Κακουριώτης Σ.
«Τελευταίος ακροβάτης του μοντερνισμού»... Έτσι χαρακτηρίζει τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, επιμελητής της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης έργων του, που θα φιλοξενείται μέχρι το τέλος του έτους στο Μουσείο Μπενάκη.
Και συζητώντας κατά τη διάρκεια...
της παρουσίασης της έκθεσης, δεν θα διστάσει να τον τοποθετήσει σε μια νοητή γραμμή που ενώνει τις κορυφές της ελληνικής γλυπτικής: Χαλεπάς, Απάρτης, Κουλεντιανός...
της παρουσίασης της έκθεσης, δεν θα διστάσει να τον τοποθετήσει σε μια νοητή γραμμή που ενώνει τις κορυφές της ελληνικής γλυπτικής: Χαλεπάς, Απάρτης, Κουλεντιανός...
Ένας κορυφαίος γλύπτης, λοιπόν, όχι μονάχα για την Ελλάδα και τη Γαλλία, όπου έζησε και δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αλλά συνολικά για τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, μπορεί πλέον να αποτιμηθεί πληρέστερα. Η έκθεση, που περιλαμβάνει 120 έργα του, τα οποία καλύπτουν όλες τις περιόδους δημιουργίας του, αποτελεί, στην ουσία, την πρώτη αναδρομική μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη το 1995.
Ο Κ. Κουλεντιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1918. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Θωμά Θωμόπουλο, Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο. Με το ξέσπασμα του πολέμου στρατεύεται εθελοντικά στο αλβανικό μέτωπο και στη συνέχεια συμμετέχει στην αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Το 1945, όταν ο Οκτάβιος Μερλιέ αποφάσιζε να σώσει το μέλλον της Ελλάδας φορτώνοντας μια γενιά νέων καλλιτεχνών και διανοουμένων στο κατάστρωμα του «Ματαρόα», ο Κουλεντιανός θα βρεθεί ανάμεσά τους.
Φτάνει στο Παρίσι «κουβαλώντας μεγάλη γνώση, έχοντας ζήσει ενεργά πολιτική και τέχνη», όπως λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Ντ. Ζαχαρόπουλος. Εκεί, φοιτά στην Academie de la Grande Chaumiere, στο εργαστήριο του Όσιπ Ζάντκιν. Όμως καθοριστική θα σταθεί η γνωριμία του με τον κατά 33 χρόνια μεγαλύτερό του Ανρί Λωράνς, γλύπτη με μεγάλη θεωρητική κατάρτιση, ο οποίος διέκρινε στον Κουλεντιανό την ικανότητα να ξεπεράσει την υλικότητα της γλυπτικής και να προσδώσει στο υλικό του κίνηση, φως, σάρκα... Στο έργο του της περιόδου αυτής κυριαρχούν οι καμπύλες φόρμες και η κίνηση, οι σχηματοποιημένες ξαπλωμένες ή καθιστές γυναικείες μορφές, όπως τα δύο αφιερωμένα στον Γάλλο γλύπτη μπρούτζινα έργα τού 1952 που παρουσιάζονται στην έκθεση.
Ο σίδηρος θα γίνει σύντομα το κυρίαρχο υλικό με το οποίο δουλεύει ο καλλιτέχνης, «ένα απλό υλικό, δίχως στολίδια, ανθεκτικό όμως πολύ, με ισχυρή προσωπικότητα, που με αναγκάζει να το σεβαστώ, για να φτάσω με τη συνενοχή του σε μια μορφή που να αντιστέκεται στον ήλιο», σημειώνει ο ίδιος.
Η πορεία από την οργανική στη γεωμετρική αφαίρεση κορυφώνεται τη δεκαετία του 1960, όταν τα έργα του χαρακτηρίζονται από γεωμετρικές φόρμες που επιβάλλονται στον χώρο και δίνουν την αίσθηση της κίνησης: «Χρησιμοποιώ ως υλικό κυρίως το σίδερο, όλο και πιο σκληρό, πιο βαρύ, πιο δύσκολο να το δουλέψεις. Προσπαθώ ταυτόχρονα να του αφαιρέσω το ακατέργαστο βάρος του και να του δώσω μια άλλη κίνηση...»
