές εφημερίδες, όπου βρίσκω όχι λίγα διαμαντάκια· ας πούμε, παλιότερα είχα βρει και είχα εκδώσει τα αντιπολεμικά διηγήματα του Θεόδωρου Λασκαρίδη, αρχισυντάκτη τουΡιζοσπάστη το 1920· έτσι βρήκα και τα συγκεκριμένα κείμενα του Βάρναλη, που ήξερα αόριστα την ύπαρξή τους. Διαβάζοντάς τα είδα ότι δεν έχουν γεράσει, ότι έχουν και σήμερα αρκετά να μας πουν, και όχι μόνο επειδή συμπληρώνουν την εικόνα ενός μέγιστου λογοτέχνη. Έπειτα, δεν σου κρύβω ότι από καιρό ήθελα να καταπιαστώ με ένα ανέκδοτο έργο του Βάρναλη, οπότε τα χρονογραφήματα αυτά μου φάνηκαν σαν ένα βατό πρώτο εγχείρημα, για να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου πριν προχωρήσω σε κάτι εκτενέστερο και εκδοτικά πιο απαιτητικό, ας πούμε.
Τι σημαίνει το Παρίσι για έναν έλληνα αριστερό διανοούμενο το 1926, και ειδικότερα για τον Βάρναλη; Σε ποια φάση της ζωής και του έργου του βρίσκεται, πώς τον επηρεάζει;
Το Παρίσι σε όλη τη δεκαετία του 1920 ήταν η «πρωτεύουσα του κόσμου» για τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες, αφού εκεί έζησαν και δημιούργησαν τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας σκηνής, Χεμινγουέι, Έλιοτ, Μπουνιουέλ, Πικάσο, Μοντιλιάνι, Έρενμπουργκ, Φόκνερ, Γερτρούδη Στάιν, Τζόις, Ντος Πάσος, Χένρι Μίλερ και πάρα πολλοί άλλοι, ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες (που μερικούς τους αναφέρει στο βιβλίο ο Βάρναλης), όπως οι Τόμπρος, Τεριάντ (Ελευθεριάδης), Γουναρόπουλος, Πρωτοπάτσης κτλ. Ειδικά όμως για τον Βάρναλη, η διαμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα άλλαξε ολότελα τη ζωή του, αφού στο Παρίσι προσέγγισε ο Βάρναλης τον μαρξισμό και από ιδεαλιστής εθνικιστής έγινε κομμουνιστής, και μάλιστα σε σχετικά ώριμη ηλικία, με κλεισμένα τα 35 του χρόνια. Το πόσο σημάδεψε το Παρίσι τη ζωή του δεν έπαυε να το τονίζει όλα τα κατοπινά χρόνια. «Εκεί λέω πως ωρίμασα ιδεολογικά και τεχνικά», είπε το 1946 και, πιο δραματικά, ένα-δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του: «Δε γνώρισα ανθρωπιά και ελευθερία παρά στα λίγα χρόνια που έζησα στο Παρίσι». Οπότε, τα ταξιδιωτικά αυτά χρονογραφήματα, τα πρώτα που έγραψε για το Παρίσι, αποκτούν μια ιδιαίτερη βαρύτητα.
Να προσθέσω επίσης ότι το Παρίσι (αλλά και το σπίτι του φίλου του Γιάννη Κεφαλληνού στο χωριό Σεν-Μαρ-Λα-Πιλ, έξω από την Τουρ) στάθηκε φιλόξενο λιμάνι για τον Βάρναλη εκείνα τα χρόνια, κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν· ειδικά το 1926 δεν ήταν πολύ εύκολη χρονιά γι’ αυτόν: στην αρχή του χρόνου είχε απολυθεί από τη μέση εκπαίδευση εξαιτίας της εμπλοκής του στο «σκάνδαλο» των Μαρασλειακών, την επίθεση δηλαδή που εξαπέλυσε η αντιδραστική παράταξη, συμπεριλαμβανομένης της συντηρητικής μερίδας των βενιζελικών, στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γληνού-Δελμούζου, ενώ στη χώρα είχε εγκαθιδρυθεί το δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου — ιδιόρρυθμο ίσως, αλλά πάντως δικτατορικό.
