Ο κινέζος συγγραφέας Μο Γιαν δήλωσε σήμερα «πολύ χαρούμενος» που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2012 και δεσμεύτηκε να «επενδύσει κι άλλο» στη συγγραφή του, στην πρώτη του αντίδραση μετά την ανακοίνωση της σουηδικής Ακαδημίας των Νόμπελ, η οποία ....μεταδόθηκε από τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης.
«Όταν έμαθα ότι με τίμησαν με αυτό το βραβείο, ήμουν πολύ χαρούμενος», δήλωσε ο 57χρονος τιμηθείς με το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Θα συγκεντρωθώ στη δημιουργία νέων έργων. Θέλω να επενδύσω κι άλλο για να ευχαριστήσω όλον τον κόσμο», πρόσθεσε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του που μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Νέα Κίνα.
«Όμως πιστεύω ότι το βραβείο αυτό δεν σημαίνει τα πάντα. Πιστεύω ότι η Κίνα διαθέτει πολλούς συγγραφείς που είναι πολύ χαρισματικοί. Η λαμπρή παραγωγή τους αξίζει επίσης να αναγνωριστεί στον κόσμο», πρόσθεσε ο ίδιος από το χωριό του Γκαομί, στην επαρχία Σαντόνγκ, στην ανατολική Κίνα, όπου βρισκόταν σήμερα.
Είναι ένα «χαρούμενο γεγονός για την κινεζική λογοτεχνία», σχολίασε παράλληλα σήμερα ο Χε Τζιανμίνγκ, αντιπρόεδρος της επίσημης Ένωσης Κινέζων Συγγραφέων.
Η Λαϊκή Ημερησία, επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, εξέφρασε και αυτή τα συγχαρητήριά της στον Μο Γιαν, τον «πρώτο Κινέζο πολίτη» που κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της.
Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας δεν έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής στον φυλακισμένο διαφωνούντα συγγραφέα Λιου Σιαομπό, ο οποίος κέρδισε το 2010 το Νόμπελ Ειρήνης, ούτε στον Γκάο Σινγκτζιάν, τον εξόριστο Κινέζο διαφωνούντα συγγραφέα που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2000 ως Γάλλος πολίτης.
Το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο CCT μετέδωσε την ανακοίνωση της βράβευσης του Μο Γιαν με το Νόμπελ ως έκτακτη είδηση, ενώ ο Χαν Χαν, συγγραφέας και κριτικός του Πανεπιστημίου Γουχάν στην κεντρική Κίνα, δήλωσε ότι το επίτευγμα του Μο συνιστά «ιμή για τους Κινέζους συγγραφείς».
Αντιδράσεις χαράς και περηφάνιας υπάρχουν και σε κινεζικούς ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, καθώς ο κινεζικός πληθυσμός, ο οποίος γνωρίζει καλά το συγγραφικό έργο του Μο Γιαν, υποδέχθηκε με μεγάλη ικανοποίηση την είδηση αυτή.
«Μο Γιαν, θέλω να βυθιστώ στα βιβλία σας, είναι μια τέτοια τιμή για τον πληθυσμό της Σαντόνγκ», γράφει στην υπηρεσία Weibo, την κινεζική αντίστοιχη του Twitter, ένας χρήστης με το όνομα Γιουσιασιαοσί, αναφερόμενος στην γενέτειρα του συγγραφέα, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών έργων του.
«Ήταν πράγματι μια από τις καλύτερες επιλογές που έκανε η σουηδική Ακαδημία γιατί είναι λαμπρός», δήλωσε στη σουηδική τηλεόραση ο σινολόγος της Ακαδημίας Γκέραν Μάλμκβιστ.
Ως ένας από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς της Κίνας, ο Μο Γιαν φέρει την φήμη ότι πρόσκειται στις αρχές του Πεκίνου και έχει επικριθεί από άλλους κινέζους συγγραφείς ότι δεν έχει εκφράσει την υποστήριξή του σε διαφωνούντες συγγραφείς.
