Πολλοί διάσημοι συγγραφείς έχουν παράξενη, περίεργη και κάποιοι θα έλεγαν και εξωφρενική ρουτίνα στην καθημερινότητά τους.
Η συγγραφέας Celia Blue Johnson από το Μπρούκλιν, συγκέντρωσε στο... βιβλίο της «Odd Type Writers: From Joyce and Dickens to Wharton and Welty, the Obsessive Habits and Quirky Techniques of Great Authors», τις παράξενες συνήθειες, προλήψεις, μεθόδους και τεχνικές ή τρικ αναβλητικότητας διάσημων συγγραφέων προκειμένου να περάσουν τις σκέψεις τους επάνω σε χαρτί.
Ο τρόπος και το μέσο της γραφής αποκαλύπτουν την προσωπική ιδιοσυγκρασία.
Ο Wallace Stevens έγραφε τα ποιήματά του σε κόλλες χαρτί ενώ περπατούσε, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε διεγερτικά δημιουργικό και στη συνέχεια τις έδινε στη γραμματέα του για να τις δακτυλογραφήσει.
Ο James Joyce έγραφε ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι με μπλε μελάνι, φορώντας ένα λευκό παλτό. Το μεγαλύτερο τμήμα του Finnegans Wake το έγραψε με κηρομπογιές σε χαρτόνι. Αυτό όμως δεν ήταν θέμα παραξενιάς, αλλά πρακτικότητας… γιατί ήταν σχεδόν τυφλός. Είχε μυωπία από την παιδική του ηλικία και όταν έφτασε στα 20 του χρόνια είχε μεγαλώσει πολύ και του δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα. Σαν να μην έφτανε αυτό στα 25 του έπαθε ρευματικό πυρετό, που του προκάλεσε ιρίτιδα, μια επίπονη ασθένεια στα μάτια. Μέχρι το 1930 είχε υποβληθεί σε 25 χειρουργικές επεμβάσεις στα μάτια, καμία από τις οποίες δε βελτίωσε την όρασή του.
Η κηρομπογιές τον βοηθούσαν να βλέπει αυτά που έγραφε, ενώ το άσπρο παλτό τον βοηθούσε γιατί αντακλούσε περισσότερο φως στις σελίδες τη νύχτα.
Η Virginia Woolf ήταν πολύ ισχυρογνώμων αναφορικά με τον σωστό τρόπο να γράφει και το σωστό τρόπο να διαβάζει. Στα 20 της περνούσε δυόμιση ώρες κάθε πρωί γράφοντας σε ένα γραφείο με ύψος 1,06 μ. με κλίση στην κορυφή του, έτσι ώστε να μπορεί να κοιτάζει τη δουλειά της και από κοντά, αλλά και από μακριά.
Σύμφωνα με τον ανιψιό της Quentin Bell, αυτό δεν είχε να κάνει με πρακτικούς λόγους, αλλά με την αντιπαλότητα που είχε αναπτύξει με την αδερφή της, την καλλιτέχνιδα Vanessa Bell, η οποία ζωγράφιζε όρθια. Η Virginia δεν ήθελε να την ξεπερνάει η αδερφή της.
Όταν σταμάτησε να γράφει όρθια και άρχισε να κάθεται, κατασκεύασε κάτι για το οποίο ήταν πολύ περήφανη: χρησιμοποίησε ένα κομμάτι κόντρα πλακέ ως πίνακα γραφής, στο οποίο πρόσθεσε ένα δίσκο για μελάνι και πένες έτσι ώστε να μην διακόπτεται η έμπνευσή της όταν ξέμενε από υλικά.
Καθοδηγούμενος από έναν παρόμοιο φόβο «εξάντλησης» των υλικών, ο John Steinbeck, που προτιμούσε να γράφει με μολύβι, είχε πάντοτε στο γραφείο του 12 πολύ καλά ξυσμένα μολύβια. Ο εκδότης του αναγκάστηκε να του στέλνει στρογγυλεμένα μολύβια, γιατί τα κρατούσε τόσο σφιχτά και δυνατά που δημιουργούνταν κάλοι ανάμεσα στα δάχτυλά του.
