Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μιλάει για την πετυχημένη παράσταση «Ο πουπουλένιος» του Μάρτιν Μακ Ντόνα- για την οποία κάνουν ουρές στο θέατρο Αθηνών- και σχολιάζει την καυτή επικαιρότητα.
(Φωτό: Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο κελί της παράστασης «Ο πουπουλένιος»)
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, «επιστράτευσε»... μερικούς από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της γενιάς του, τον Νίκο Κουρή, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, σε ένα καυτό θεατρικό κείμενο με λεπτές ισορροπίες και μαύρο χιούμορ. Φαίνεται ότι αγαπά τις προκλήσεις και το κοινό του τον ανταμείβει, αφού στην κατάμεστη αίθουσα, το θερμό χειροκρότημα δεν σταματούσε εύκολα. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ενσαρκώνει τον συγγραφέα Χατούριαν ο οποίος βλέπει τις σκοτεινές ιστορίες του να παίρνουν σάρκα και οστά σε μια εφιαλτική πραγματικότητα. Τον ρόλο του διανοητικά καθυστερημένου αδελφού του, έχει αναλάβει ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, ενώ ο Νίκος Κουρής και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος παίζουν τους δύο ανακριτές που κινούν τα νήματα.
«Ο Πουπουλένιος» ακροβατεί ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία. Πώς θα χαρακτηρίζατε το έργο;
Ανήκει στα πολύ σπάνια έργα τα οποία χαρακτηρίζω αταξινόμητα, γιατί παίζουν με διαφορετικά είδη θεάτρου. H κύρια δομή του είναι αυτή ενός αστυνομικού έργου. Ωστόσο έχει και στοιχεία τραγωδίας, μαύρης κωμωδίας, θρίλερ, με αναφορές- σχεδόν εμφανείς κατά τη γνώμη μου- από Μπέκετ και Μάμετ μέχρι Ταραντίνο και Κάφκα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας το έγραψε σε νεαρή ηλικία. Στον κορμό της πλοκής του «Πουπουλένιου» είναι ενταγμένα όλα εκείνα τα παραμύθια που είχε γράψει παλαιότερα ο Μακ Ντόνα. Το έργο διαθέτει δύναμη, φωτιά και μια τρυφερότητα…
Η βία υφίσταται στο έργο και παράλληλα απομυθοποιείται. Πώς το χειριστήκατε αυτό το κομμάτι;
Ο Νίκος Κουρής «ανακρίνει» τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.
Όσοι φίλοι μου είχαν διαβάσει το έργο με προέτρεπαν να μην το κάνω, επειδή θεωρούσαν ότι είναι πολύ βίαιο. Αντιθέτως, εγώ είχα από την αρχή την αίσθηση ότι μέσα από το χιούμορ και την τρυφερότητα ο ίδιος ο συγγραφέας υποσκάπτει τη σκληρότητα. Η σκληρότητα υπάρχει εκεί για να τονίσει την τρυφερότητα. Και μια από τις βασικές δουλειές μας στη συνολική σύλληψη της παράστασης αλλά και στη διδασκαλία των τεσσάρων ρόλων, ήταν οι χιουμοριστικές και τρυφερές πλευρές του κειμένου να αναδειχτούν εξίσου. Και μού κάνει εντύπωση πόσο καλά λειτουργεί το έργο στις γυναίκες-που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία και συχνά δεν τους αρέσουν τα στοιχεία θρίλερ.
Φίλες μου οι οποίες είχαν διαβάσει το έργο και το είχαν βρει πολύ σκληρό, βλέποντας την παράσταση κατάλαβαν αυτό το οποίο είχα αισθανθεί από την πρώτη στιγμή, ότι υπάρχει δηλαδή μια μαγική ισορροπία στα αισθήματα που μπορεί να δημιουργήσει ο «Πουπουλένιος» στον θεατή.
Στην παράστασή σας θέσατε επί τάπητος το ζήτημα της διαφορετικότητας τονίζοντας το παραμύθι με το πράσινο γουρουνάκι στις τελευταίες σκηνές.
Με αγγίζει ιδιαίτερα αυτό το παραμύθι. Το πώς κλείνει η παράσταση δεν υπάρχει στο κείμενο. Αγαπώ πολύ αυτό το παραμύθι και είναι και το μόνο που μπορώ να διηγηθώ με μεγαλύτερη ευκολία στον οκτάχρονο γιο μου. Είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε την αξία και τη σημασία της διαφορετικότητας και το πώς πρέπει να την προστατεύουμε από την φυσική τάση του περιβάλλοντος της να την καταστρέφει. Όποιου τύπου και να είναι αυτή η διαφορετικότητα.