Πέρα από τον συγγραφέα, τον χρόνο και τον τόπο υπάρχει κάποιο «νήμα», που διατρέχει τα κείμενα του τόμου;
Υπάρχει το είδος και η λειτουργία των κειμένων: είναι ταξιδιωτικά χρονογραφήματα, γραμμένα για να διαβαστούν από τους αναγνώστες της εφημερίδας. Την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα της τεχνολογίας των επικοινωνιών, συνηθίζονταν οι αποστολές δημοσιογράφων και λογοτεχνών σε μακρινές χώρες που παρουσίαζαν ενδιαφέρον, ενώ επίσης ανθούσε και η ταξιδιωτική λογοτεχνία, σαν ένα μέσο για να γνωρίσει το αναγνωστικό κοινό άλλες χώρες και πολιτισμούς. Παρεμπιπτόντως, ειδικά στα προπολεμικά χρόνια ήταν πολύ διαδεδομένα και τα ταξιδιωτικά βιβλία με εντυπώσεις από τη νεαρή τότε Σοβιετική Ένωση, που άνοιγε νέους πρωτόγνωρους δρόμους· έχει γράψει και ο Βάρναλης σειρά εντυπώσεων «Τι είδα εις την Ρωσίαν των Σοβιέτ», το 1934, και αν όλα πάνε καλά θα το εκδώσουμε κι αυτό.
Πες μας δυο λόγια για τα «αισθητικά κείμενα», που απαρτίζουν μια ιδιαίτερη ενότητα στον τόμο.
Πρόκειται για εφτά κείμενα γραμμένα την ίδια εποχή και δημοσιευμένα επίσης στην Πρόοδο, όπου ο Βάρναλης εκθέτει ορισμένες βασικές αρχές της αισθητικής του σκέψης, την οποία κι ο ίδιος τότε διαμόρφωνε, προχωρώντας ψηλαφητά, και στις οποίες επανέρχεται αργότερα σε επόμενα κείμενά του. Περισσότερο επιμένει στις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της λογοτεχνικής κριτικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν χρησιμοποιεί ακόμα μαρξιστική ορολογία, άλλωστε ελληνικά μαρξιστικά κείμενα περί αισθητικής δεν υπήρχαν ακόμη. Τα άρθρα αυτά, ενώ είναι καταγραμμένα στη βιβλιογραφία, δεν έχουν σχολιαστεί στην πρόσφατη βαρναλική έρευνα, σε αντίθεση π.χ. με τα άρθρα του 1925 στον Ελεύθερο Τύπο, προφανώς επειδή δεν ήταν προσιτά· οπότε η σημερινή έκδοση έρχεται να καλύψει και αυτό το κενό στη βαρναλική βιβλιογραφία.
Ο Βάρναλης διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ παλιότερα. Σήμερα, εν έτει 2013, πώς θα αποτιμούσες το βαρναλικό έργο; Ποια πτυχή του έργου και του βίου του έχει ενδιαφέρον για σένα, ο ποιητής, ο δοκιμιογράφος, ο στρατευμένος — ή μάλλον πώς συνδέονται αυτές;
Ο Βάρναλης είναι ένας από τους κορυφαίους έλληνες λογοτέχνες όλων των εποχών, της εντελώς πρώτης γραμμής, με μεγάλο πλάτος έργου, αφού έγραψε πεζά, ποιήματα, κριτικά, αισθητικά και δημοσιογραφικά κείμενα· με υποδειγματική χρήση της δημοτικής γλώσσας, που φτάνει σ’ αυτόν ίσως στην τελειότητά της· με στράτευση στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα που έχει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία, καταρχάς ότι έγινε σε σχετικά ώριμη ηλικία, όπως είπα και πριν, κι έπειτα ότι ενώ ο ίδιος φαίνεται πως ήταν βαθιά απαισιόδοξος χαρακτήρας, στρατεύθηκε σ’ ένα εξορισμού αισιόδοξο κίνημα, πράγμα που γέννησε και κάποιες αντιφάσεις και έδωσε λαβή για τις αιχμές για «περιφρόνηση του λαού».
