Παράκαμψη στην παράκαμψη, ερίτιμες αναγνώστριες και αξιότιμοι αναγνώστες, έφτασα να μελετώ (μιλάμε γιά κατάντημα!) το απώτατο παρελθόν των Βουρκιστάνων, των γνωστών πλέον γειτόνων των Κεχηναίων, χρησιμοποιώντας αντιασφυξιογόνο μάσκα και χειρουργικά γάντια, ώστε να αποφεύγω τις θανατηφόρες αναθυμιάσεις και τις νοσογόνους μολύνσεις που επιφέρει μία τόσο ρυπαρή και κοπρώδης ενασχόληση.
Όλως τυχαίως, λοιπόν, εκεί που γύριζα μία προς μία τις αιμοσταγείς σελίδες τής ....βουρκιστανικής ιστορίας (περισσότερο μοιάζει με εγχειρίδιο ψυχοπαθούς δολοφόνου, παρά με ιστορικό ανάγνωσμα, αλλά τέλος πάντων), έπεσα επάνω στην βιογραφία ενός τρισένδοξου Βουρκιστάνου, τού περίφημου Σουλχαϊβάν, τού επονομαζόμενου και Μεγαλομπεκρή. Καλά, μεγάλη λέρα ο τύπος!
Αυτός ο Σουλχαϊβάν, λοιπόν, γεννήθηκε και ανατράφηκε σε μακρινές και αφιλόξενες στέπες, ανάμεσα σε Βουρκιστάνους (δύο πόδια) και σε αγέλες ζώων (τέσσερα πόδια), αλλά, επειδή από μικρός ήταν αδύνατος στα μαθηματικά και ποτέ δεν είχε κατορθώσει να ξεχωρίσει το δύο από το τέσσερα (το τρία, πάντως, το άρπαζε με την μία), μπέρδευε μονίμως τους Βουρκιστάνους με τα ζώα (ε, δεν θέλει και πολύ γιά να τους μπερδέψει κανείς) και σύναπτε φιλικές, καθώς και «άλλου» είδους, σχέσεις και με τους μεν και με τα δε. Όταν μεγάλωσε και έγινε κοτζάμ γαϊδούρι, διαπίστωσε ότι διέθετε περισσότερο μυαλό από τα όντα τού περιβάλλοντός του (αν διέθετε λιγότερο, θα ήταν κάκτος!), και τότε αποφάσισε να τα μαντρώσει όλα υπό την εξουσία του και να φτιάξει και αυτός, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι ομοειδείς του, μία Απαυτοκρατορία (εκ τού «απαυτά» και τού «κρατώ», δηλαδή «κρατώ τα απαυτά μου»). Μέχρι να κάνει τον εφιάλτη του (άλλοι το λένε «όνειρο») πραγματικότητα, μεταχειρίστηκε κάθε ευγενή μέθοδο πολιτικής και κοινωνικής δράσης: φόνους, βιασμούς, εμπρησμούς, εξανδραποδισμούς, δωροδοκίες, κλοπές, απαγχονισμούς, ανασκολοπισμούς, απάτες, δόλο, απειλές, εκβιασμούς, ληστείες, προδοσίες και άλλα βουρκιστανικά πατροπαράδοτα έθιμα. Με τούτα και με κείνα, λοιπόν, έγινε Απαυτοκράτορας και «επί τριάντα έτη», κατά τα γραφόμενα τού αξιόπιστου ιστορικού Τζατζίκ Ερντουβάρ, «δεν κατέβηκε από το άλογό του» (και μάλλον γι’ αυτό συγκάηκε ο κώλος του).
