Δύο ζευγάρια, τέσσερις άνθρωποι, αμέτρητες απόψεις και ενστάσεις. Σε μια εποχή που τα πάντα καταρρέουν και τελούν υπό αμφισβήτηση, θα επιχειρήσουν επί σκηνής αυτό που όλοι μας έχουμε ανάγκη, να αρθρώσουμε δηλαδή όσα μας απασχολούν και μας τρομάζουν, να συγκρουστούμε με τους γύρω μας, πότε με χιούμορ και πότε με οξύτητα, και τελικά να διαμορφώσουμε τα πιστεύω μας.
Χρησιμοποιώντας ως βάση τους τις «Ερωτευμένες γυναίκες» του Ντ. Χ. Λόρενς, ένα κείμενο του 1920, η Γιούλα Μπούνταλη και ο Σύλλας Τζουμέρκας παρουσιάζουν στο Bios ένα....... ιδιαίτερο «Ντιμπέιτ» μαζί με τους Διώνη Κουρτάκη και Μιχάλη Οικονόμου. Οι τέσσερις χαρακτήρες θα επιδοθούν σε ένα κανονικό ντιμπέιτ μέχρι τελικής πτώσεως, συνδυάζοντας την κρίση ταυτότητας που υπομένει η Ελλάδα του σήμερα με τις άτυπες συνεργασίες διάσημων προσώπων, όπως οι Μπαράκ Ομπάμα, Σάρα Πέιλιν, Τάιρα Μπανκς, Αν Χάθαγουεϊ, αλλά και με όσα έχουν πει έλληνες συνδικαλιστές, βουλευτές, μπλόγκερς και Συνταγματάρχες.
Οι δύο υπεύθυνοι για τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία του έργου, Γιούλα Μπούνταλη και Σύλλας Τζουμέρκας, μας ανέλυσαν τον όρο του δικού τους θεατρικού «Ντιμπέιτ», το οποίο φιλοδοξεί μέσα από τη μάχη των λέξεων να υπερασπιστεί το δικαίωμα μας να ελπίζουμε.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για αυτή την παράσταση;
Γ.Μπ.: Προέκυψε από την επικοινωνιακή φόρμα της εποχής, αυτήν που παρακολουθούμε πολύ στα MME και στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την ευθεία άμεση αντιπαράθεση πάνω σε θέματα που αφορούν και καθορίζουν τη ζωή όλων μας. Η πολυφωνία και η ακραία αντιπαράθεση είναι τα στοιχεία της εποχής μας που γέννησαν την ιδέα αυτής της παράστασης.
Για ποιο λόγο επιλέχθηκαν οι «Ερωτευμένες γυναίκες» του Ντ. Χ. Λόρενς. Τι σημαίνει αυτό το έργο για σας;
Σ.Τζ.: Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί έχει γραφτεί σε μια εποχή κατά την οποία ένα ολόκληρο κοινωνικό και αξιακό σύστημα καταρρέει, και από την άποψη αυτή οι ήρωες και τα θέματά τους έχουν πολλές κοινές γραμμές με το σήμερα. Ο δεύτερος είναι ότι, επειδή οι χαρακτήρες του έχουν έντονα την τάση να λένε αυτό που αισθάνονται, έχει μερικά από τα ωραιότερα και πλέον ακραία ντιμπέιτ μεταξύ εραστών, συγγενών και φίλων.
Γ.Μπ.: Γιατί είναι ένα μοναδικό κείμενο-μνημείο μιας κοινωνίας που διαλύεται και αναμορφώνεται και γιατί υπεύθυνοι γι’ αυτή την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας στο έργο του Λώρενς δεν είναι απρόσωπες συνθήκες ή η φύση των πραγμάτων, αλλά οι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Οι τέσσερις κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος συγκρούονται για να διαμορφώσουν μια ζωή που θα αποδέχονται για αληθινή ακόμα και αν θα χρειαστεί να έρθουν σε ρήξη με την κοινωνική τους τάξη, την οικογένειά τους, την δουλειά τους, τον έρωτά τους. Διεκδικούν τις επιθυμίες τους που συχνά είναι εκδιαμέτρου αντίθετες. Σε ένα πάντως δεν διαφέρουν: δεν υποχωρούν.
Ποια είναι τα ζητήματα που πραγματεύεται το «Ντιμπέιτ»;
Γ.Μπ. Πραγματεύεται την διάθεση τεσσάρων χαρακτήρων να αντιδράσουν με όλες τους τις δυνάμεις στην επίσημη ανακοίνωση της διάγνωσης ότι το πολιτικό και κοινωνικό μας σύστημα βρίσκεται σε οξύτατη κρίση. Οι αντιδράσεις των χαρακτήρων ποικίλουν καθώς ο όρος «κρίση» γίνεται μια σανίδα που επιπλέει πάνω σε διεθνή πολιτικά και οικονομικά ύδατα, σε λίμνες ιδεολογίας, μέχρι τους ιδιωτικούς καταρράκτες του έρωτα και της οικογένειας.
Φαντάζομαι πως η σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα θα έχει επηρεάσει και το περιεχόμενο. Είναι όντως έτσι;
Σ.Τζ.: Πώς όχι; Το «Ντιμπέιτ» είναι μια παράσταση που με υλικά από το σήμερα, αλλά και πολύ παλιότερα, μιλά για το τι σημαίνει να προσπαθείς να μιλήσεις δημόσια σε μία εποχή αγωνίας και κατάρρευσης, για το όριο ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, για την ανάγκη μας να συμφωνήσουμε και να βρούμε ποιο είναι το σωστό.
Γ.Μπ.: Νομίζω ότι έχουμε δανειστεί με κέφι προσωπογραφίες από την εγχώρια πολιτική και ιδεολογική πινακοθήκη, από την απόγνωση ότι όλο αυτό που ζούμε δεν θα κρατήσει.
Ποια είναι ακριβώς η μορφή του έργου; Είναι ένα ντιμπέιτ με όλη τη σημασία της λέξης;
Σ.Τζ.: Εντελώς. Απλά, όχι μόνο για τα θέματα που θα περίμενε κανείς, και με πολύ διαφορετική κατάληξη.
Γ.Μπ.: Είναι όντως ένα ντιμπέιτ με όλη τη σημασία της λέξης. Αρχικά υπάρχει ευθεία αντιπαράθεση με δοσμένα θέματα, όπως είναι τα ντιμπέιτ με κανόνες που φιλοδοξούν να πλησιάσουν σε μια αλήθεια. Στη συνέχεια έχουμε, όμως, πόλωση και οξύτητα σαν τα πολιτικά ντιμπέιτ που φιλοδοξούν να κερδίσουν θεατές και ψηφοφόρους, αλλά και σαν τις διαπροσωπικές αντιπαραθέσεις όταν τίποτα πια δεν πάει άλλο.
Θα λέγατε πως έχει κοινωνικό και δραματικό χαρακτήρα ή υπάρχει και το χιούμορ μέσα;
Σ.Τζ.: Οι αντιδράσεις μέχρι στιγμής, δείχνουν έντονα και τα δύο.
Γ.Μπ. Νομίζω ότι έχει πολύ χιούμορ μέσα η παράσταση. Είναι στη φύση μας και του Σύλλα και στη δική μου, και από όσο βλέπουμε στις παραστάσεις ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται. Είναι ένα χιούμορ αναγκαστικό νομίζω, όταν βρεθείς κάτω από μεγάλη πίεση όπως οι χαρακτήρες μας. Όποιος δεν γελάει, σπάει.
Σ.Τζ.: Πάντως έχουμε αφήσει ο «χαρακτήρας» αυτός να προκύπτει στην ουσία από το εκάστοτε κοινό, από τους ανθρώπους δηλαδή που το συγκεκριμένο βράδυ επέλεξαν να έρθουν να μας δουν.
Ποιο είναι το μήνυμα ή τα συναισθήματα που επιθυμείτε να μεταφέρετε στους θεατές; Με τι είδους σκέψεις θα θέλατε να αποχωρήσουν;
Γ.Μπ.: Πραγματικά το τι παίρνει μαζί του κανείς από μια παράσταση είναι αδιανόητα απρόβλεπτο και ανήκει στη σφαίρα του προσωπικού.
Σ.Τζ.: Δεν ορίζονται αυτά τα πράγματα, πάντως σίγουρα θα θέλαμε να έχουν ακούσει με μια σειρά άλλη απ’ αυτή που έχουν συνηθίσει και με έναν τρόπο αλλιώτικο από αυτόν που έχουν συνηθίσει, εφόσον πρόκειται για διαφορετικά είδη δημόσιου λόγου – είτε μιλάμε για τον δημόσιο λόγο πρωθυπουργών, συγγραφέων, κλπ, είτε για τα λόγια ενός μοντέλου από την εκπομπή «America’s next top model».
Γ.Μπ.: Αυτό που παίρνω εγώ από την παράσταση πάντως, και με ακολουθούσε σε όλη την περίοδο των προβών όπου είμαστε με τον Σύλλα και με το ένα πόδι θεατές, είναι η λύσσα με την οποία οι άνθρωποι αυτοί επί σκηνής δεν θέλουν να τελειώσει το ταξίδι της ζωής τους χωρίς να έχουν καταφέρει να βρουν σε τι πιστεύουν, με τι διαφωνούν και να μπορέσουν να το αρθρώσουν καθαρά και με δύναμη. Όποιο και αν είναι το τίμημα.
Στην Ελλάδα του σήμερα υπάρχει υγιής δημόσιος διάλογος; Είμαστε ικανοί να διεξάγουμε ντιμπέιτ ως πολίτες, είτε στην καθημερινή μας ζωή, είτε σε πιο επίσημο επίπεδο, π,χ, πολιτικό;
Σ.Τζ.: Θεωρώ πολύ φιλόδοξο όποιον πιστεύει ότι μπορεί να συνδυάσει τα επίθετα «υγιής» και «δημόσιος» δίπλα σε οποιοδήποτε ουσιαστικό. Όσο για το ντιμπέιτ, είναι απλά μια φόρμα διαλόγου, μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Το τι λέει είναι το θέμα και μέχρι πού μπορεί να φτάσει.
Ποιο πρόσωπο, που είναι υπαρκτό και εν ζωή, θα θέλατε εσείς να έχετε απέναντι σας σε ένα ντιμπέιτ και γιατί;
Σ.Τζ.: Κανένα. Έχω τους φίλους μου. Για όλους τους άλλους, μου φτάνουν αυτά που λένε, γράφουν και κάνουν.
Γ.Μπ.: Οσο σκέφτομαι τα κάδρα που έχουν οι πολιτικοί πίσω από το γραφείο τους λέω να μην απαριθμήσω μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες άλλες από της Διώνης Κουρτάκη, του Μιχάλη Οικονόμου και του Σύλλα Τζουμέρκα με τους οποίους έρχομαι όντως επί σκηνής σε ένα πραγματικό ντιμπέιτ.
Είστε δυο άνθρωποι που μένουν στην Αθήνα. Την αγαπάτε αυτή την πόλη;
Σ.Τζ.: Και αυτήν, και άλλες. Αλλά βρίσκω την ‘αθηνολογία’ όπως πολύ πρόσφατα έμαθα ότι λέγεται, «ξεμυρισμένη».
Γ.Μπ: Η Αθήνα όπως κάθε πόλη χρειάζεται ανθρώπους όχι να την αγαπούν απαραιτήτως αλλά να ζουν σε αυτή με φροντίδα. Κατά τα άλλα είναι η πόλη που έχω γεννηθεί και μεγαλώσει. Ναι την αγαπώ – συχνά και με πάθος – και με κουράζει ταυτόχρονα απίστευτα.
Υπάρχει ολοένα και περισσότερο η συζήτηση του τύπου «γιατί να μείνει κανείς στην Ελλάδα». Εσείς τι λέτε για αυτό;
Σ.Τζ. : Ούτως ή άλλως ζεις όπου σ’ αρέσει και όπου μπορείς. Πάντως, εκτός από το δύσκολο και το αδιέξοδο του πράγματος, όλα αυτά που ζούμε είναι και πολύ βαθύτερα από τα προηγούμενα.
Γ.Μπ.: Μπορεί να είναι περαστικό αλλά είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν θέλω να φύγω από την Ελλάδα. Όποτε φεύγω για ένα διάστημα νιώθω ότι χάνω κάτι πολύτιμο που συμβαίνει τώρα εδώ. Βέβαια, τόπος μας είναι και η καρδιά μας και αυτή μας ακολουθεί όπου και να πάμε. Αυτό είναι η ελευθερία.
Δείτε εδώ το τρέιλερ για την παράσταση.
Σκηνοθεσία/ Δραματουργία: Γιούλα Μπούνταλη, Σύλλας Τζουμέρκας
Graphic Design: Michael Home
Φωτισμοί: Παντελής Μαντζανάς
Παίζουν: Διώνη Κουρτάκη, Γιούλα Μπούνταλη, Μιχάλης Οικονόμου, Σύλλας Τζουμέρκας
Εισιτήρια: 15 ευρώ & 10 ευρώ (φοιτητικό)
BIOS Main
Ημέρες παραστάσεων: 1 Μαρτίου – 8 Απριλίου 2012
Παραστάσεις: Πέμπτη – Κυριακή
Έναρξη: 21.00
Διάρκεια: 75΄