Ο Truman Capote δεν ξεκινούσε ή δεν τελείωνε τα έργα του τις Παρασκευές. Δεν έμενε σε δωμάτια ξενοδοχείου αν το νούμερο στο τηλέφωνο περιείχε τον αριθμό 13 και ποτέ δεν άφηνε πάνω από τρία αποτσίγαρα στο τασάκι, αδειάζοντας τα επιπλέον στην τσέπη του σακακιού του.
Πολλοί συγγραφείς μετρούσαν την ποιότητα της δουλειάς τους με… ποσοτικά κριτήρια. Για παράδειγμα ο Jack London έγραφε 1.000 λέξεις κάθε μέρα κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ενώ ο William Golding ανακοίνωσε μια φορά σε ένα πάρτι ότι έγραφε καθημερινά 3.000 λέξεις, νούμερο που φρόντιζαν να «φτάνουν» και οι Norman Mailer και Arthur Conan Doyle.
Ο Anthony Trollope, από την άλλη, ξεκινούσε κάθε ημέρα στις 5 και μισή το πρωί και πίεζε τον εαυτό του να γράφει 250 λέξεις κάθε 15 λεπτά, χρονομετρώντας μάλιστα τον εαυτό του.
Ο Stephen King κάνει τα πάντα για να φτάσει το στόχο των 2.000 λέξεων που έχει ορίσει ότι θέλει να πετυχαίνει καθημερινά, ενώ ο Thomas Wolfe δε σταματά αν δεν έχει γράψει 1.800 λέξεις.
Βέβαια, κάποιοι συμφωνούσαν με το αρχαίο ρητό «ουκ εν τω πολλώ το ευ» με τον James Joyce να θεωρεί κατόρθωμα τη συμπλήρωση δύο τέλειων προτάσεων την ημέρα. Ακόμη, η Dorothy Parker, μανιακή με τη διόρθωση, έλεγε ότι «δε μπορώ να γράψω ούτε πέντε λέξεις, έχω αλλάξει ήδη επτά».
Όταν το φθινόπωρο του 1830 ο Victor Hugo ξεκίνησε να γράφει την Παναγία των Παρισίων, είχε ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα μπροστά του. Το βιβλίο έπρεπε να είναι έτοιμο μέχρι το Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς. Έτσι αγόρασε ένα μπουκάλι μελάνι και κλείστηκε στο σπίτι του για μήνες. Η τεχνική του ήταν η εξής: Κλείδωσε τα ρούχα του στη ντουλάπα για να αποφεύγει τον πειρασμό να βγαίνει έξω και δεν είχε τίποτε άλλο να φορέσει παρά μόνο ένα μεγάλο, γκρι σάλι. Έφτανε μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών του και το είχε αγοράσει ειδικά γι΄αυτήν την περίσταση. Το φορούσε για τους επόμενους… πολλούς μήνες.
Τελείωσε το βιβλίο του μερικές εβδομάδες πριν τη λήξη της προθεσμίας, ενώ τελείωσε όλο το μπουκάλι μελάνι.
Ο Charles Dickens προτιμούσε το μπλε μελάνι, όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί στέγνωνε πιο γρήγορα από τα άλλα χρώματα.
Η Virginia Woolf χρησιμοποιούσε διαφορετικό χρώμα μελάνι: πράσινο, μπλε και μωβ, που ήταν και το αγαπημένο της. Το μωβ άρεσε επίσης και στον Lewis Carroll, κι αυτό γιατί όταν δίδασκε μαθηματικά στην Οξφόρδη, οι καθηγητές χρησιμοποιούσαν μωβ μελάνι για να διορθώνουν τα γραπτά των φοιτητών τους.
Ο Joseph Heller έγραψε μερικά από τα καλύτερα έργα του ενώ μετακινούνταν με λεωφορείο. Όταν ξεκίνησε να γράφει για μια διαφημιστική εταιρεία σε ηλικία 16 ετών, ο Woody Allen, όχι μόνο το έκανε ενώ χρησιμοποιούσε το μετρό, αλλά δεν ήταν καν καθιστός σε κάποια θέση.