Το ιδιαίτερο στίγμα της παράστασης οφείλεται και στα σκηνικά της. Πώς συνεργαστήκατε με τους σκηνογράφους;
Το μπροστινό μέρος των σκηνικών είναι της Αθανασίας Σμαραγδή και το πίσω σκηνικό είναι του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Φίλιππου Φωτιάδη. Δημιούργησαν τους δύο διαφορετικούς σκηνικούς χώρους του έργου: ο πρώτος, ο ενήλικος, ρεαλιστικός κόσμος περιλαμβάνει αυτό το περίεργο μπουντρούμι. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι και η παράσταση δεν το διευκρινίζει, για αυτό και δεν έχει σκηνικά καθόλου στην αρχή ή στο διάλειμμα. Είναι σαν τα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας; Σαν τα μπουντρούμια της ΕΑΤ ΕΣΑ; Πάντως αυτός είναι ο ενήλικος κόσμος και υπάρχει ένα παράθυρο από το οποίο βγαίνουμε και βλέπουμε τον παιδικό κόσμο του ονείρου, της φαντασίας και του παραμυθιού.
Ένα από τα σπουδαία ζητήματα, όποτε έχει ανέβει ο «Πουπουλένιος» («Pillow man») είναι αν και πώς θα αναπαρασταθούν τα παραμύθια και οι αφηγήσεις του Μακ Ντόνα. Είχα λοιπόν μια στενή συνεργασία με τους σκηνογράφους γιατί είχαμε να λύσουμε και ζητήματα τεχνικής φύσεως. Με την Αθανασία Σμαραγδή σκεφτήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τον Φίλιππο Φωτιάδη, ο οποίος είναι εξαιρετικά ταλαντούχος και παιδικός μου φίλος. Η εικόνα των παραμυθιών είναι σαν ένα κόμικ το οποίο ζωντανεύει, επίσης οι ενήλικες σε αυτά τα παραμύθια δεν παρουσιάζονται ποτέ. Το μόνο ρεαλιστικό στοιχείο είναι το ίδιο το παιδί. Όλα γύρω του είναι ψεύτικα.
Τι αντικατοπτρίζουν αυτές οι επιλογές;
Ο καθένας μπορεί να το διαβάσει διαφορετικά, αλλά για μένα το έργο μιλάει ουσιαστικά για το τι μας συμβαίνει στην διαδικασία της ενηλικίωσης. Τι μεταφέρουμε δηλαδή στην ενήλικη ζωή μας από όλες τις επιθυμίες, τα όνειρά μας και τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας. Στα παραμύθια υπάρχει έντονα αυτό το στοιχείο.
Ήταν κάτι που είχε για μένα ιδιαίτερη σημασία. Στον ενήλικο, καφκικό κόσμο θελήσαμε να αντιπαραβάλουμε έναν κόσμο φαντασίας, όσο πιο ονειρικό γίνεται που να λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο, ως διέξοδο διαφυγής.
Πιστεύετε ότι έχετε μια κοινή γλώσσα με τους συμπρωταγωνιστές σας;
Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος είναι «ο αδελφός» του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στην παράσταση.
Ανήκουμε εκ των πραγμάτων στην ίδια γενιά ηθοποιών- οι τρεις εκ των τεσσάρων είμαστε σχεδόν συνομήλικοι -με εμένα να είμαι ελαφρώς μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους. Ο Οδυσσέας είναι το πουλέν μας, ο μικρότερος. Το γνώρισμα μας, αυτό που μας καθιστά πολύ ομοιογενείς, είναι ότι διαθέτουμε έρεισμα σε πλατύτερο κοινό και έχουμε μεγάλη αγωνία για το θέατρο. Οι συμπρωταγωνιστές μου το έχουν αποδείξει με τις επιλογές τους και με την επάρκειά τους σε πολύ δύσκολους ρόλους, ακολουθώντας ο καθένας μια πορεία ιδιαίτερη και πολύ πετυχημένη.
