Με καινούργια μπάντα με πολύ κέφι παρά τις εποχές κρίσης που ζούμε, ο τραγουδοποιός βλέπει τη μουσική σαν παιχνίδι και το κοινό ως ανθρώπους
Οι συναυλίες για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη δεν είναι αγγαρεία, γι’ αυτό και λέει στα παιδιά του ότι πάει να παίξει με τους φίλους του
Πριν από τρεις μήνες ......ο Αλκίνοος Ιωαννίδης βρέθηκε στο Λονδίνο, στην παρουσίαση της συλλογής του «Local Stranger». Με την ελληνική κρίση «παρούσα» σε όλον τον κόσμο, αυτομάτως η κουβέντα του με έναν Βρετανό πήγε και προς τα εκεί. Και ο τελευταίος έκανε το λάθος να πει την εξής φράση: «We blame you, you know», εννοώντας ότι οι Ελληνες κάνουν ζημιά στις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρώπης.
Η απάντησή του δημοσιεύεται στο www.alkinoos.gr. Θα αρκούσε αυτή και μόνο για να κλείσει η συνέντευξη προτού καν αρχίσει.
Και μάλιστα οι εξής φράσεις: «Η υποχρέωσή μας σήμερα είναι να παλέψουμε για τα παιδιά σου. Και η δική σου υποχρέωση είναι να παλέψεις για τα δικά μας. Μόνο έτσι γίνεται. Τα υπόλοιπα είναι ανοησίες. Ακούς εκεί "we blame you"! Ηλίθιε!». Αλλά η συνέντευξη άρχισε. Οπως άρχισε και η καλοκαιρινή περιοδεία του. Από την άλλη, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς: Εχει σταματήσει ποτέ να παίζει;
Τι να περιμένουμε στο εφετινό πρόγραμμα των συναυλιών;
«Θα παίξουμε τραγούδια από την προσωπική δισκογραφία μου και από συμμετοχές που έχω κάνει σε άλλους δίσκους. Η μπάντα είναι καινούργια και πολύ δημιουργική. Με μεγάλη χαρά κάνουμε τις πρόβες και προσβλέπουμε στις συναυλίες. Και ο νέος τρόπος που αντιμετωπίζουμε το υλικό, καθώς και η κοινή αισθητική που διαμορφώνουμε μεταξύ μας τελευταίως, είναι ένας συνδυασμός απλότητας, αφέλειας και δεξιοτεχνίας. Μας δίνει μεγάλη ενέργεια μέσα στη μαυρίλα της εποχής».
Πόση διάθεση, κέφι και μεράκι έχεις ύστερα από όλα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη αλλά και στην Κύπρο;
«Οταν έχεις μεράκι, το έχεις πάντα. Και ειδικά στις δύσκολες εποχές. Τι άλλο να κάνεις; Να κάτσεις και να κλαις τη μοίρα σου; Να βλέπεις ειδήσεις όλη μέρα; Αν θέλεις να συνεχίσεις να υπάρχεις, αναγκαστικά θα δοθείς με πάθος σε όσα αγαπάς. Μέσα στα δύσκολα που έρχονται το μεράκι θα μας σώσει. Και δεν μιλάω αποκλειστικά για τους καλλιτέχνες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο πολιτική πράξη σε τέτοιες εποχές από το να κάνεις αυτό που κάνεις όσο πιο καλά μπορείς».
Τελικά αυτό που έχεις αποκομίσει από τα ταξίδια σου στο εξωτερικό τι είναι; Δηλαδή, πώς μας αντιμετωπίζουν οι ξένοι; Τι είμαστε για αυτούς;
«Το Σάββατο, πριν από τις τελευταίες εκλογές, έπαιζα σε ένα χωριό της Γερμανίας, σε έναν τεράστιο μεσαιωνικό αχυρώνα. Δεν υπήρχαν Ελληνες στο κοινό. Τους είπα ότι τα πρόσωπά τους μου θυμίζουν πως η Ευρώπη δεν είναι μόνο τράπεζες, αγορές, μεγάλες εταιρείες και hedge funds. Είναι οι άνθρωποι, οι ιστορίες που έχουν να πουν, τα τραγούδια που έχουν να τραγουδήσουν. Και πως, αν και ζούμε σε μια Ευρώπη με πεινασμένα παιδιά και ασθενείς που πεθαίνουν χωρίς περίθαλψη, όσο έχουμε στον νου μας ότι ο άλλος δεν είναι αποκλειστικά αυτό που παρουσιάζουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά αλλά έχει πρόσωπο και μας μοιάζει, πιθανόν να παλέψουμε για το καλύτερο. Η αλήθεια είναι πάντως πως υπάρχει απέχθεια, οίκτος και συμπόνια στον τρόπο που μας βλέπουν. Πολλοί μας αντιμετωπίζουν σαν τον ζητιάνο που, αν βρεθεί στον δρόμο σου, θα του δώσεις κάτι, εύχεσαι όμως από μέσα σου να μην τον είχες δει. Ταπεινωνόμαστε. Ισως να μας κάνει καλό, ποιος ξέρει...».
Από το 1989 που ήρθες από την Κύπρο και... έμπλεξες με την τέχνη (σπούδασες ηθοποιός, εννοώ, στην αρχή) έχουν περάσει 23 χρόνια. Είκοσι από αυτά επίσημα στη μουσική. Ολη αυτή η διαδρομή άξιζε τον κόπο;
«Ναι, άξιζε! Δεν είχα και τίποτε άλλο να κάνω, είναι η αλήθεια... Στα υπόλοιπα είμαι άχρηστος».
Στο βιογραφικό σου διαβάζω ότι έχεις δώσει πάνω από 100 συναυλίες στο εξωτερικό και περισσότερες από 1.700 σε Ελλάδα και Κύπρο. Από πού αντλείς δύναμη και δεν επαναλαμβάνεσαι;
«Επαναλαμβάνομαι. Καθόλου όμως δεν με πειράζει. Οσο η επανάληψη είναι δημιουργική δεν γίνεται βαρετή. Οταν όμως φεύγεις απ' το σπίτι για τη συναυλία και λες "πάω στη δουλειά", πράγμα που ελάχιστες φορές μου έχει συμβεί, καταλαβαίνεις ότι ένα μέρος σου έχει πεθάνει. Ο τρόμος αυτός του θανάτου σε αναγκάζει να ξαναγίνεις παιδί, να πεις "πάω να παίξω". Βοηθά και η τέχνη που εξασκώ. Η μουσική είναι παιχνίδι. Λέμε "παίζω μουσική" ή "παίζω θέατρο". Δεν λέμε όμως "παίζω ζωγραφική" ούτε "παίζω ποίηση". Και αυτό συμβαίνει στις περισσότερες γλώσσες. Οταν με ρωτούν τα παιδιά μου πού πάω, λέω "πάω να παίξω". "Με τους φίλους σου;". "Ναι, με τους φίλους μου"».
«Θέλω και να κάτσω σπίτι, μπας και γράψω...»
Τι μπορεί να «σκοτώσει» καλλιτεχνικά έναν δημιουργό. Και πώς μπορεί να το αποφύγει;
«Οταν κάποιος ακούει μόνο τα δικά του, έχει τελειώσει. Οταν δεν βάζει έναν δίσκο κάποιου συναδέλφου να τον ακούσει με την αγνότητα του παιδιού, αλλά κριτικάρει από την πρώτη νότα ή λέξη, όταν όλα του ξινίζουν και μόνο τα δικά του θεωρεί πως αξίζουν, δεν ξαναγράφει. Ο άλλος κίνδυνος είναι να γίνει κανείς ο ρόλος του. Να ξυπνάω ας πούμε εγώ το πρωί και να φορώ τον Αλκίνοο σαν κοστούμι. Να σκέφτομαι "Ο Αλκίνοος έτσι θα απαντούσε σ' αυτό" ή "έτσι θα έγραφε ή θα τραγουδούσε". Νομίζω πως πρέπει να παίρνει κανείς στα σοβαρά τη ζωή, όχι όμως τον εαυτό του. Αυτόν, αν δεν τον υπονομεύεις καθημερινά, είσαι για σύνταξη».
Πώς περπατάει το άλμπουμ σου που κυκλοφορεί στο εξωτερικό, το «Local Stranger»;
«Πολύ καλά για τα δικά μου δεδομένα. Είναι μια συλλογή τραγουδιών από τους προηγούμενους δίσκους μου. Τα τραγούδια είναι όλα στα ελληνικά βέβαια, αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Οταν οι ξένοι μου λένε πως είναι κρίμα που δεν καταλαβαίνουν τους στίχους, τους απαντώ ότι ούτε κι εγώ τους καταλαβαίνω».
Τι να περιμένουμε από εσένα από τον Σεπτέμβριο και μετά;
«Το φθινόπωρο θα γίνουν κάποιες ακόμη συναυλίες στην Ευρώπη και τη Ρωσία. Θέλω να παίξω αρκετά στην Ελλάδα τον χειμώνα, απ' την άλλη θέλω και να κάτσω σπίτι, μπας και γράψω τίποτα. Θα δούμε... Ποτέ δεν κατάφερα να προγραμματίσω τη ζωή μου μακροπρόθεσμα».
Τι θέλεις να πάρουν φεύγοντας οι θεατές από την καλοκαιρινή περιοδεία σου;
«Τη χαρά ότι μοιραστήκαμε όλοι κάτι αληθινό. Δεν πετυχαίνει πάντα, όμως, τόσο ανάγκη που το έχουμε, τόσο διχαστικά και γεμάτα πληγές που είναι όλα, πιστεύω ότι θα μας χαριστεί».
πότε και πού:
Στο Θέατρο Βράχων, στις 26 Ιουνίου. Μαζί του οι Γιώργος Κοντραφούρης, Γιώργος Καλούδης, Αγγελος Πολυχρόνου, Νίκος Παραουλάκης. Ωρα έναρξης: 21.30. Εισιτήρια προπωλούνται στην τιμή των €15 (Ελευθερουδάκης και στο ταμείο του Φεστιβάλ Βύρωνα). Θα διατεθεί περιορισμένος αριθμός εισιτηρίων στην τιμή των €12 για κατόχους καρτών ανεργίας από τον ΟΑΕΔ.