Το βαρναλικό έργο έχει μεν υποδειγματικά σχολιαστεί στο μέρος εκείνο που έχει εκδοθεί –θα πρέπει να εξάρουμε την εξαιρετική δουλειά του Γιάννη Δάλλα– όμως, περιέργως για έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα, δεν έχει ακόμα συγκεντρωθεί ολόκληρο! Και δεν μιλάω μόνο για τα πεζά ή τα πάρεργα (που και αυτά ωστόσο θα έπρεπε να συγκεντρωθούν για μια προσωπικότητα τέτοιας ολκής) αλλά ακόμα και για τα ποιήματά του, γιατί ποιητής κυρίως ήταν, που ακόμα δεν έχουν καταγραφεί και εκδοθεί στο σύνολό τους –θα θυμάσαι ίσως ότι πρόπερσι είχα παρουσιάσει στην Αυγή ένα αθησαύριστο ποίημά του– δηλαδή δεν έχουμε «Ποιητικά άπαντα» του Βάρναλη, ενώ έχουμε για πολλούς άλλους, πολύ λιγότερο σημαντικούς. Φταίει και ο ίδιος, βέβαια, που στάθηκε άτεγκτος κριτής απέναντι στα νεανικά ποιήματά του, και όχι μόνο δεν τα συγκέντρωσε παρά τα εξοβέλισε από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του.
Βέβαια, σε ένα ονομαστό χρονογράφημά του ο Βάρναλης καταφέρεται ενάντια στους «καταλοιποθήρες», εννοώντας όσους σκάλιζαν τα αρχεία ποιητών που μόλις είχαν πεθάνει, για να βγάλουν στη δημοσιότητα ανέκδοτα ποιήματά τους, που συνήθως ήταν πρωτόλεια. Οπότε ίσως εμείς τώρα που αναζητούμε τα δυσεύρετα και άγνωστα παλιά κείμενά του να πηγαίνουμε κόντρα στη θέλησή του, αλλά γενικά οι φιλολογικοί επιμελητές δεν σέβονται τη βούληση των συγγραφέων (και καλά κάνουν), ακόμα και όταν είναι ρητά εκφρασμένη, όπως π.χ. δεν σεβάστηκε ο Μαξ Μπροντ την εντολή του Κάφκα να κάψει τα χειρόγραφά του, κι έτσι δεν χάσαμε τα σημαντικότερα έργα του Κάφκα.
Έχεις πολύ έντονη παρουσία στο Διαδίκτυο, μέσα από το μπλογκ και παλιότερα την ιστοσελίδα. Το βιβλίο αυτό ωφελήθηκε από αυτή σου τη δραστηριότητα;
Ναι και όχι. Όχι, επειδή, σε αντίθεση με άλλα βιβλία μου, κυρίως τα γλωσσικά, που τα περισσότερα άρθρα τους τα παρουσιάζω μια πρώτη φορά στο ιστολόγιο και μετά τα εκδώσω σε βιβλίο (φυσικά ξαναδουλεμένα, ανάμεσα στ’ άλλα και χάρη στα πολλά εύστοχα σχόλια των επισκεπτών του ιστολογίου), στην περίπτωση των παριζιάνικων κειμένων του Βάρναλη μόνο ένα ή δύο κείμενα προδημοσίευσα. Αλλά, ναι , το Διαδίκτυο με ωφέλησε έμμεσα διότι χάρη σε αυτό μπόρεσα να βρω εύκολα το πλήρες σώμα της εφημερίδας και να το έχω και πρόχειρο ανά πάσα στιγμή για οτιδήποτε ήθελα να ανατρέξω, αλλά και τα σώματα άλλων εφημερίδων της εποχής, ελληνικών και γαλλικών. Και επίσης, χάρη στο Διαδίκτυο γνωρίστηκα, πριν από χρόνια, με την εκδότρια του βιβλίου, την Ηρώ Διαμαντούρου.