Ανεβάσαμε την παράσταση μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και συνεννοηθήκαμε πολύ γρήγορα. Ήταν για μένα μεγάλο δώρο και ιδιαίτερη τιμή που αποδέχτηκαν να το κάνουμε και μάλιστα με μεγάλη όρεξη-χωρίς να ξέρουμε ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα, αν η παράσταση θα λειτουργήσει. Και οι τρεις τους πίστεψαν σε ότι είχα πιστέψει κι εγώ, όταν πρωτοδιάβασα το έργο. Νομίζω ότι είχε σημασία που φτιάξαμε έναν ομοιογενή θίασο.
Το έργο –με ιδιαίτερο τρόπο- θίγει το ζήτημα της βίας. Με αυτή την αφορμή θα ήθελα να ρωτήσω αν σας σοκάρει η βία που διαχέεται στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Πώς τη σχολιάζετε;
Με σοκάρει κυρίως ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετωπίζουμε. Με σοκάρει το πόσο απαίδευτοι είμαστε στο να την ορίσουμε και να τοποθετηθούμε απέναντί της. Να ορίσουμε δηλαδή τις πράξεις βίας ως καταδικαστέες, χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους.
Υπάρχουν βίαιες σκηνές που στοιχειώνουν την καθημερινότητά σας;
Το να φτάσει κανείς να έχει δολοφονίες στους δρόμους, όπως συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, για μένα έχει μια σύνδεση με το τι επιτρέπουμε να συμβαίνει στην μικρή καθημερινότητά μας. Έχει ίσως- μια πολύ μακρινή-σύνδεση με το πώς παραβιάζει, για παράδειγμα, κάποιος την ουρά στην εφορία. Ή το πώς περνάει τα φανάρια ή με το πώς μπορεί να βρίσει χυδαία κάποιον άλλο, επειδή κάτι συνέβη με τα αυτοκίνητά τους.
Δηλαδή ο χειρισμός του εαυτού μας σε σχέση με τους άλλους και η αίσθηση ότι κανονικά δικαιούμαστε έναν χώρο, τον οποίο δεν θα έπρεπε να δικαιούμαστε, μας δίνει τη δυνατότητα μετά και σε ένα κοινωνικό επίπεδο, να πιστεύουμε ότι οι ιδέες μας αξίζουν περισσότερο από τις ζωές ή την ελευθερία ή τον αυτοσεβασμό των άλλων ανθρώπων. Μπορούμε δηλαδή να σκοτώσουμε, να προπηλακίσουμε, να συκοφαντήσουμε για τις ιδέες μας-όποιες και αν είναι αυτές.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος στην παράσταση «Ο πουπουλένιος».
Οι βίαιες αλλαγές που έχει δεχτεί η ελληνική κοινωνία πιστεύετε ότι λειτουργούν ως θερμοκήπιο της βίας;
Ναι. Αλλά κοιτάξτε, γιατί υπάρχει ένας κίνδυνος και μού φαίνεται ότι πρέπει να κυκλοφορούμε κρατώντας μαζί ένα χοντρό λεξικό. Να αποφασίσουμε ποιο είναι το καλύτερο λεξικό ώστε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με μεγάλη προσοχή. Γιατί μόλις αρχίσουμε να λέμε ότι βία είναι και το μνημόνιο ή βία είναι και οι περικοπές συντάξεων, αρχίζουμε να μπερδευόμαστε πάρα πολύ.
Οι περικοπές των συντάξεων είναι κάτι πολύ κακό, είναι σίγουρα λάθος-πιθανώς είναι αναγκαίο-κάποιος άλλος μπορεί να διαφωνήσει και να υποστηρίξει ότι υπάρχει άλλη λύση. Όλα αυτά είναι συζητήσιμα. Η βία είναι άλλο πράγμα και αν πάει κανείς στο λεξικό μπορεί να δει τον ορισμό της. Υπάρχει βία ψυχολογική, βία σωματική, εξύβριση, χωρίζεται σε μια σειρά κατηγοριών.
Πάντως αν αρχίσουμε να λέμε ότι επειδή είναι βία το μνημόνιο, ή επειδή είναι βία η αξιολόγηση μπορώ να χτίσω έναν καθηγητή μου μέσα στο γραφείο του. Ή επειδή είναι βία η Χρυσή Αυγή-που είναι-ας πάμε να σκοτώσουμε κάποιους. Ή επειδή είναι βίαιο πράγμα η απόλυση θα συμπεριφερθώ με έναν πραγματικά βίαιο τρόπο, τότε αρχίζουμε να χάνουμε την αίσθηση. Είναι καλό να μπορούμε να κρίνουμε-χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις- από τα πραγματικά γεγονότα.
