Η Ολυμπιάδα ως ιστορική προσωπικότητα έζησε στη σκιά δύο μεγάλων ιστορικών χαρακτήρων, του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Όμως, δεν υστερούσε καθόλου σε... δύναμη προσωπικότητας και η συμμετοχή ή η παρέμβασή της συνετέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση πολλών ιστορικών γεγονότων της εποχής της.
Ήταν η δευτερότοκη κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, και γεννήθηκε το 373 π.Χ στην Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα του βασιλείου.
Όταν ήταν έντεκα χρόνων, πέθανε ο πατέρας της και το θρόνο πήρε ο θείος της, Αρύββας, ο οποίος παντρεύτηκε τη μεγαλύτερη αδελφή της, Τρωάδα.
Ο αδελφός της, Αλέξανδρος, ήταν τότε μόλις ενός έτους. Ήταν η εποχή που η Ήπειρος είχε απαλλαγεί από το πνεύμα της τοπικής περιχαράκωσης και βρίσκονταν σε αναγεννητική περίοδο σε όλους τους τομείς.
Η Ολυμπιάδα από τα παιδικά της χρόνια έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης πέρα από απλή μάθηση και γραφή. Νωρίς διακρίθηκε για το ανήσυχο και ανικανοποίητο πνεύμα της, τις μεταφυσικές της ανησυχίες και τη δίψα να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου.
Έμαθε τα ιερατικά μυστικά στο Μαντείο της Δωδώνης, το οποίο και υπηρέτησε για χρόνια, ενώ ήταν μυημένη και στα Βακχικά Μυστήρια. Ήταν ιέρεια των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης, όπου και γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Φίλιππο Β'.
Το όνομά της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel, ήταν Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη. Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ.
Υπήρξε η νόμιμη γυναίκα του Φιλίππου και μοναδική βασίλισσα των Μακεδόνων. Έζησε μαζί του είκοσι χρόνια (375 π.Χ.-337 π.Χ.). Ο Φίλιππος, βέβαια, σύμφωνα με τα κρατούντα της εποχής, πήρε πολλές γυναίκες (Αυδάτα, Φιλίνα, Νικησίπολη, Μήδα, κ.α.) που δεν ήταν Μακεδόνισσες, εκτός της τελευταίας, της Κλεοπάτρας. Όταν μπήκε στη Μακεδονική αυλή, βρήκε από αυτές τη Φίλιννα με το γιο της, Αριδαίο, και τη θυγατέρα της Αυδάτας, Κυνάνη.
Η Ολυμπιάδα ήταν η πιο μορφωμένη από όλες όσες παντρεύτηκε ο Φίλιππος και από όλες γενικά τις Μακεδόνισσες αρχόντισσες. Εξασκούσε μια απαράμιλλη γοητεία με την ομορφιά της, τη μόρφωση και τη σοβαρότητά της. Θυσίαζε πολλά για την ακόρεστη φιλαρχία της, εκτός από τη ζωή ή τη φήμη του γιου της, Αλέξανδρου, που αγαπούσε παθολογικά.
Ο Πλούταρχος, ο οποίος έζησε πολλούς αιώνες αργότερα, τη χαρακτήριζε κακότροπη και ζηλιάρα. Επίσης, αναφέρει ότι εμφανιζόταν με εξημερωμένα φίδια. Αργότερα, λέγεται ότι η ίδια ομολόγησε στο σύζυγό της ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν γιος του, αλλά ότι τον είχε συλλάβει από ένα φίδι που εμφανίστηκε στον ύπνο της, το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, ήταν ενσάρκωση του ίδιου του Δία κι ότι ο ίδιος ο Φίλιππος τη χώρισε και την έστειλε στην Ήπειρο κατηγορώντας τη για μοιχεία.
Ωστόσο, είχε πολλές αρετές, αρκετές από τις οποίες μετέδωσε στο γιο της, τον Αλέξανδρο. Στην πολυκύμαντη και ταραχώδη ζωή της συναντώνται μεγάλα προτερήματα και μεγάλα ελαττώματα.
Ως αφοσιωμένη μητέρα, είχε τάξει τη ζωή της σε ένα μόνο σκοπό και τον υπηρετούσε με πάθος: πώς θα εξασφάλιζε για το γιο της τη διαδοχή του θρόνου της Μακεδονίας μέσα στη δίνη των μηχανορραφιών και δολοπλοκιών στην αυλή της Πέλλας. Και αυτό το ανυποχώρητο πάθος της υπονοούσε ο Φίλιππος, όταν, απαντώντας στο γιο του Αλέξανδρο, που χαρακτήριζε τη μητέρα του ως τη γενναιότερη απ' όλες τις Νηρηίδες, του είπε γελώντας: «όχι μόνο γενναιότερη, αλλά και πολεμικότερη, γιατί δε σταματάει να με καυγαδίζει».
Οι σχέσεις των δύο συζύγων έως το 337 π.Χ., οπότε και η Μακεδόνισσα Κλεοπάτρα, ανεψιά του στρατηγού Άτταλου, ανυψώνεται ως ισότιμη και νόμιμη βασίλισσα, υπήρξαν κατά βάση αρμονικές, χωρίς να λείπουν κάποιες εκρήξεις. Ο Φίλιππος της εμπιστευόταν τη διακυβέρνηση του κράτους, όταν απουσίαζε στις συχνές και μακρόχρονες εκστρατείες του. Η Ολυμπιάδα είχε δημιουργήσει στην αυλή δικό της κύκλο ευνοουμένων, που τους προστάτευε ακόμα και από τη στράτευσή τους και την αποστολή στα διάφορα μέτωπα.
Ήταν προικισμένη με χαρίσματα μεγάλα, πράγματι ηγεμονικά. Μετά το θάνατο του αδελφού της, Αλέξανδρου, βασιλιά των Μολοσσών, εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο και έγινε Αντιβασίλισσα και επίτροπος του ανήλικου εγγονού της, Νεοπτόλεμου Γ'.
Στην Ήπειρο, ανέπτυξε πολιτική δράση ιστορικής σημασίας. Πλάτυνε το «κοινό των Μολοσσών» με την εισδοχή νέων Ηπειρωτικών φύλων και το μετονόμασε «Οι Σύμμαχοι των Απειρωτάν», ζωντανεύοντας έτσι το κλονισμένο γόητρο της δυναστείας των Αιακιδών, κυβέρνησε δε την Ήπειρο δεκατρία ολόκληρα χρόνια έως το 317 π.Χ..
Η απροσδόκητη και θλιβερή αγγελία του θανάτου του γιου της, το 323 π.Χ., τη συνέτριψε. Δε θέλησε ποτέ να δεχτεί πως ο Αλέξανδρος πέθανε από φυσιολογικό θάνατο και θρηνούσε ακόμα που μάθαινε ότι έμενε άταφος στη Βαβυλώνα επί δύο χρόνια, εξαιτίας των άγριων αγώνων διαδοχής των στρατηγών του.
Η οργή της μεγάλωσε, όταν ο Μακεδονικός στρατός της Ασίας αναγόρευσε βασιλιά τον διανοητικά καθυστερημένο γιο του Φιλίππου – από τη Φίλιννα – ως Φίλιππο Αριδαίο, τον οποίο παντρεύτηκε η φιλόδοξη κόρη της Κυνάνης, Ανταία-Ευρυδίκη, για να εξυπηρετήσει τους φιλόδοξους σκοπούς της.