Γενικότερα, στις γλωσσολογικές και φιλολογικές σου δουλειές πώς επηρεάζει το Διαδίκτυο, τι δυνατότητες μας ανοίγει — πέρα από το προφανές, ότι μας προσφέρει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών;
Αυτό το τελευταίο, αν και προφανές, είναι πολύ σημαντικό, αρκεί να μη χαθείς μέσα στον ωκεανό των πληροφοριών. Έπειτα το Διαδίκτυο αποτελεί έναν αδάπανο τρόπο για να έρθει ο καθένας που γράφει σε επαφή με αναγνώστες, και μάλιστα αλληλεπιδραστικά, να ακούσει δηλαδή τη γνώμη τους (γι’ αυτό κι εγώ εγκατέλειψα την ιστοσελίδα για χάρη του ιστολογίου). Ακόμα περισσότερο, σου δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσεις και να συνεργαστείς με ανθρώπους που μαζί τους μοιράζεσαι το ίδιο πάθος (ή το ίδιο ψώνιο), να δουλέψεις όπως λένε «πληθοποριστικά», σε εγχειρήματα ανάλογα με τη Βικιπαίδεια, που δείχνουν τη δύναμη και την ομορφιά της αφιλόκερδης συλλογικής προσφοράς και δημιουργίας. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η επικοινωνία στο Διαδίκτυο, ειδικά στα λεγόμενα κοινωνικά μέσα, συνδυάζει τα μειονεκτήματα του προφορικού και του γραπτού λόγου και συχνά βγάζει μίσος και απρέπεια, όπου η αντιπαράθεση γίνεται με προσωπικές επιθέσεις αντί για επιχειρήματα — και δυστυχώς ακόμα και αριστεροί πέφτουν σ’ αυτή την παγίδα.
Κλείνω με μια ερώτηση βιογραφική: Ζεις στον Λουξεμβούργο, είσαι μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχεις σπουδάσει χημικός μηχανικός και αγγλική φιλολογία, ασχολείσαι συστηματικά με τη γλώσσα και τη λεξιλογία, καθώς και με τη φιλολογία, είσαι ένας από τους πιο δραστήριους μπλόγκερ. Πώς συνδυάζονται όλα αυτά, πώς αλληλοεπηρεάζονται, πώς βοηθάνε ή ανταγωνίζονται το ένα το άλλο;
Όλα αυτά ίσως όχι, αλλά πολλά από αυτά που ανέφερες έχουν το κοινό στοιχείο ότι αποτελούν μελέτη και σχολιασμό των ανθρώπων και της ιστορίας τους (τι άλλο είναι η ιστορία των λέξεων παρά ιστορία των ανθρώπων;). Φυσικά, επειδή η μέρα εξακολουθεί, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις μας, να έχει είκοσι τέσσερις μόνο ώρες, δεν μπορεί κανείς να προλάβει όσα θέλει, και το καθημερινό άρθρο στο ιστολόγιο είναι μεγάλος βραχνάς καμιά φορά, αλλά και μεγάλη ανταμοιβή η καθημερινή επικοινωνία με γνωστούς και φίλους του Διαδικτύου, που κάποιοι έγιναν και γνωστοί και φίλοι με σάρκα και οστά. Φροντίζω πάντως να συνδυάζω όλες αυτές τις δραστηριότητες, δηλαδή να ανεβάζω στο ιστολόγιο αποσπάσματα από δουλειές που ετοιμάζω και που μπορεί αργότερα να βγουν σε βιβλίο, να παίρνω αναπληροφόρηση και ιδέες από τους σχολιαστές του ιστολογίου, που πολλοί είναι ειδικοί στους τομείς τους, να βοηθιέμαι σε πράγματα για τα οποία δεν είμαι βέβαιος ή δεν τα έχω καλά συλλάβει — και βέβαια, όποιος μελετάει την ελληνική γλώσσα, την ανάδειξη νέων λέξεων και τη σημασιολογική εξέλιξη των παλαιότερων δεν μπορεί πια να παρακάμπτει το Διαδίκτυο.
Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος
tvxs.gr