Με την αφρόκρεμα των έργων της και την αγωνία να κερδίσει το χαμένο της κοινό, επανέρχεται με τη νέα έκθεση των πινάκων από τις μόνιμες συλλογές της και υπόσχεται να «φέρει» αριστουργήματα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου στην Αθήνα...
Μαίρη Αδαμοπούλου
Φωτό: «Τα Αρραβωνιάσματα», ένα από τα πιο γνωστά έργα του Νικολάου Γύζη (1875), αποσυσκευάζονται με προσοχή για να βρουν τη θέση τους στην προσωρινή παρουσίαση της μόνιμης συλλογής ζωγραφικών έργων της Εθνικής Πινακοθήκης
Μπορεί το κρύο να ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερό χθες το μεσημέρι στο Αλσος Στρατού, στο Γουδή, η θερμοκρασία όμως είχε χτυπήσει κόκκινο στους χώρους της Εθνικής Γλυπτοθήκης. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει για την επιστροφή της Εθνικής Πινακοθήκης στα εικαστικά δρώμενα και το στοίχημα να ξανακερδίσει το κοινό της - το οποίο έχει χάσει τους τελευταίους οκτώ μήνες που παραμένει κλειστή λόγω των έργων επέκτασης του κεντρικού κτιρίου (επί της Βασ. Κωνσταντίνου, απέναντι από το Χίλτον) - είναι μεγάλο.
Δεν υπάρχει εργαζόμενος που να μη βρίσκεται στο πόδι μέσα στην αίθουσα όπου μέχρι πρόσφατα πραγματοποιούνταν οι περιοδικές εκθέσεις της Εθνικής Γλυπτοθήκης.
Με λευκά γάντια και ιδιαίτερη προσοχή ξετυλίγουν τους πίνακες από την ειδική τους συσκευασία. Στον έναν τοίχο ένα τεράστιο τελάρο - που ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα - περιμένει να υποδεχτεί την «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου».
Το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη, που δεν χωρούσε να βγει από το κτίριο της Βασιλέως Κωνσταντίνου, χρειάστηκε να απομακρυνθεί από το τελάρο του, επί τη ευκαιρία να απλωθεί στο πάτωμα για να συντηρηθεί και εν συνεχεία να τοποθετηθεί σε έναν ειδικής κατασκευής κύλινδρο και να εγκαταλείψει το κτίριο από το... παράθυρο με τη βοήθεια γερανού. Και τώρα περιμένει να βγει ξανά από τον κύλινδρο και να ξαναμπεί στο ξύλινο τελάρο του.
Λίγο πιο κει κομμάτια από τις αποτοιχισμένες τοιχογραφίες από το σπίτι του Κόντογλου - με τους «αγίους» του καλλιτέχνη (από τον Πυθαγόρα έως τον Πλούταρχο) - άλλες πάνω σε τραπέζια κι άλλες στο δάπεδο, δεν έχουν βρει ακόμη τη θέση τους πάνω στην ειδική κατασκευή την οποία συναρμολογούν οι τεχνίτες.
Την ίδια ώρα η συντονίστρια του εγχειρήματος της μετακόμισης, τεχνική σύμβουλος της Πινακοθήκης Ολγα Μεντζαφού μαζί με την προϊσταμένη συλλογών Εφη Αγαθονίκου κάνουν μικρές αλλαγές στην επιλογή των έργων.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στον διπλανό χώρο, όπου έως τώρα βρισκόταν η μόνιμη έκθεση γλυπτών - εξ ου και η ονομασία του χώρου ως Εθνική Γλυπτοθήκη. «Φρέσκα» έργα από το κεντρικό κτίριο έρχονται να ντύσουν τη συλλογή και «να προσθέσουν έργα κλειδιά», όπως εξηγεί η επιμελήτρια Τώνια Γιαννουδάκη, όπως για παράδειγμα ο μπρούντζινος ανδριάντας του Γιάννη Μόραλη διά χειρός του ακαδημαϊκού Γιάννη Παππά, που στέκεται πλέον δίπλα στον φίλο του, δημιουργία επίσης του ίδιου καλλιτέχνη, Χρήστο Καπράλο.
ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ 700 Τ.Μ. Μπορούν όμως τα περίπου 120 έργα που θα παρουσιαστούν σε 700 τ.μ. να δώσουν εξίσου αντιπροσωπευτική εικόνα της νεοελληνικής ζωγραφικής, όπως τα 480 έργα - από τα 10.000 που διαθέτει η Εθνική Πινακοθήκη - τα οποία εκτίθονταν σε 2.000 τ.μ. στο υπό επέκταση κτίριο;
«Δεν θα λείψει τίποτα», διαβεβαιώνει στα «ΝΕΑ» η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα για τη συνοπτική παρουσίαση των μόνιμων συλλογών ζωγραφικής της Πινακοθήκης που θα καλύπτουν την περίοδο από τον 19ο αιώνα έως και τη Γενιά του '30.
«Δεν αφαιρέσαμε ζωγράφους, αλλά έργα. Κρατήσαμε την αφρόκρεμα και θα προσφέρουμε μια πλήρη εικόνα σε συμπυκνωμένη μορφή. Οι μοναδικές ενότητες που λείπουν από τη μόνιμη προηγούμενη μόνιμη έκθεση είναι η επτανησιακή ζωγραφική και η πρώιμη ελληνική τοπιογραφία με πρωταγωνίστρια την Ελλάδα και τα ερείπιά της, όπως την είδαν οι ρομαντικοί καλλιτέχνες.
Πρόκειται για μια έκθεση που δεν θα αφορά μόνο τους φιλότεχνους, αλλά και όσους θέλουν να μάθουν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας», επισημαίνει.
Πώς θα συμβεί αυτό; «Ενα έργο δεν "μιλά" μόνο μέσα από το θέμα του, αλλά και από το μέγεθός του, το ύφος του, ακόμη και το κάδρο του», εξηγεί η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Αν δείτε για παράδειγμα τα πορτρέτα των αρχών του 19ου αιώνα είναι κυρίως προτομές, οι άνθρωποι, μέλη της αγροτικής κοινωνίας, φορούν παραδοσιακές φορεσιές και είναι αδέξια και στημένα. Οταν η ελληνική κοινωνία αποκτά προς τα τέλη του 19ου αιώνα αστική τάξη τα πορτρέτα γίνονται ολόσωμα, υπογράφονται από επώνυμους ζωγράφους, έχουν βαριά κάδρα».
Το ταξίδι στην ελληνική ζωγραφική θα ξεκινά από τη μεταβυζαντινή εποχή και τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο και θα συνεχίζει με την πρώιμη ελληνική προσωπογραφία, την ιστορική ζωγραφική, νεκρές φύσεις, γυμνά, έργα του ελληνικού μοντερνισμού και δημιουργίες της Γενιάς του '30 και υπογραφές καλλιτεχνών όπως των Γύζη, Λύτρα, Παρθένη, Μαλέα, Θεόφιλου, Κόντογλου, Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Τσαρούχη και Μόραλη, ανάμεσα σε άλλους.
ΕΤΟΙΜΟ ΤΟ 2016. Και ενώ η Εθνική Πινακοθήκη κάνει ένα νέο ξεκίνημα, τα εμπόδια στο υπό επέκταση κτίριο της Βασ. Κωνσταντίνου φαίνεται να ξεπερνιούνται. «Μέσα στις επόμενες ημέρες εγκρίνονται οι συμπληρωματικές μελέτες που αφορούν τη στεγανοποίηση των χώρων (σ.σ. κατά τη διάρκεια των έργων διαπιστώθηκε ότι ο υδροφόρος ορίζοντας βρισκόταν πολύ υψηλότερα από ό,τι υπολογιζόταν, καθώς δεν είχε επικαιροποιηθεί παλαιότερη γεωτεχνική μελέτη που χρησιμοποιήθηκε) και τα έργα περιμένουμε να αρχίσουν πριν το τέλος του χρόνου. Ελπίζω ότι μέσα στο 2016 η Εθνική Πινακοθήκη θα επιστρέψει στην έδρα της».