να εμφανιστούν ζωντανά στο Palais Ballroom, δεν είχαν φανταστεί το φιάσκο που θα ακολουθούσε.
Ο Σαμ Λιτς, επιθυμώντας διακαώς από ανώνυμος ατζέντης να γίνει μάνατζερ των Σκαθαριών, που είχαν σχηματίσει το συγκρότημα τους πριν λίγους μήνες, το 1960, επιχείρησε να κάνει ευρύτερα γνωστό το συγκρότημα στους ατζέντηδες του Λονδίνου.
Οι καλές του προθέσεις, ωστόσο, ανατράπηκαν από τις ελλιπείς γεωγραφικές του γνώσεις. Αντί να κλείσει εμφανίσεις στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, επέλεξε να κλείσει στα Σκαθάρια πέντε συνεχόμενα Σαββατόβραδα στο Palais Ballroom, στο Όλντερσοτ, μια μικρή, στρατιωτική πόλη, 37 μίλια από το κέντρο του Λονδίνου.
Οι εμφανίσεις αυτές τυπώθηκαν σε αφίσες και φυλλάδια με τον τίτλο «Λίβερπουλ εναντίον Λονδίνου: Η μάχη των συγκροτημάτων», παρουσιάζοντας τους Beatles και το συγκρότημα Ivor Jay & The Jaywalkers, «συν άλλα δύο διάσημα συγκροτήματα», όπως αναγράφει η αφίσα, χωρίς όμως να αναφέρονται συγκεκριμένα τα ονόματά τους.
Όπως ισχυρίζεται ο Λιτς, έστειλε την καταχώρηση στην εφημερίδα «Τα Νέα του Όλντερσοτ», μαζί με μια επιταγή ύψους 100 λιρών, για να καλύψει το κόστος. Εντούτοις, η εφημερίδα αρνήθηκε να εξαργυρώσει την επιταγή και να καταχωρήσει τη διαφήμιση, επειδή ο Λιτς δεν ήταν τακτικός διαφημιστής και βάση της πολιτικής της, οι νέοι πελάτες έπρεπε να πληρώνουν σε μετρητά. Επιπλέον, ο Λιτς δεν έδωσε κανένα στοιχείο του, ώστε να μπορέσουν οι υπεύθυνοι της εφημερίδας να επικοινωνήσουν μαζί του κι έτσι η διαφήμιση δεν «έτρεξε» ποτέ.
Το αποτέλεσμα ήταν, τα Σκαθάρια να παίξουν σε μία σχεδόν άδεια αίθουσα εκδηλώσεων! Μετά από εννέα ώρες ταξιδίου από το Λίβερπουλ και λίγο πριν ανέβουν να παίξουν στη σκηνή του Palais Ballroom, οι Beatles κατηφόρισαν στα δύο καφέ-μπαρ της μικρής πόλης, προσφέροντας δωρεάν είσοδο σε όποιον ενδιαφερόταν να δει μια παράσταση ροκ εντ ρολ!
Ακόμη κι αυτή τους η προσπάθεια, όμως, κατάφερε να συγκεντρώσει μόλις 18 άτομα, τα οποία, εξαιτίας ενός επικοινωνιακού και διαφημιστικού λάθους, είχαν την τύχη να απολαύσουν πριβέ τα Σκαθάρια!
Ο τότε ντράμερ των Beatles, Πιτ Μπεστ, θα δηλώσει: «Περίπου στα μισά του πρώτου μέρους, ο Τζορτζ (Χάρισον) και ο Πολ (ΜακΚάρτνεϊ) φόρεσαν τα παλτά τους και κατέβηκαν στην πίστα να χορέψουν μαζί ένα φοξ τροτ, ενώ οι υπόλοιποι πασχίζαμε να συνεχίσουμε να παίζουμε πάνω στη σκηνή για μια χούφτα κοινού. Σε όλο το δεύτερο μέρος, ο Τζον (Λένον) και ο Πολ (ΜακΚάρτνεϊ) έπαιζαν επίτηδες λάθος χορδές και νότες, και προσέθεταν αυτοσχέδιες λέξεις στα τραγούδια».
Τα Σκαθάρια, συνέχισαν να παίζουν μέχρι τέλους, παρά το σχεδόν ανύπαρκτο κοινό, ενώ ο Λιτς τριγυρνούσε μανιωδώς ανάμεσα στους λιγοστούς θαμώνες στην πίστα, ζητώντας τους να σκορπίσουν στο χώρο, ώστε να φαίνεται γεμάτος!
Οι φωτογραφίες από την επίμαχη βραδιά, τραβηγμένες από τον Ντικ Μάθιουζ, επιστήθιο φίλο του Σαμ Λιτς, δείχνουν τα Σκαθάρια σε κατάσταση πλήρους αποσυντονισμού. Μετά το τέλος της εμφάνισής τους, οι Beatles προσπάθησαν να πνίξουν την απογοήτευσή τους, καταναλώνοντας γενναίες ποσότητες αγγλικής μπύρας και παίζοντας ποδόσφαιρο στην πίστα με μπαλάκια Μπίνγκο!
Ο Ντικ Μάθιουζ (με τα γυαλιά), Ο Τζον Λένον, ο Τζορτζ Χάρισον και ο Σαμ Λιτς πίνουν μπύρες, μετά το τέλος της εμφάνισης.
Η φασαρία που προκάλεσαν, ανάγκασε έναν αγανακτισμένο γείτονα, να καλέσει την αστυνομία, και την ώρα που τα Σκαθάρια έβγαιναν από το μαγαζί, περίπου στη μία η ώρα τα ξημερώματα, τους περίμεναν τρία περιπολικά οχήματα και τέσσερεις αστυνομικές «κλούβες», οι οποίοι συνέστησαν στα Σκαθάρια να αποχωρήσουν αμέσως και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ στην πόλη τους!
Το απίστευτο συμβάν πέρασε στην ιστορία, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Μπράιαν Έπσταιν έγινε μάνατζερ των Σκαθαριών, που σύντομα γέμιζαν στάδια.
Μαρία Μανέτα