Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ
«Δεν είναι γνωστό στον πολύ κόσμο, αλλά ο Μίκης Θεοδωράκης ξεκίνησε ως κλασικός συνθέτης, και μάλιστα με ...
πολλές δάφνες, τη δεκαετία του '50 στο Παρίσι.
πολλές δάφνες, τη δεκαετία του '50 στο Παρίσι.
Μετά ήταν που ασχολήθηκε με τα τραγούδια...» Κάτι ξέρει ο Μίλτος Λογιάδης. Την Τετάρτη (8.30 μ.μ.) θα διευθύνει τρία από τα λιγότερο γνωστά συμφωνικά έργα του Μίκη στο Μέγαρο Μουσικής.
Ενα μάλιστα από αυτά, η «Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων», θα παιχτεί για πρώτη φορά. «Είναι ένα απόλυτα λυρικό έργο, μια θάλασσα από μελωδίες. Ξέρω ότι ο Μίκης έχει μεγάλη αγωνία να την ακούσει...»
Η Συμφωνική της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Μίλτου Λογιάδη θα παρουσιάσει στο κοινό παρτιτούρες από τη συμφωνική εργογραφία του συνθέτη, με τη συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη, του βαρύτονου Δημήτρη Τηλιακού και του κιθαριστή Ιάκωβου Κολανιάν.
Εκτός από τη «Ραψωδία», σε ποίηση Διονύση Καρατζά, θα παιχτούν το έργο «LORCA» για φωνή, κιθάρα και συμφωνική ορχήστρα, σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (μεταφρασμένη από τον Οδυσσέα Ελύτη), και η Σουίτα Μπαλέτου «Οι εραστές του Τερουέλ» που γράφτηκε στο Παρίσι.
* Το «LORCA» είναι μια διασκευή του γνωστού κύκλου τραγουδιών που είχε τραγουδήσει η Μ.Φαραντούρη. Τα τραγούδια πρωτοπαρουσιάστηκαν στη Ρώμη το 1970 και είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία που, από την πρεμιέρα τους έως το 1974, ερμηνεύθηκαν σε περισσότερες από χίλιες συναυλίες σε όλες τις ηπείρους. Δώδεκα χρόνια μετά (1982), η Komische Oper του τότε Ανατολικού Βερολίνου παρήγγειλε στον Θεοδωράκη μια νέα εκδοχή του κύκλου αυτού για συμφωνική ορχήστρα, σόλο φωνή και κιθάρα. Αυτή θα ακούσουμε κι εμείς.
* Οι «Εραστές του Τερουέλ» (1958) είναι εμπνευσμένοι από τον ομώνυμο ισπανικό μύθο: πρόκειται για την ιστορία δύο ερωτευμένων νέων από το Τερουέλ της Αραγονίας, το ειδύλλιο των οποίων είχε τραγικό τέλος το 1217... Ο Θεοδωράκης έγραψε το έργο ύστερα από παραγγελία της διάσημης μπαλαρίνας Λουντμίλα Τσερίνα, που την εποχή εκείνη είχε δημιουργήσει το δικό της θέατρο. Ο έρωτας του Χουάν Μαρτίνεθ δε Μαρθίγια και της Ιζαμπέλ δε Σεγούρα έγινε και ταινία (1962) από το Γάλλο σκηνοθέτη Ρεμόν Ρουλό, ο οποίος επένδυσε το φιλμ με τη μουσική του Θεοδωράκη.
«Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει μια πολύ μεγάλη κλασική εργογραφία», εξηγεί ο μαέστρος. «Εργα του έχουν παιχτεί από τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και δεν αναφέρομαι μόνο στον "Ζορμπά" ή στο "Κάντο Χενεράλ", όπως νομίζουν πολλοί. Εχει γράψει σημαντικά μπαλέτα όπως η "Αντιγόνη" και το "Καρναβάλι", και έξω δεν είναι τόσο γνωστός για το αντιστασιακό του έργο όσο εδώ σε μας. Εχει μεγάλη κλασική φήμη».
Ο Θεοδωράκης ξεκίνησε μικρός να γράφει συμφωνική μουσική και έχει χαρακτηρίσει τη «Ραψωδία» ως το «κύκνειο άσμα» του. Οπως έχει πει στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη, συγγραφέα του βιβλίου «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: η ζωή μου» (Εκδόσεις «Πατάκη», 2011), «φανταστείτε την ευτυχία που ένιωσα με την αποκάλυψη της συμφωνικής μουσικής. Εως τότε θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό, γιατί με είχε επιλέξει η μουσική άθελά μου, χαρίζοντάς μου τη δυνατότητα να ζω μέσα στον κόσμο της μουσικής αρμονίας».
Ο Μίλτος Λογιάδης πάντως επισημαίνει: «Στην περίπτωση του Θεοδωράκη, θεωρώ εξίσου σημαντικό, αν όχι πιο σημαντικό, το συμφωνικό του έργο. Θεωρώ πως αν ο Μίκης δεν είχε περάσει όσα πέρασε και δεν είχε διοχετεύσει τη δημιουργικότητά του τόσο πολύ στους αγώνες, θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε έναν άλλο Σοστακόβιτς»