Ωστόσο, σύμφωνα με την σουηδική Ακαδημία των Νόμπελ, τα έργα του: «Οι μπαλάντες του σκόρδου» (1988) και «Η δημοκρατία του κρασιού» (1992) «κρίθηκαν ανατρεπτικά λόγω της οξείας κριτικής που ασκεί στην σύγχρονη κινεζική κοινωνία».
Ο Μο Γιαν έγινε ευρύτερα γνωστός στη Δύση χάρη στην μεταφορά με τον ίδιο τίτλο στον κινηματογράφο του μυθιστορήματός του «Οι κόκκινοι αγροί» από τον Ζανγκ Γιμού.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από έναν ρεαλισμό που φτάνει μέχρι τη βία και αποτυπώνει όλες τις αιφνίδιες αλλαγές από τις οποίες πέρασε η Κίνα, πριν από τον κομμουνισμό, κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής εισβολής, υπό την Πολιτιστική Επανάσταση και άλλες θυελλώδεις περιόδους του κομμουνισμού.
«Ο Μο Γιαν, συνδέοντας φαντασία και πραγματικότητα, ιστορική και κοινωνική προοπτική, δημιούργησε ένα σύμπαν, το οποίο, με την περιπλοκότητά του, θυμίζει αυτό συγγραφέων, όπως ο Γουίλιαμ Φώκνερ και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το οποίο παραμένει ταυτοχρόνως προσηλωμένο στην αρχαία κινεζική λογοτεχνία και στην λαϊκή παράδοση του παραμυθιού», επισήμανε η Ακαδημία.
Εκτός από μυθιστορήματα, έχει κυκλοφορήσει μεγάλο αριθμό δοκιμίων και διηγημάτων με ποικίλη θεματολογία και «θεωρείται, παρά την κριτική του στάση απέναντι στην κοινωνία, ένας από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς της χώρας του», πρόσθεσε η Ακαδημία.
Μεταξύ των έργων του βρίσκεται το «Μεγάλα Στήθη και Φαρδιές Περιφέρειες» (2004), στο οποίο περιγράφεται η Κίνα του εικοστού αιώνα μέσω του πορτρέτου μιας οικογένειας.
Το ψευδώνυμο Μο Γιαν, που σημαίνει «δεν μιλάει», το επέλεξε ο Γκουάν Μογέ, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος το 1986, στο οποίο ένα παιδί που αρνείται να μιλήσει διηγείται την ζωή των χωρικών, την οποία έζησε και ο ίδιος στην παιδική του ηλικία.
Ο Μο Γιαν είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το δημοτικό και να βόσκει κοπάδια βοοειδών κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης της Κίνας και μερικές φορές ήταν τόσο φτωχός που τρεφόταν μόνον με φλοιούς από δέντρα και αγριόχορτα για να επιβιώσει.
Ωστόσο ο ίδιος αποδίδει σε αυτές τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε μικρή ηλικία την έμπνευσή του για τα έργα του, στα οποία καταπιάνεται με την διαφθορά, την παρακμή στην κινεζική κοινωνία, την κινεζική πολιτική οικογενειακού προγραμματισμού και την αγροτική ζωή.
«Η μοναξιά και η πείνα ήταν η περιουσία μου για τη δημιουργία» έργων, είχε κάποτε δηλώσει ο ίδιος.
Ο Μο γεννήθηκε σε μια αγροτική οικογένεια στο χωριό Γκαομί. Όταν τελείωσε η Πολιτιστική Επανάσταση, εντάχθηκε στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνών και Λογοτεχνίας του στρατού και αργότερα στο Πρότυπο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, όπου πήρε μάστερ στη λογοτεχνία και στις τέχνες.
«Πιστεύω ότι οι συγγραφείς γράφουν για τις δικές τους συνειδήσεις, γράφουν για το δικό τους πραγματικό κοινό, για τις δικές τους ψυχές», είχε πει ο Μο σε συνέντευξή του στην Ημερησία της Κίνας. «Κανένας δεν γράφει για να κερδίσει βραβεία».