Κάτω από την εμπνευσμένη και σοφή καθοδήγησή του οι Βουρκιστάνοι μεγαλούργησαν (κλίνεται όπως το «κατακρεούργησαν»), επειδή τους δόθηκε επιτέλους η πολυπόθητη ευκαιρία να ξεδιπλώσουν και να διαδώσουν όλα τα ταλέντα τους, ενώ παράλληλα ανακάλυψαν και νέες δεξιότητες τής φάρας τους, όπως, γιά παράδειγμα, μία επαναστατική (αν και ελαφρώς επώδυνη) θεραπεία τής δυσκοιλιότητας των προβάτων. Μέχρι σήμερα σώζονται περικαλλή αρχιτεκτονικά μνημεία εκείνης τής εποχής (δυό ξερά πηγάδια και πέντε μαντρότοιχοι στην μέση τού πουθενά), θαυμάσια έργα πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης (γιά παράδειγμα, «Το εγχειρίδιο τού Καλού Σφαγέα» και «Ο οπισθογεμής Ευνούχος»), εξαίσια μαθηματικά επιτεύγματα (τρία-τέσσερα τεφτέρια με βερεσέδια κλεφτοκοτάδων και παπατζήδων εκείνης τής εποχής), καθώς και σημαντικά επιτεύγματα στον χώρο τής χημείας (όπως η κατασκευή οίνου από μεσημεριανές καβαλίνες ομοφυλόφιλου δυσλεκτικού γαϊδάρου με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και συμπτώματα ιλαράς και σπαστικής κολίτιδας). Χάρη στην λαμπρή πνευματική και στρατιωτική κατάρτιση τού Σουλχαϊβάν, ο βουρκιστανικός πολιτισμός εκείνης τής εποχής αγκάλιασε σφιχτά όλες τις φυλές των γύρω περιοχών, αν και λέγεται ότι μερικές εξ αυτών ήταν τόσο λεπτεπίλεπτες, που από το πολύ το σφιχταγκάλιασμα έσκασαν και ψόφησαν (ατυχίες είναι αυτές, τι να κάνουμε τώρα;).
Δικαιολογημένα ενθουσιασμένος από την πληθώρα των κατακτήσεων και των δημιουργημάτων του, ο χαρισματικός ηγέτης ανέβηκε στην κορυφή ενός βουνού (ακόμη σώζεται και αποτελεί χώρο λαϊκού προσκυνήματος το σημείο όπου στάθηκε, αερίστηκε και κατούρησε), θαύμασε περιχαρής την Απαυτοκρατορία του και συγκινήθηκε τόσο πολύ, που άρχισε το άτιμο το ποτό (αυτά είναι τα δύσκολα!). Ε, είχε και το «άλλο» το κουσούρι (καταλάβατε τώρα ποιό…), άδειαζε και τις κανάτες δέκα-δέκα, βάραγε και ο ήλιος αλύπητα (του είχε σωθεί και το ανθηλιακό), βρομούσε και η περιοχή αίμα και κοπριά (μιλάμε γιά μπόχα τώρα!), τα τίναξε ο Σουλχαϊβάν επάνω στο άνθος τής ηλικίας του, ούτε 125 ετών. Κρίμα και πάλι κρίμα γιά το παλικάρι, γιατί τα τίναξε και άφησε ημιτελές το πολιτισμικό έργο του (αυτές κι αν είναι ατυχίες!).
Ωστόσο, ο λαός του δεν τον ξέχασε. Προς αιωνία μνήμη του γράφτηκε και χιλιοτραγουδήθηκε το νοσταλγικό ερωτικό άσμα «Μιά γιδοπούλα αγάπησα», το στοχαστικό ηρωικό έπος «Στου Σουλχαϊβάν χωρούν πολλοί, κι ας είναι και μεγάλοι», το χαρούμενο λαϊκό τραγούδι «Μην πατάς την καβαλίνα», καθώς και το πολύτομο ιστορικό έργο «Σφάξε με, μάνα, σφάξε με», αφού ούτε η Ιστορία τον λησμόνησε. Βυθισμένη σε βαρύ πένθος εξαιτίας τής απώλειας τού τέκνου της, η βουρκιστανική φάρα τού απέδωσε επάξια το χαρακτηριστικό προσωνύμιο «Μεγαλομπεκρής», ώστε οι Βουρκιστάνοι να θυμούνται την αιτία τού ηρωικού θανάτου του, να τον τιμούν και να τον μιμούνται (αυτό κάνουν, αλλά στα κρυφά), γιατί – πώς να το κάνουμε, δηλαδή; – ή γεννάς αληθινούς ηγέτες και τους τιμάς παντοτινά, ή τους πλάθεις εξ αρχής με πολύ παραμύθι και αχαλίνωτη φαντασία και τους κάνεις σαπουνόπερες γιά να τις βλέπουν οι ξελιγωμένες και να τις παρακολουθούν οι χαντούμηδες.
Διαφωνείτε;