Την επόμενη δεκαετία θα δουλέψει τα «βιδωτά» γλυπτά, τα οποία αποτελούν και έναν από τους χαρακτηριστικότερους αναβαθμούς της καλλιτεχνικής του πορείας, ενώ ήδη τον έχει απασχολήσει ο διάλογος για την ένταξη της γλυπτικής στην αρχιτεκτονική, σε δημόσιους και ανοιχτούς χώρους. Προβληματισμός που θα δώσει μια σειρά γλυπτών μνημειακού χαρακτήρα, που τοποθετούνται σε δημόσιους χώρους στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα (στον σταθμό Εθνική Άμυνα του μετρό και μπροστά από το Χίλτον). Ο Κουλεντιανός έλεγε για τη σχέση των έργων του με τον χώρο: «Τις μορφές μου, γεμάτες και άδειες, τις διαπερνάνε, τις περιστοιχίζουν, τις χαϊδεύουν ο αέρας, το φως, το βλέμμα, για να τους δώσουν στο τέλος μια στέρεα θέση στον χώρο εκείνον που θα είναι η φυσική τους προέκταση».
Τη δυσπιστία του για τις περιοδολογήσεις με βάση τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο γλύπτης δεν έκρυψε ο επιμελητής της έκθεσης, καθώς είτε δούλευε με μπρούτζο είτε με σίδερο είτε έφτιαχνε ταπισερί (που επίσης εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη), η εξέλιξη της δουλειάς του υπαγορευόταν πάντα από την έγνοια για τρία στοιχεία: «Ύλη, φως, χώρος»... Όπως γράφει ο Ντ. Ζαχαρόπουλος στον μεγάλο κατάλογο που κυκλοφόρησε επ’ ευκαιρία της έκθεσης από το Μουσείο Μπενάκη, «ο Κουλεντιανός δεν θα αφήσει ποτέ να τον ξεπεράσει η εποχή του και να μετατρέψει το ιδίωμά του σε ένα παρωχημένο ή ακαδημαϊκό κατάλοιπο...»
Ακόμη, στο ίδιο κείμενό του, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει την πολιτική διάσταση του έργου του γλύπτη, που αφορμάται «από μια βαθιά ποιητική συνείδηση ενός ανθρώπου που έχει γνωρίσει τον φασισμό και τον πόλεμο, την πιο φρικαλέα κατάντια του ανθρώπου, όταν υπερβαίνει την εξουσία και προσπαθεί να υποτάξει τον άλλο. Έτσι, το έργο του Κουλεντιανού εκφράζει απερίφραστα, μαζί με την αίσθηση που ενδίδει στον έρωτα, τη δύναμη της αντίστασης, που ως ακατάπαυστη εγρήγορση τον κάνει να αφουγκράζεται πόσο εύθραυστη είναι η παρουσία του άλλου και της ετερότητας μπροστά μας. Με τον τρόπο αυτόν, ο Κουλεντιανός δεν είναι μόνο ο τελευταίος ακροβάτης του μοντερνισμού, αλλά και ένας ουσιαστικός εκφραστής του ουμανισμού».
Με αυτήν την έννοια, ο «διάλογος» του έργου του με εκείνο ενός άλλου αντιστασιακού και αριστερού εικαστικού καλλιτέχνη, του Βάλια Σεμερτζίδη, η αναδρομική έκθεση έργων του οποίου συνεχίζεται έως 11/11 σε παράπλευρη αίθουσα του μουσείου, αναδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμος όσον αφορά την επεξεργασία των κοινών εμπειριών και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίον εκβάλλουν στο καλλιτεχνικό έργο του καθενός...
Κουλεντιανός, ο τελευταίος ακροβάτης του μοντερνισμού. Μουσείο Μπενάκη, Κτήριο οδού Πειραιώς. Διάρκεια 28/9/12-5/1/13. Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη, Κυριακή: 10.00-18.00, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-22.00.
πηγη
πηγη