Υπάρχει ατέρμονη συζήτηση για το αν ισχύει η θεωρία των δύο άκρων. Άλλοι πιστεύουν ότι ισχύει και πάρα πολλοί λένε- πως προς θεού- δεν μπορούμε να εξισώσουμε την ακροδεξιά βία με τη βία των φοιτητών, των αναρχικών ή οποιονδήποτε άλλων, γιατί ξεκινούν από διαφορετικά κίνητρα. Όμως σας ομολογώ ότι, αν είμαι ένας τρίτος άνθρωπος, ο οποίος δεν ξέρει ούτε την μια άποψη, ούτε την άλλη και υφίσταμαι μια πράξη, η πράξη είναι που έχει σημασία.
Προφανώς δεν είναι το ίδιο πράγμα μια δολοφονία με το γιαούρτωμα ενός πολιτικού. Αλλά ένα γιαούρτωμα, με ένα άλλο γιαούρτωμα, είναι ίδια. Μια δολοφονία με μια άλλη δολοφονία, άλλης παράταξης και ιδεολογίας είναι επίσης ίδια. Αν δολοφονήσεις έναν πολιτικό και εάν δολοφονήσεις έναν μετανάστη, είναι δύο απεχθείς δολοφονίες και για αυτό καταδικάζονται από τον ελληνικό νόμο. Οι ελληνικοί νόμοι, ασχέτως του πώς εφαρμόζονται, προβλέπουν συγκεκριμένες ρυθμίσεις για κάθε είδους βία και συμπεριφορά.
Δεν μπορούμε να πούμε δηλαδή, ότι είναι βία η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και δεν είναι βία η δολοφονία των μελών της Χρυσής Αυγής. Αυτό δεν έχει να κάνει με το τι πιστεύουμε, αν είμαστε με τη Χρυσή Αυγή, με το ΣΥΡΙΖΑ, με το ΠΑΣΟΚ, ή αν είμαστε ανένταχτοι. Έχει να κάνει με ένα πραγματικό γεγονός. Νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και να μην συζητούμε το ότι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής είναι πράξη καταδικαστέα. Τελεία. Δεν θα το συζητήσουμε παραπάνω.
Μόλις αρχίζουμε να βάζουμε υποσημειώσεις σε αυτό, ξεκινά το πρόβλημα. Στην Ελλάδα διαστρέφουμε τις έννοιες όσο περισσότερο γίνεται, γι’ αυτό δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Ο καθένας διαστρέφει τις έννοιες ανάλογα με την οπτική του στον κόσμο. Είναι φυσικό εγώ κι εσείς να έχουμε διαφορετική ματιά, ιδέες ή ακόμη να έχουμε και αντικρουόμενα συμφέροντα. Όμως για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε, επειδή είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε στην ίδια χώρα, πρέπει να ξεκινήσουμε να ορίζουμε τις έννοιες με τον ίδιο τρόπο.
Ταυτότητα της παράστασης: Χατούριαν (συγγραφέας): Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.Τουπόλσκι (ανακριτής): Νίκος Κουρής. Άριελ (ανακριτής): Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Μίκαλ (αδελφός): Γιώργος Πυρπασόπουλος. Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Σκηνικά – Κοστούμια: Αθανασία Σμαραγδή. Μουσική: Μίνως Μάτσας. Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος. Εικονογράφηση – Σκηνικά παραμυθιών: Φίλιππος Φωτιάδης. Βοηθός Σκηνοθέτη: Έλενα Σκουλά.
Πληροφορίες: Θέατρο Αθηνών, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου 10, Σύνταγμα, τηλ. 2103312343. Τιμές εισιτηρίων: 20 ευρώ πλατεία Α’, 17 ευρώ πλατεία Β’, 17 ευρώ λαϊκή απογευματινή, 14 ευρώ (μόνο Τετ., Πεμ.) νεανικό (έως 28 ετών) - συνταξιούχοι (άνω των 60 ετών ), 14 ευρώ οικονομικό*, 10 ευρώ άνεργοι (με την επίδειξη κάρτας ανεργίας μόνο Τετ., Πεμ.), Σάββατο βράδυ και περίοδο εορτών γενική είσοδος 20 ευρώ.
Μάνια Στάικου
Φωτογραφίες: ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΒΑΪΝΑΝΙΔΗ