Η Θεοδότη (κατ’ άλλους Θεοδότα) ήταν μία περίφημη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητος, προφανώς σύγχρονος της Ασπασίας, η οποία έγινε πολύ γνωστή όχι μόνον για τον υψηλό δείκτη ευφυΐας που είχε, αλλά και για το γεγονός ότι υπήρξε ερωμένη του Αλκιβιάδου.
Μάλιστα παρέμεινε συγκινητικό το γεγονός, ότι η περίφημη αυτή Αθηναία...., πραγματική εταίρα, εκήδευσε το σώμα του εραστού της Αλκιβιάδου μετά το τραγικό τέλος του «αμφιλεγομένου» αυτού στρατηγού και δημαγωγού των Αθηνών, που διέθετε πολλές αρετές και κακίες!
Η Θεοδότη έγινε επίσης γνωστή λόγω του διαλόγου της με τον υπερνέφελο Σωκράτη, αποδεικνύουσα για μία ακόμη φορά την υψηλή πνευματική της συγκρότηση!..
Η Θεοδότη, για να έλθουμε τώρα στην εντυπωσιακή δραστηριότητά της, ως Εταίρα των Αθηνών, ήτο τόσο όμορφη και παράλληλα διέθετε τόσον πλούτον στο σπίτι της, που την έκαναν ακόμη πιο θαυμαστή στον κύκλο της. Λέγεται πως ουδεμία άλλη οικία είχε τόσην χλιδήν και πολυτέλειαν, όσον ο οίκος της Θεοδότης!
Την ερωτεύθησαν ο Ηφαιστίων, ο Αλκιβιάδης (ο οποίος την είχε πάντοτε μαζί του στις στρατιωτικές του πορείες μαζί με την Τιμάνδρα) ο Απολλόδωρος, ο Αντισθένης και ο Κέβης. Συχνά την επισκέπτετο και ο Σαμίας των Θηβών για να εντρυφήση στον έρωτά της. Αυτή όμως αγαπούσε τον Λυσίστρατον, τον γνωστόν αγαλματοποιόν.
Ο Ξενοφών, αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του, ότι όλοι οι ζωγράφοι επήγαιναν στο σπίτι της Θεοδότης για να αποθανατίσουν το πάγκαλον σώμα της!
Ακόμη κι αυτός ο Σωκράτης, ο οποίος εκρίνετο «σοφός εις τα ερωτικά», ακούγοντας για τα σπάνια θέλγητρα και τους ερωτικούς ακκισμούς (=νάζια, σκέρτσα) της Θεοδότης, μετέβη μετά των μαθητών του στο σπίτι της για να μείνη στην ιστορία ο περίφημος, περί σαρκικού έρωτος, διάλογος του μεγάλου σοφού με την θρυλικήν εταίραν. Δεν είναι τυχαίον το γεγονός, ότι η Θεοδότη, λόγω των πολλών προτερημάτων της, είχε την δυνατότητα να συγκεντρώνη εις τον οίκον της κάθε διανοούμενο.
Η πληροφορία, ότι ο Αριστοφάνης, ο μέγας αυτός κωμωδιογράφος της αρχαιότητος, διακωμώδησε τον Σωκράτη στις «Νεφέλες» του γιατί απλούστατα, η Θεοδότη είχε προτιμήσει, ερωτικώς, τον Σωκράτη αντί του ιδίου, είναι κάτι το οποίο προβληματίζει τους ιστορικούς ερευνητές, μιας και είναι γνωστόν, ότι, οι «Νεφέλες», έγιναν αφορμή να στηριχθούν πολλές κατηγορίες των εχθρών του Σωκράτους, που τον έστειλαν στο δικαστήριο και να καταδικασθή σε θάνατο!
Ο φιλόσοφος Σωκράτης αναζητεί τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας. Έργο του Jean-Léon Gérôme (1861).
|
Ας δούμε, τώρα, τι λέγει ο Ξενοφών περί Θεοδότης και Σωκράτους:
«Υπήρχεν εις την πόλει γυνή ωραιοτάτη, ονομαζόμενη Θεοδότη, δια την οποίαν κάποιος είπεν εις τον Σωκράτην, ότι δεν υπάρχουν λόγοι δια να εξυμνήση τις το κάλλος της, προσθέσας ότι και ζωγράφοι μεταβαίνουν εκεί δια να την αποθανατίσουν. Αυτή δε δεν αποκρύπτει εις αυτούς παν ότι έχει ωραίο.
-Πρέπει τότε λέγει ο Σωκράτης, να μεταβώμεν εκεί και να την ίδωμεν. Διότι εφ' όσον δεν υπάρχουν λόγοι ικανοί να εξυμνήσουν το κάλλος της, χάνομεν τον καιρό μας να σε ακούωμεν.
Μεταβαίνουν πράγματι εις της Θεοδότης (την οικίαν) και βλέπουν εκεί ζωγράφο να απεικονίζη το κάλλος της. Μόλις δε ετελείωσε την εργασίαν του ο καλλιτέχνης, λέγει ο Σωκράτης:
-Ω άνδρες, ημείς πρέπει να εγνωμονούμεν την Θεοδότην διότι μας επέδειξε τα κάλλη της, ή εκείνη ημάς διότι τα είδαμεν; Εάν δηλαδή είναι ωφελιμωτέρα δι' αυτήν η επίδειξις, μας οφείλει χάριτας, εάν δε δι' ημάς η θέα, ημείς τότε οφείλομεν χάριτας προς αυτήν.
Επειδή δε κάποιος εκ των παρευρισκομένων παρετήρησεν, ότι ορθώς λέγει ταύτα ο Σωκράτης, είπεν ούτος:
-Όθεν, ήδη θα κερδίση αυτή εκ του επαίνου μας και, επειδή θα το είπωμεν εις πολλούς, πολλά θα ωφεληθή...»
Ο γράφων, ως δημοσιογράφος, επισημαίνει το γεγονός ότι ο Σωκράτης, δια της ως άνω συζητήσεώς του, θέτει για πρώτη φορά τις βάσεις της διαφημίσεως (!), αφού γνωρίζει την δυναμικήν της διαδόσεως μιας φήμης!
Συνεχίζομεν, όμως:
«Βλέπων δε ο Σωκράτης αυτήν (την Θεοδότην) πολυτελώς κεκοσμημένην, την μητέρα της ενδεδυμένην όχι τυχαίως, τας θεραπαινίδας, τας πολλάς και ωραίας, επίσης ευπρεπώς ενδεδυμένας, την όλην οικίαν πλουσίως επιπλωμένην και καλλιτεχνικώς, λέγει:
-Πες μου, ω Θεοδότη, έχεις αγρούς;
-Όχι, απήντησεν εκείνη.
-Έχεις λοιπόν οικίαν με προσόδους;
-Ούτε οικίαν, είπε.
-Μήπως έχεις χειροτέχνας εκ της εργασίας των οποίων κερδίζεις;
-Ούτε χειροτέχνας έχω, απαντά.
-Από πού λοιπόν έχεις τα τόσα έξοδά σου;
-Εάν είπεν η Θεοδότη κανείς φίλος αισθάνεται ευχαρίστησιν να με βοηθήση, ιδού οι προσοδοί μου.
-Μα την Ήραν, ω Θεοδότη - λέγει ο Σωκράτης - καλός είναι ο αγρός ούτος, καλλίτερος δε και από πρόβατα και από αίγας και βόας, εφ' όσον κατέχεις ολόκληρον αγέλην φίλων. Παρ’ όλα ταύτα, ειπέ μου, περιμένεις να πέσουν οι φίλοι τυχαίως, όπως αι μυίαι, ή χρησιμοποιείς μηχανήν τινά;
-Πώς να εφεύρω εγώ τοιαύτην μηχανήν; ερωτά η Θεοδότη. Πράττω μάλλον πρέποντος ή αι αράχναι. Γνωρίζεις ότι εκείναι θηρεύουν τα προς το ζην. Υφαίνουν λεπτότατα νήματα και ό,τι εντός αυτών πέσει, γίνεται τροφή των. Συμβουλεύεις λοιπόν και εμέ να υφάνω παγίδας;
-Δεν πρέπει όμως να νομίζης - λέγει ο Σωκράτης - ότι οφείλεις να μεταβαίνης εις το κυνήγι των φίλων, τόσον σπουδαίον, χωρίς τέχνην. Δεν βλέπεις, ότι και δια το κυνήγιον των λαγών ακόμη, το όχι τόσον σπουδαίον, μεταχειρίζονται τεχνάσματα; Γνωρίζουν, ότι οι λαγοί τρέφονται την νύκτα. Ευρίσκουν λοιπόν κύνας ικανούς να θηρεύουν την νύκτα και δι’ αυτών τους κυνηγούν. Όταν δε οι λαγοί φεύγουν την ημέραν, παίρνουν άλλους κύνας. Εάν δε εκ της νομής μεταβούν εις την φωλεάν των ευρίσκουν αυτούς δια της οσμής. Επειδή δε οι λαγοί τρέχουν ως γνωστόν πολύ, δια τούτο προπαρασκευάζουν κύνας ικανούς να τούς συλλάβουν φεύγοντας. Επειδή δε και ούτω πράττοντες, πάλιν φεύγουν πολλάκις μερικοί εξ αυτών, δια τούτο τοποθετούν εις τας ατραπούς δίκτυα εις τα οποία πίπτουν οι λαγοί και ούτω συλλαμβάνονται.
-Αλλά δια τινός, εξ όλων αυτών των τρόπων, θα θηρεύσω τούς φίλους; ερωτά η Θεοδότη.
-Εάν, απαντά ο Σωκράτης, αντί κυνός εύρης ιχνεύοντά τινα όστις ανακαλύπτων τους φιλοκάλλους και πλουσίους θα ρίπτη αυτούς εις τα δίκτυά σου.
-Και ποία, λέγει η Θεοδότη, έχω εγώ δίκτυα;
-Άνευ αμφιβολίας - λέγει ο Σωκράτης - εν «περιπλεκόμενον» και μάλιστα θαυμασίως σώμα. Εντός δε αυτού ψυχήν, η οποία σου εμπνέει βλέμματα δια των οποίων προκαλείς την χαράν, λόγους δε δια των οποίων ευφραίνεις. Αυτή σου υποδεικνύει την χάριν με την οποίαν υποδέχεσαι τον ευγενή εραστήν, και αποκλείεις τον θρασύν. Εάν δε φίλος τις ασθενήση, τον επισκέπτεσαι μετά φροντίδος και επιμελείσαι αυτού ωθούμενη από την ψυχήν, την οποίαν ολόκληρον του προσφέρεις. Ούτω δε όχι μόνον δια λόγων, αλλά και δι' έργων αποδεικνύεις, ότι πάντοτε οι φίλοι σου είναι ευάρεστοι.
-Μα τον Δία - είπεν η Θεοδότη - εγώ τίποτε δεν μηχανεύομαι από όλα αυτά.
-Και μήπως, είπεν ο Σωκράτης, είναι άνευ σημασίας το να γνωρίση κάποιος τον χαρακτήρα εκείνον τον οποίον θέλει να κατακτήση; Διότι δια της βίας ούτε ένα φίλο δεν θα κατορθώσεις να κατάσχης ποτέ. Δια της ευεργεσίας και της ηδονής μόνον το θηρίον τούτο κατακτάται.
-Αληθή είναι όλα αυτά που λέγεις.
-Πρέπει ακόμη, προσθέτει ο Σωκράτης, να μη ζητής παρ' εκείνων οίτινες σε αγαπούν, ειμή παν ό,τι δύνανται ακόπως να σου προσφέρουν. Οφείλεις δε να τους αμείβης κατά την επιστροφήν. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα σε αγαπούν περισσότερο, θα παραμείνουν πλησίον σου περισσότερον χρόνον και θα σε ευεργετήσουν πολύ. Πρόσφερε δε εις αυτούς παν ό,τι σου ζητούν. Διότι γνωρίζεις, ότι και τα καλύτερα φαγητά όταν τα προσφέρει κάποιος, όταν δεν τα επιθυμούν, φαίνονται αηδή, προκαλούν δε πάντοτε την βδελυγμίαν εις τούς κορεσμένους (=χορτασμένους). Εάν πάλιν προσφέρει κάποιος εις πεινασμένον και τα αηδέστερα φαγητά, του φαίνονται εξαίσια.
-Πως λοιπόν - λέγει η Θεοδότη - θα έπρεπε να προκαλέσω πείναν εις τους πλησίον μου ευρισκομένους;
-Εν πρώτοις εις τους κεκορεσμένους μήτε να προσφέρεις, αλλ' ούτε να υπομιμνήσκεις (=υπενθυμίζης), μέχρις ότου μόνοι των ζητήσουν ό,τι επιθυμούν. Διότι τα αυτά δώρα φαίνονται διαφορετικά εάν δοθούν προτού τα επιθυμήση κάποιος.
Και η Θεοδότη:
-Τι λοιπόν, ω Σωκράτη, έγινες συγκυνηγός των φίλων;
-Εάν, μα τον Δια, είπεν ο Σωκράτης, συ με πείσης.
-Πώς να σε πείσω;
-Συ ζήτησε τα μέσα εάν έχης την ανάγκην μου.
-Να έρχεσαι συχνά να με βλέπης. Ιδού τα μέσα.
Θέλοντας δε ο Σωκράτης να περιπαίξη την απραγμοσύνην του, λέγει:
-Αλλ' ω Θεοδότη, δεν μου είναι εύκολον να εύρω τον κατάλληλον καιρόν. Διότι και ατομικήν και δημοσίας υποθέσεις με απασχολούν. Είναι δε και αι φίλαι μου, οι οποίες ούτε την ημέραν ούτε την νύκτα με αφήνουν να απομακρυνθώ από αυτάς, διδασκόμεναι παρ' εμού διάφορα φίλτρα και μαγικές ωδές.
-Γνωρίζεις λοιπόν και τοιαύτα πράγματα, ω Σώκρατες;
-Αλλά τι νομίζεις, διατί ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης δεν φεύγουν ποτέ από πλησίον μου; Και διατί ο Κέβης και ο Σιμμίας έρχονται από τας Θήβας; Τούτα δεν θα συνέβαινον χωρίς φίλτρα και επωδούς και σεισοπαγίδας (=το πτηνόν σείσουρα το οποίον μετεχειρίζοντο οι μάγισσες ως φίλτρον).
-Δώσε μου τότε - λέγει η Θεοδότη - ένα φίλτρον, για να δυνηθώ εν πρώτοις να σε προσελκύσω.
-Αλλά θα έλθω ευχαρίστως, αρκεί να με δεχθής.
-Σου υπόσχομαι να σε δεχθώ, Θεοδότη. Αρκεί να μην είναι κανείς εκεί τον οποίον αγαπώ περισσότερον από εσένα..»
Ο περί σαρκικού έρωτος διάλογος Θεοδότης - Σωκράτους, έγινε αφορμή, ώστε να συνδεθή περισσότερον ο μέγας φιλόσοφος μετά της παγκάλου και πλουσιοτάτης αυτής Εταίρας, η οποία, όπως είπαμε και στην αρχή, ήτο μία από τις πλέον ξακουστές Εταίρες της αρχαιότητος. Σε τέτοιο σημείο ώστε, σύμφωνα με τον Αθήναιο, όταν ο Φαρνάβαζος, σατράπης της Φρυγίας, εφόνευσε δολίως τον Αλκιβιάδη, η Θεοδότη, ευρισκομένη πλησίον της, εκήδευσε το σώμα του μετά λυγμών και δακρύων, βοηθουμένη υπό της Τιμάνδρας, που ακολουθούσε κι αυτή την «μεγάλη Εταίρα»!.. (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές 5, 63 και άλλοι).